Άρθρο: Μαρία Μαθιουδάκη
Φοιτήτρια Ψυχολογίας
Επιμέλεια: Δήμητρα Κόκκαλη
Φιλόλογος
«Σ’ αγαπώ ως αγαπιούνται κάποια πράγματα σκούρα,
μυστικά, μέσ’ από την ψυχή και τον ίσκιο» (Π. Νερούδα)
Κάτω από τη δροσιά των πεύκων, εκεί που τα κλαδιά των δύο δέντρων που έπαιζαν από παιδιά μπλέκονταν, σχηματίζοντας με τα κλωνάρια τους το πρώτο τους σπίτι…
Πόσα μυστικά, πόσα βλέμματα είχε κλείσει μέσα της εκείνη η σκιά, πόσους ψιθύρους, ερωτηματικά, χαμόγελα και δάκρυα είχε πάρει μαζί του το κύμα της θάλασσας, καθώς χτυπούσε με ορμή και λαχτάρα τους μικρούς βράχους.
Πόσο του άρεσε να την κοιτάζει, να περιεργάζεται τις φακίδες του προσώπου της, να περνάει το χέρι του γύρω από το σώμα της, όπως το σύννεφο που αγκαλιάζει τη βουνοκορφή.
Πόση γλύκα μπορεί να κρύβει μέσα της αυτή η προσπάθεια εξερεύνησης της κοιλάδας του ανοικείου; Πόση γλύκα και προσμονή!
Κι εκείνη απολάμβανε να παρατηρεί και να νιώθει με όλες της τις αισθήσεις και να ανταποδίδει τα σημάδια της ευτυχίας που του προσφέρει η συνάντηση της, το άγγιγμα της.
Πόσο απολάμβαναν αυτές τους τις λίγες στιγμές, μακριά από όσα τους φόβιζαν, εκεί στο δικό τους καταφύγιο, ανάμεσα στο θρόισμα των φύλλων και το ημίφως των κλωναριών, με τη σκιά βαμμένη στα χρώματα του ρόδου να χαϊδεύει το σώμα τους, μέσα στη δική τους κρυστάλλινη σφαίρα, όπου τίποτε δυσάρεστο δε μπορεί να παρεισφρήσει, πέρα από την προσδοκία, το θαυμασμό και το φιλί…
Με τη ψυχή να γονατίζει από τη γαλήνη που προσφέρει στον έναν η παρουσία του άλλου.
Ένας χορός μέσα στα μουρμουρητά των νεραϊδών, τους ήχους του αγέρα και το λίκνισμα των λουλουδιών.
Σαν μια γλυκιά αμαρτία, ποτισμένη με τα αρώματα του πάθους, της ηδονής, αλλά και του φόβου, σαν δύο ελάφια που προσπαθούν να δραπετεύσουν μέσα στο δάσος από τους κυνηγούς.