Κείμενο: Δημήτρης Σούκουλης
Συγγραφέας

Επιμέλεια: Στέλλα Πυρένη
Φιλόλογος


Τον Αύγουστο οι ανούσιες κουβέντες ξεραίνονται και δε βλασταίνουν.
Δείχνουν την αδειοσύνη τους, όπως κουκούλι τζίτζικα σκαρφαλωμένο σε φλοιό δέντρου.
Ο ήλιος καίει τη λιοπάνα.
Εμένα, όμως, δυο πορτοκαλιές μου κρατάνε συντροφιά και ίσκιο.
Πρώτες ξαδέρφες.
Από τον ίδιο καρπό, μου συστήθηκαν.
Παραπονιούνται πως ο κλαδευτής τις έκοψε κομμάτι χαμηλά τον προηγούμενο χειμώνα.
Ήταν άπληστος.
Προσωρινά θα είναι στέρφες.
Δε βγάλανε ανθούς την άνοιξη.
Κάποτε, περνάς κι από άλλα στάδια που δεν είχες προβλέψει.
«Τα πάντα ρει», κι εμείς μαζί.
Με παρακαλούν, αν μπορώ να τις ποτίζω.
Ο επιστάτης με την τουριστική σαιζόν είναι πολυάσχολος.
Τώρα θα ‘χαν πράσινους καρπούς και θα μπορούσα κάτι ακόμα να θαυμάσω.
Δε θα λέγαμε τα ίδια και τα ίδια.
Θα αναρωτιόμασταν για τα πορτοκάλια που είναι να ‘ρθουν.
Αν θα γίνουν χοντρόφλουδα ή ψιλόφλουδα.
Πόσα θα είναι έτοιμα τον Δεκέμβρη και πόσα δίφορα.
Μπορεί να μ’ άφηναν να τα γρατζουνίσω κιόλας, να μυρίσω το άρωμά τους, εάν βάθαινε η φιλία μας και τα χέρια μου τα ‘βλεπαν έμπιστα.

-«Πάνω κάτω τα μυρμήγκια στον ασβεστωμένο κορμό σας,
να ‘χαν άραγε κάτι να μας πουν κι αυτά,
έτσι που σέρνονται βουβά στη σάρκα;…
Δεν πόνεσαν τα πόδια τους από το πρωί, αμίλητοι αγωγιάτες;
Δεν ξέρουν άραγε τραγούδια του μόχθου, του τρυγητού;
Να μας λέγανε έστω κι αυτά μια ιστορία, παρά ξέρουν να βυζαίνουν μόνο τις αφίδες;»

-«Όλοι μας μπορούμε να γράψουμε τραγούδια.
Είναι μέσα μας κι ο σκοπός κι η λέξη η καλή.
Ανεβαίνουν οι στίχοι μόνοι τους, σα λόξυγγας.
Και σα λόξυγγας ξέρει το δρόμο, την ανηφόρα, την τρύπα που θα βγει.
Τα ποιήματα, ξέρεις, είναι απόπειρες εγγαστρίμυθου.
Κι όλοι πάντα θα έχουν κάτι να διηγηθούν από τη ζωή τους.
Αυτό το πουλί που κουρνιάζει μέσα τους.
Θέλει τόλμη, όμως, να ανοίξεις το στόμα.
Γύρω μας, όμως, λιπόψυχοι και φοβισμένοι».