Κείμενο: Νεκταρία Τσοπανέλη
Φοιτήτρια Ψυχολογίας

Επιμέλεια: Στέλλα Πυρένη
Φιλόλογος


Στην καλοσύνη του καιρού, με τα χρυσαφένια ρούχα των χωραφιών, γεννήθηκε στην καρδιά του καλοκαιριού ένα κορίτσι. Ήταν η πιο ωραία αρχή που θα μπορούσε να φανταστεί για το ταξίδι της στον κόσμο αυτό. Τότε που όλα είναι ανοιχτά· πόρτες, παράθυρα, καρδιές, τότε που με πέδιλα και βότσαλα στα πόδια περπατάμε στις γραμμές ονείρων κι απολαμβάνουμε κρυσταλλένια νερά και γιασεμιά στις αυλές, τότε που τρώμε καρπούζι και περνάμε νύχτες ξάγρυπνοι κοιτώντας τ’ αστέρια, τότε γεννήθηκε η Μαρίνα.

Ένα κορίτσι μελαχρινό με λευκή επιδερμίδα, μεγάλα μάτια σαν κάστανα, χείλη σχηματισμένα σαν να έχουν ένα μόνιμο ελαφρύ μειδίαμα και φρύδια σαν τόξα ζωγραφισμένα από χέρι κάποιου καλαίσθητου καλλιτέχνη, με αύρα δροσερή και χέρια απαλά. Μικρόσωμη αλλά αρχοντική, η Μαρίνα ήταν από αυτές τις γυναίκες που έπειτα, μεγαλώνοντας με την τόση αυτοπεποίθηση, μπορούσε τελικά να είναι αληθινά ταπεινή. Όταν βρισκόσουν δίπλα της κρεμόσουν από κάθε χειρονομία της ή ακόμα κι από ένα μορφασμό της ή το σήκωμα των φρυδιών της. Με τον τρόπο που καθόταν στην καρέκλα κι ακουμπούσε με σιγουριά τα χέρια της στα μπράτσα, που άφηνε το κεφάλι της πίσω και ο λαιμός της τέντωνε, σε καλούσε να πετάξεις σαν γλάρος μαζί της στην ελευθερία που εκείνη ήδη κατείχε. Το βάδισμά της ήταν αργό και η φωνή της ένιωθες πως έβγαινε βαθιά μέσα από την πηγή της ύπαρξής της.

Η φυσιογνωμία της Μαρίνας έδειχνε πάντοτε μεγαλύτερη από την πραγματική της ηλικία, καθώς η σοβαρότητα στο βλέμμα της πάνω σε πρόσωπα και αντικείμενα, η σοβαρότητα στις κινήσεις της στον χώρο και η συγκρατημένη όψη της αποκάλυπταν μια πρόωρη ωριμότητα. Μάλιστα, η ίδια έλεγε: «Όλα ήρθαν και με βρήκαν τόσο γρήγορα, τόσο νωρίς, η χαρά, το τραγούδι, το κολύμπι, το πρώτο φιλί, ο πρώτος έρωτας μα και η μελαγχολία». Κι ο θάνατος πολύ νωρίς τη βρήκε, μόλις έφτασε στου δρόμου τα μισά κι η ωριμότητα ταυτίστηκε πια με τη βιολογική της ηλικία.

Ένα τέτοιο βράδυ καλοκαιρινό, όπως ήρθε ήσυχα έτσι και έφυγε η γοητευτική και μελαγχολική Μαρίνα που πάντα ήξερε να υπάρχει σωπαίνοντας. Η αποχώρησή της ήταν κι αυτή σιωπηλή, μες το σκοτάδι. Ένα βράδυ του Ιουλίου, από εκείνους τους διχασμένους μήνες στα χρόνια της ζωής μας που αρνούνται τον καυτό ήλιο σαν αμαρτωλό και αγκαλιάζουν τις βροχές αγαπητικά σαν φιλόστοργες, έφυγε η ψυχή από το σώμα της Μαρίνας. Ένα βράδυ που υποδέχτηκε η γη τις βροχές απ’ τους ουρανούς ταπεινά, με σεβασμό, σαν μια ελεημοσύνη που καθαρίζει τη γη και καθαγιάζει τα πνεύματα, η Μαρίνα πέθανε.

Έπεφτε από τους ουρανούς βροχή θυμωμένη, οι αέρηδες χτυπούσαν τα δέντρα λυσσασμένα  και η πόλη είχε μείνει χωρίς φώτα, σαν νεκρή κι ερειπωμένη, με κάθε στενό της σαν να ήταν κρυφό και κάθε σπίτι της να μοιάζει με άδειο χαρτόκουτο. Εκείνο το βράδυ περπάτησα από το σπίτι μου έως τη γιαγιά μου, γιατί ανησυχούσα μήπως χρειαζόταν κάτι και δεν είχε τηλέφωνο να με καλέσει. Βαδίζοντας γρήγορα, σχεδόν νευρικά και φοβικά από τα οργισμένα σύννεφα, πέρασα από το σπίτι της  Μαρίνας. Στην είσοδο βρήκα έναν ξύλινο σταυρό με το όνομά της γραμμένο πάνω οριζόντια ενώ κάθετα την έβρισκε η ημερομηνία θανάτου της. Παραδίπλα στις σκάλες, είδα ένα χαμηλό μανουάλι με δυο κεριά αναμμένα. Η Μαρίνα είχε κιόλας φύγει. Τώρα που η πόλη βυθίστηκε στο σκοτάδι της, τώρα που οι ουρανοί άνοιξαν τις πύλες τους κι η βουή του μανιασμένου αέρα μας κούφαινε, η Μαρίνα πρόλαβε και ξεγλίστρησε από τον κόσμο αυτό, σαν αιθέρας μπλέχτηκε με τους άλλους και χάθηκε.

Στις σκάλες καθόταν ο Μάνος. Το φως απ’ τα κεριά φώτιζε την μία πλευρά του προσώπου του, έκανε σκιές και έδειχνε τις γωνίες του ακόμα πιο έντονες σαν σκισμένες. Με συρρικνωμένη την ύπαρξη στο ελάχιστο και την καρδιά αιμορραγούσα στα χέρια, σχεδόν ανήμπορος, κοιτούσε τα σταυρωμένα μεγάλα χέρια του. Εκείνος ο άντρας ο ψηλός, με την αγέρωχη σχεδόν σκληρή μορφή, έδειχνε σαν τσαλακωμένη λαμαρίνα, σαν πουλάκι με εύθραυστα φτερά, έτοιμος να καταρρεύσει με μάτια άδεια, τρομαγμένα και μόνα.

Ο Μάνος ήταν ο πρώτος έρωτας της Μαρίνας, η πρώτη αγάπη και ο αιώνιος δεσμός της φίλης μου. Κάποτε μου έλεγε για τα χέρια του, πως είχε ξεχάσει τα πάντα του σχεδόν, την όψη του, τη μορφή του, τα μάτια του αλλά τα χέρια του δεν θα τα ξεχνούσε ποτέ. Θυμόταν πιστά την αφή τους, τη θερμοκρασία, το μέγεθος, το άγγιγμά τους. Τα αναγνώριζε σα να της κρατούσαν το χέρι όποτε εκείνη τον έφερνε στο νου της. Και τώρα, να εδώ κάτω από το σπίτι της αντικρίζοντάς τον και παρατηρώντας αυτά τα χέρια, ένιωσα μια λύτρωση για εκείνη κι ας ήταν τόσο παράφορα αβάσταχτα όλα γύρω μου, οι σταυροί, τα κεριά, η μυρωδιά απουσίας. Για καιρό άρρωστη έφτασε στο τέλος του κύκλου που χάραξε. Η γλυκιά αυτή ύπαρξη είχε προλάβει να συναντήσει ξανά μετά από πολλά χρόνια τον Μάνο, την αγάπη που πρόωρα έχασε και χάθηκε.

Κάποτε οι δύο τότε νέοι υπήρξαν ζευγάρι με όρους που σε καμία περίπτωση δεν θυμίζουν κάτι από αυτό που ο κοινός νους θα όριζε ως ζεύγος με έναν άντρα και μια γυναίκα, τίποτα συμβατικό, κοινό και ανθρώπινο δεν έβρισκες στη συνάντησή τους. Γιατί ποτέ δεν πέρασαν την πύλη της σχέσης τους, ούτε καν του έρωτά τους. Πάντοτε περνούσαν απ’ έξω και δίσταζαν, φοβόντουσαν, τελικά δείλιαζαν και λοξοδρομούσαν.

Αυτός γοητευόταν από τη γλύκα και το οξύ, ανήσυχο πνεύμα της, αυτή από τον λόγο και την αρρενωπή στυφότητά του. Ο Μάνος κολλούσε στην ψυχή της Μαρίνας για εκείνο το σπάνιο που εκείνη είχε, το αξιοθαύμαστο και αξιαγάπητο χαρακτηριστικό της, τη μία και μοναδική ακλόνητη δύναμή της που σαν μαγνήτης θέλγει, την απόλυτη καλοσύνη της. Η Μαρίνα κολλούσε στον Μάνο, γιατί είχε μια πνοή σιγουριάς και κυρίως γιατί ανεξήγητα ξυπνούσε τις πιο μεταξένιες υφές της, την ενέπνεε να αναδύει από μέσα της ο πιο φωτεινός και καλοσυνάτος εαυτός της. Ο ένας θαύμαζε τον άλλον κρυφά, ποτέ δεν αντάλλασσαν κοπλιμέντα και επαίνους. Η ουσία τους δεν χρειαζόταν ταμπέλες και διατυμπανισμούς.

Όμως, ο έρωτάς τους δεν άντεξε για πολύ στις απαιτήσεις του χρόνου. Απέφυγε εντέχνως τη φθορά του και η σχέση τους διαλύθηκε δέκα χρόνια μετά την πρώτη γνωριμία τους. Δεν άντεξαν ο ένας τον άλλον, το βαρύ τους αίσθημα ή και τους εαυτούς τους και χωρίστηκαν για πάντα. Στην αρχή βρίσκονταν κάποτε – κάποτε σε ένα μικρό καφέ κοντά στο παλιό σπίτι που ζούσαν αλλά εγκατέλειψαν. Εκεί αντάλλασσαν τα νέα τους. Κρατούσαν επαφή με το παρελθόν τους, καμία απόφαση χωρισμού δεν τους ελευθέρωνε οριστικά. Γυρνούσαν και ξαναγυρνούσαν άχαρα και άνοστα ο ένας στον άλλον. Μα οι συναντήσεις ήταν άβολες και κάθε αποχώρηση από τη συνάντηση πνιγηρή και αδιέξοδη. Κούρασαν οι αμηχανίες και οι προσποιήσεις ενός δήθεν πολιτισμένου κόσμου ανάμεσα στους δύο. Έτσι, ρίξανε τα προσωπεία, έβγαλαν τις μάσκες, τις κρέμασαν έστω κι αργά στο βεστιάριο κι απαλλάχθηκαν από την ευθύνη της υποκρισίας. Κανένα ενδιαφέρον δεν είχε για τη ζωή του χωρίς αυτή. Όχι, καθόλου δεν ήθελε να ξέρει πώς μπορεί και ζει χαρούμενη χωρίς εκείνον.

Έπειτα ο Μάνος μετακόμισε σε άλλη πόλη και ο ένας έχασε κάθε επαφή με τον άλλον. Ύστερα, γίνανε μια ανάμνηση. Γι’ αυτό συχνά η Μαρίνα έλεγε: «Δεν συναντιόμαστε εμείς. Οι εποχές μας συναντιούνται». Ο καθένας ακολούθησε μια ζωή δική του· χωρίς κανένα σημάδι του Μάνου η Μαρίνα, χωρίς κανένα απομεινάρι της Μαρίνας ο Μάνος.

Ο Μάνος εκεί που πήγε γνώρισε μια γυναίκα όμορφη και βολική. Μαζί της υπήρξε ευχαριστημένος. Η Μαρίνα ανήσυχη και ασυμβίβαστη, διασταυρώθηκε με πολλούς άλλους άντρες, σχετίστηκε και έζησε μαζί τους· άλλοι τη γοήτευσαν, άλλοι της πρόσφεραν αγάπη κι αφοσίωση γλυκιά κι εγκλωβιστική, άλλοι ήταν άξιοι αγάπης, αλλά εκείνη όχι έτοιμη, γι’ αυτό κι άλλοι τυχαίοι και περαστικοί. Μα με κανέναν δεν αφέθηκε και έτσι με κανέναν δε συνέβη κάτι σπουδαίο.

Όχι, δεν μετάνιωσε για καμία από τις επιλογές της, ούτε για τους δεσμούς που σύναψε με εκείνους που επέλεξε ούτε όμως και που τους χώριζε όταν ερχόταν η ώρα. Έκτοτε, ακολούθησε ένα μεγάλο διάστημα που η Μαρίνα αποφάσισε να μείνει μόνη της. Λένε πως για να αξίζεις κάτι σπουδαίο, όπως αυτό που ποθούσε η Μαρίνα, πρέπει να μένεις ακέραιος, να μην εξαντλείς το είναι σου σε μισοχαρές, σε λειψές συνδέσεις, να μένεις όσο μπορείς καθαρός και ποιητικός για να έχεις τη διαύγεια να καταλάβεις την αληθινή Συνάντηση. Διαφορετικά, ακόμα κι αν από δίπλα σου περάσει, ακόμα και στον ώμο να σε ακουμπήσει, εσύ διαθέσιμος, ανοιχτός, ελεύθερος γι’ αυτήν δεν είσαι ούτε καν για να την αντιληφθείς.

Έτσι, η Μαρίνα για πολλά  χρόνια έμεινε μόνη της μαζί με τον Πούδρα, τον κατάλευκο σαν λούτρινο αρκούδο γάτο της. Επέλεξε να μην αρκείται σε αντανακλάσεις μιας τέτοιας συνάντησης μεγάλης, αλλά να αφοσιωθεί στην προετοιμασία του εαυτού της, ώστε να είναι άξια μιας τέτοιας. Βούτηξε στα βάθη της, πλανήθηκε θυσιαστικά στη μοναξιά του εαυτού της, τον καθάρισε σχολαστικά και επίπονα από ό,τι ξένο τον αλλοίωνε και στα σπλάχνα της προσπάθησε να βρει το πρόσωπό της το αυθεντικό, το μοναδικό δικό της, το παιδικό, εκείνο που ήθελε να προσφέρει στη μεγάλη ένωση. Έχει πολλές τέτοιες ιδιότητες η μοναξιά, η πάντα επικίνδυνη μοναξιά· είναι καθαρτήρια, ξεγυμνώνει από μάσκες και προσωπίδες ξένες, φορεμένες πρόχειρα και σπασμωδικά. Σε αφήνει να σμιλέψεις το εύπλαστο είναι που βρίσκεται απείραχτο στον πάτο σου.

Η ίδια η Μαρίνα, που παράφορα ερωτεύτηκε τον Μάνο και βαθιά τον αγάπησε μετά, δεν κατάφερε ποτέ να αντιμετωπίσει το χωρισμό τους. Η αδυναμία του Μάνου να σχετιστεί υγιώς από κοντινότητα μαζί της την πλήγωνε, γιατί ένιωθε πού μπορούσαν να φτάσουν αν κι εκείνος άνοιγε διάπλατα τα φτερά του. Τι απογοήτευση για εκείνη η συνεχής ματαίωση! Εκείνου του άρεζε να βρίσκεται κοντά της, να απολαμβάνει το μαζί, μα ο έρωτας είναι αποκαλυπτικός, οι αντανακλάσεις του εκτυφλωτικές και ο Μάνος δεν άντεχε να κοιτά μέσα της για πολύ. Άλλωστε δεν είναι και εύκολο! Αυτός ο δισταγμός, αυτή η αδυναμία, που για αναπηρία τη λογάριαζε τότε η Μαρίνα, την έφερνε σε αδιέξοδα. Μετά όμως από πολλούς αντιπερισπασμούς, δημιουργούσε για να ανακουφιστεί έστω προσωρινά. Δημιουργούσε ένα νέο πρόβλημα, μια νέα σχέση για να δώσει λύση σε προηγούμενο ή για να το αποφύγει. Όμως, αυτή η φθορά την κούρασε και την οδήγησε στην ησυχία της αναμονής.

Αφού τα χρόνια περνούσαν, η Μαρίνα δεν είχε κανένα νέο για τον Μάνο, ούτε από τον ίδιο ούτε από κάποιον κοινό φίλο τους. Η τελευταία πληροφορία που γι’ αυτόν είχε ήταν πως χώρισε από εκείνο τον χλιαρό και συμβατικό γάμο κι αφοσιώθηκε στους διάφορους εθελοντισμούς τους τόσο ζωογόνους για εκείνον. Κάποτε, όμως, η πάντα δοτική και φιλόστοργη Μαρίνα νόσησε από μία σοβαρή ασθένεια. Ήταν ψύχραιμη, ίσως γιατί δεν είχε κι άλλη επιλογή. Σε όλα ήταν ψύχραιμη, άλλωστε. Σε όλα εκτός από τον έρωτα, το αντίδοτο στο θάνατο, όπως πάντα μου έλεγε. Δεν επέτρεψε σε κανέναν να τον πληροφορήσει για την κακή κατάσταση της υγείας της. Στα κρυφά, μια μέρα ένιωσα υπεύθυνη για όσα ήξερα για την αλλοτινή σχέση των δύο και πήρα το φορτίο να παρακούσω την επιθυμία της και να τον ενημερώσω όταν πια η πορεία της κατευθυνόταν σε μονόδρομο και μάλιστα αδιέξοδο.

Ο Μάνος, όμως, είχε έρθει ήδη για την μεγάλη τους συνάντηση καιρό πριν νοσήσει η Μαρίνα, κάτι που εγώ δεν ήξερα. Της είχε ζητήσει να ζήσουν μαζί, να τον ακολουθήσει στην πόλη που πια έμενε, να γνωριστούν πραγματικά και να περάσουν έστω και καθυστερημένα την πύλη της αιώνιας και αδιάλειπτης σχέσης τους. Το περασμένο αντίο τους, που νέοι αντάλλαξαν και ο χρόνος της απόστασής τους που στωικά υπέμειναν, λειτούργησε σαν χρόνος επώασης για τον Μάνο. Προσπαθούσε να την πείσει πως στη δική τους σχέση βρίσκονταν οι δυνατότητες που αλλού και οι δύο έψαχναν. Να της δείξει πως μέσα από τη δική του αλλαγή μπορούσαν να γίνουν ένα και να μεταμορφωθούν σε δοχεία αγάπης. Η θέλησή του, η μετάλλαξή του, η πραότητα σε κάθε τι δικό του είχαν μια γοητεία διαφορετική από άλλοτε. Η Μαρίνα, όμως, δεν ήταν έτοιμη. Κανένας φόβος και κανένας προστάτης εγωισμός δεν την εμπόδισαν. Η σχέση τους από μακριά είχε πάρει άλλη διάσταση, είχε αποκτήσει νόημα για εκείνη πιο σημαντικό από κάθε επιστροφή και αναγέννηση του αλλοτινού της πάθους. Η αγάπη για τη Μαρίνα ζει και αναγεννάται ακόμα κι αν θάλασσες, πελάγη, χρόνια, ζωές ή θάνατοι χωρίζουν τα κορμιά. Της αρκούσε το πρόσωπό του που έλαμπε από αγάπη. Είχε μάθει να τα ξεχωρίζει τα μάτια που αγάπησαν και αγαπήθηκαν και του Μάνου είχαν αυτή τη γλύκα. Της ήταν αρκετό. Εγώ ένιωθα πως μάλλον δεν μπορούσε να αποχωριστεί τη γλυκιά μελαγχολία της νοσταλγίας του νέου άντρα που ερωτεύτηκε, δεν άντεχε καμία ματαίωση άλλη αυτού που μια μέρα τη γοήτευσε. Κι αυτό όχι από εφηβική ανωριμότητα, αλλά από μια ποιητική αθωότητα.

Τα βράδια που η Μαρίνα ξαπλωμένη στο κρεβάτι υπέμενε τους πόνους και περίμενε τον θάνατό της, βρισκόταν δίπλα της σαν πιστός σύντροφος και σύζυγος ο Μάνος. Αν κάποιος άγνωστος κοιτούσε από το παράθυρο του δωματίου της τους δύο μαζί, θα νόμιζε πως πρόκειται για ζευγάρι που βιώνει ζωή και θάνατο μαζί από πάντα και για πάντα. Η αφοσίωσή του ήταν η απάντηση που πάντα της περίμενε, ούτε λόγια ούτε θυσίες επιδεικτικές. Η ταπεινή, χωρίς καμία προσδοκία φροντίδα του την ανάπαυσε και της ρούφηξε κάθε μελαγχολία. Τα χέρια του που ποτέ δεν ξέχασε, κρατούσαν τα δικά της και πάλι μέρες και νύχτες αξημέρωτες. Εκεί μέσα, ανάμεσα στα δύο χέρια, φώλιασαν πια οι ψυχές τους, οι κουρασμένες από τις περιπλανήσεις ψυχές τους και οι καρδιές τους, οι γεμάτες αγάπη καρδιές τους από εκείνη που ουδέποτε εκπίπτει, την αληθινή. Κι αυτό ήταν τόσο αρκετό, καμία ζωή δε θα μπορούσε να συγκριθεί με αυτές τις λίγες μέρες. Δεν χρειάζονταν ούτε μέρες περισσότερες ούτε χρόνια για να ειπωθούν και να χαραχτούν όσα μέσα σε λίγα εικοσιτετράωρα σημαδεύτηκαν ανεξίτηλα μέσα τους.

Εκείνο το βράδυ του είπε: «Δώσε μου το χέρι σου, αγάπη μου», έκλεισε τα μάτια της, κοιμήθηκε και εκείνος της τραγουδούσε. Η ανάσα της ήταν σαν «νυχτοπούλι που βγάζει φωνή ξανά και ξανά μέσα στη νύχτα. Εκείνος σαν ένα άλλο νυχτοπούλι που απαντά και πάει η φωνή παραπέρα. Το ένα ζυγώνει και το άλλο αλαργεύει, κι η φωνή ακόμα αντηχεί ξανά και ξανά. Ύστερα οι φωνές και οι δύο χάνονται μέσα στη νύχτα και η δική της μέσα στο σκοτάδι…»

Σήμερα ξύπνησα με ένα όνειρο. Έβλεπα τη Μαρίνα να μου λέει πως θέλει μία χάρη, να λέω τακτικά στο Μάνο να πιει νερό, να τον ρωτάω: «Εσύ, πότε θα πιεις νερό;». Φεύγοντας από το σπίτι είδα κρεμασμένο στον καλόγερο το δώρο που της είχα πάρει για τη γιορτή της μα δεν πρόλαβα να της το δώσω. Δεν ξέρω πια τι να το κάνω, ούτε αν μπορώ να πω στο Μάνο να πιει νερό. Έτσι, αποφάσισα να γράψω την ιστορία της Μαρίνας, γιατί δεν πρέπει να την ξεχάσω. Πρέπει να θυμάμαι τη Μαρίνα για να θυμάμαι να ζω.

Έτσι λειτουργεί και το δώρο της, κρεμασμένο και η φωνή της στον ύπνο μου σαν υπενθύμιση για ζωή κι αυτογνωσία, για αυτογνωσία και ζωή. Γιατί η Μαρίνα μου έλεγε όταν τη ρωτούσα αν μαθαίνεται η αγάπη, πως ναι, η αγάπη μαθαίνεται· όσο μαθαίνεται ο εαυτός μαθαίνεται και η αγάπη… Κι όλα γίνονται αλλιώς, σχεδόν όμορφα, σχεδόν πανέμορφα!…


Προτεινόμενη Βιβλιογραφία:

Cardenal, Ernesto (2010). Αγάπη: Η χαραμάδα της αιωνιότητας. Αθήνα: Εν πλω.