Άρθρο: Μένη Κουτσοσίμου,
Ψυχολόγος
Επιμέλεια: Μαρία Σουρτζή,
Φιλόλογος
Γνωρίζεις τα χτυπήματα off-guard; Πρόκειται για κείνα τα ύπουλα, συνήθως κάτω από τη ζώνη, αυτά που σε βρίσκουν απροειδοποίητα.
Όπως στο ρινγκ έτσι και στη ζωή…
Είμαι σίγουρη ότι δεν αντιλαμβάνεσαι τη ζωή ως μια δίοδο για επιθετικότητα και μια άσκηση βίας, έρχεται όμως η ώρα που διαψεύδεσαι.
Έχω μάθει να τη σέβομαι τη ζωή. Ως μία διαδρομή που απαιτεί πολλές σωματικές και πνευματικές δεξιότητες, ένα αγώνισμα ανταγωνιστικής επιτέλεσης που απαιτεί εξεζητημένη τεχνοτροπία και μια μόνιμη ηθική δέσμευση που διευκολύνει όχι μόνο τη βελτίωση των υλικών απολαβών, αλλά κυρίως την ανακατασκευή ενός δημόσια αναγνωρισμένου, ηρωικού εαυτού.
Για τη ζωή μιλώ πλέον όπως προπονούμαι στην πυγμαχία. Όσο «ξύλο» και να φας, το θέμα είναι να μην τα παρατάς.
Για τους πυγμάχους, η τεχνική του αθλήματος αντιπροσωπεύει το δυνητικό μέσο για να σφυρηλατήσουν ένα χώρο αυτονομίας από τις καταπιεστικές συνθήκες και να εκφράσουν την ικανότητά τους να καθορίζουν τη μοίρα τους… να την ξαναφτιάξουν σύμφωνα με τις βαθύτερες επιθυμίες τους. Το ρινγκ παρέχει στους μποξέρ μία σπάνια ευκαιρία —τη μοναδική που θα μπορούσαν να απολαύσουν πολλοί απ’ αυτούς— να φτιάξουν ως ένα βαθμό το πεπρωμένο τους και να έχουν πρόσβαση σε μια κοινωνικά αναγνωρισμένη μορφή ύπαρξης. Να γιατί, παρά τον πόνο και τη βάναυση εκμετάλλευση που περιέχει, και οι πυγμάχοι λαμβάνουν υπόψη τους, το μποξ δίνει στις ζωές τους μια αίσθηση αξίας, έξαψης και επίτευξης στόχων.
Αδιαμφισβήτητα, το μποξ είναι κι αυτό μια δουλειά, όπως η δική σου στο γραφείο. Και να είσαι σίγουρος ότι δεν κερδίζεται κάθε αγώνας επειδή έχεις πάντα εύκαιρο ένα δυνατό αριστερό κροσέ.
Αν το σκεφτείς συνειδητά, όπως και στο ρινγκ έτσι και στη ζωή.
Δεν υπάρχει συμφέρον στο «σκαπουλάρισμα», δεδομένου ότι αυτοί είναι που θα υποστούν τις συνέπειες της έλλειψης αφιέρωσης και έντασης στο ρινγκ. Συνειδητοποίησα εγκαίρως ότι η επιβίωσή μου στο «ρινγκ» οφείλεται στην ψυχική δύναμη και στη διαρκή επαγρύπνηση. Μέσα στα σχοινιά, κάποιος μπορεί να αποδείξει πέρα από κάθε αμφιβολία, όχι μόνο ότι είναι παλικάρι (virfortis), αλλά επίσης και ότι είναι ενάρετος άνθρωπος. Το μποξ, λένε στην αδελφότητα των πυγμάχων, «λέει την αλήθεια» για κάποιον —όχι μόνο γα τη δημόσια και επαγγελματική του πλευρά ως πολεμιστή του ρινγκ, αλλά και για την εσωτερική του αξία ως ατόμου. Κι αυτή είναι η μόνη πραγματικότητα.
Οι πυγμάχοι δίνουν μεγάλη αξία στο να είναι «αφεντικά του εαυτού τους» και παίρνουν την ευθύνη για το αποτέλεσμα των επαγγελματικών τους προσπαθειών. Αν και μπορεί να μη φαίνεται στον αμύητο θεατή, το μποξ είναι μια δραστηριότητα απαιτητική σε δεξιότητες (skillful), ενώ ταυτόχρονα προϋποθέτει τον έλεγχο ενός πολύπλοκου και πολυεπίπεδου φάσματος γνώσης. Μια πολύ γνωστή παροιμία των γυμναστηρίων λέει ότι το μποξ είναι «εβδομήντα πέντε τοις εκατό σωματικό και εβδομήντα πέντε τοις εκατό διανοητικό», που σημαίνει ότι η πυγμαχία απαιτεί όχι μόνο σωματική δύναμη και τεχνική ικανότητα αλλά, επίσης, ηθική ακεραιτότητα και στρατηγική ευφυΐα. Επειδή ένας γύρος του μποξ κατ’ ουσία είναι μια στρατηγική και αλληλοδρασιακή αντιπαράθεση, δεν αρκεί μόνο ο έλεγχος των βασικών χτυπημάτων (κροσέ, ντιρέκτ, άπερκατ, χουκ) και των κινήσεων (παραπλάνηση και απόκρουση, πίβοτ, μπλοκ, και λοιπά) και το να μάθεις να έχεις το πάνω χέρι στο ρινγκ. Ένας πυγμάχος οφείλει ν’ αναπτύξει την ικανότητα να συνδυάζει και να εντάσσει όλα αυτά τα στοιχεία εκ νέου κατά τη διάρκεια κάθε γύρου, προκειμένου να λύνει τα πρακτικά αινίγματα που τίθενται από το ρεπερτόριο των σωματικών, τεχνικών και στρατηγικών χειρισμών του αντιπάλου.
Όπως και στο ρινγκ, έτσι και στη ζωή λοιπόν…
Να μπορείς να στέκεσαι απέναντι σ’ έναν άνθρωπο, που σε χτυπάει και κάνει ό,τι μπορεί για να σε βλάψει, κι όμως, να γνωρίζεις πως δεν μπορεί ούτε να σ’ αγγίξει, ακόμη κι αν είσαι ούτε μισό μέτρο μακριά του: Αυτό είναι τέχνη, να μπορείς να κάνεις ακριβώς αυτό. Να μπορείς να έχεις το ρυθμό σου στο δικό σου Εγώ, παρά τα πισώπλατα χτυπήματα.
Το μποξ είναι, για να δανειστώ την ορολογία του Goffman, «ο τόπος που βρίσκεται η δράση»: ένα σύμπαν στο οποίο η πλέον ασήμαντη συμπεριφορά είναι «μοιραία», δηλαδή δυνάμει προβληματική και με σημαντικές συνέπειες για τα άτομα που εμπλέκονται σ’ αυτό. Μπαίνοντας σ’ ένα επάγγελμα που εξαρτάται από «την ηθελημένη ανάληψη σοβαρών ρίσκων», οι πυγμάχοι αποφασιστικά ευθυγραμμίζουν τη δομή και το πλαίσιο ολόκληρης της ύπαρξής τους —τη χρονική της ροή, το γνωστικό και συναισθηματικό της προφίλ, το ψυχολογικό και κοινωνικό της πλέγμα— με τρόπους που τους τοποθετούν σε μια μοναδική θέση, προκειμένου να επιβεβαιώσουν τη βούλησή τους. Και αυτό διότι, με το ρίσκο έρχεται και η πιθανότητα του ελέγχου, με τον πόνο και τη θυσία έρχεται η πιθανότητα της ηθικής ανύψωσης και της δημόσιας αναγνώρισης, και με την πειθαρχία και τη δέσμευση έρχεται το υπαρξιακό όφελος της προσωπικής ανανέωσης και της υπέρβασης. Μέσα από το λειτούργημα του μποξ, η φιλοδοξία των πυγμάχων είναι να επαναπροσδιορίσουν τους εαυτούς τους και τον κόσμο γύρω τους.
Όπως στο ρινγκ έτσι και στη ζωή…
Το να μπορείς να δώσεις μια μπουνιά έτσι όπως την έχεις απεικονίσει στο μυαλό σου, πώς θα το κάνεις, ξέρεις… αυτό είναι τέχνη. Η σωστή χρονική στιγμή, η σωστή ταχύτητα, τα πάντα. Είναι ένα διαβολεμένο συναίσθημα που βιώνεις, μετά από πολύ προπόνηση, να χτυπάς κάποιον με μια τόσο τέλεια μπουνιά. Και είναι πολλοί εκείνοι που το θέλουν το ξύλο τους. Κυριολεκτικά.
Δεν υπάρχει, ωστόσο, ένα σημείο από το οποίο και μετά να πεις ότι είσαι έτοιμος/η και «το να μάθεις να πυγμαχείς δεν είναι μια εύκολη πορεία», παρατηρεί ο προπονητής μου. Δεν έχει ο καθένας το σθένος να μπει στο ρινγκ, και πολύ περισσότερο τα «κότσια» να αποσυρθεί σ’ ένα γυμναστήριο για χρόνια και να αντέξει την επίπονη πειθαρχία του νου και του σώματος που αυτή απαιτεί. Η γνήσια δέσμευση και αγάπη για το παιχνίδι είναι απαραίτητα για να διατηρηθεί ένας πυγμάχος στο χρόνο.
Όπως στο ρινγκ έτσι και στη ζωή άλλωστε…
Οι άνθρωποι έχουν μάθει να κερδίζουν τρόπαια —πατώντας επί πτωμάτων ως επί το πλείστον—και μετά να τα στοιβάζουν στα ράφια τους. Έτσι είναι. Ό,τι αποκτάς, πιάνει τόπο και μνήμη έως ότου γίνει ανάμνηση. Λίγοι είναι εκείνοι που νιώθουν ότι είναι συνεχώς μέσα στο «ρινγκ» που λέγεται Ζωή, επιδεικνύοντας τον πρέποντα σεβασμό σε ό,τι έχουν κατακτήσει.
Έτσι λοιπόν, σε αντίθεση με τον ισχυρισμό του Gerald Early ότι το μποξ είναι «χωρίς νόημα», υποστηρίζω ότι μπορούμε να κατανοήσουμε σε μεγάλο βαθμό το φαινομενικά για πολλούς ανόητο επάγγελμα της πυγμαχίας, υπό τον όρο να σταματήσουμε να κοιτάμε «απ’ έξω προς τα μέσα» όπως ο αποστασιοποιημένος παρατηρητής —και να αποφύγουμε την ηθικοπλαστική οπτική που συχνά απορρέει όταν εξετάζουμε από τα πάνω ένα χαμηλό επάγγελμα— για να μπορέσουμε να αντιληφθούμε από πρώτο χέρι τον ιστό και τη δομή της ζωής των μποξέρ, διεισδύοντας στη ζωή τους και στα φαινομενικά ασήμαντα απρόοπτα (contingencies), στα υπολογισμένα ρίσκα και στις μεγάλες ψευδαισθήσεις, στις οποίες υπόκεινται οι ίδιοι οι πυγμάχοι. Το πάθος που σπρώχνει τους πυγμάχους στο επάγγελμά τους δεν έχει να κάνει με την ευδαιμονία και τη γαλήνη, τον «απόλυτο πλούτο συναισθήματος» (ο ορισμός της αγάπης του Hegel) που απελπισμένα λαχταρούν. Αντίθετα, είναι ένα πάθος εμποτισμένο όχι μόνο με αμφιθυμία, ανησυχία, ενίοτε και μνησικακία, αλλά και με τη βαθιά απωθημένη και ενσωματωμένη γνώση της σκοτεινής πλευράς της πυγμαχίας, με αυτό που ένας πυγμάχος του Σικάγο αποκαλούσε, σε μια στιγμή φροϋδικής έμπνευσης, «βαρβαρότητα» του αθλήματος (barbaricness): την «καθημερινή εξόντωση» και «ταλαιπωρία» που υφίστανται προετοιμαζόμενοι για τον αγώνα, την καθημερινή σωματική «κατάχρηση», το φόβο για την μπουνιά εκείνη που θα «σε κάνει να μοιάζεις με τον Frankestein για όλη σου τη ζωή», την ανηλεή εκμετάλλευση που φέρνει στο νου αναλογίες με τη σκλαβιά και την πορνεία («οι πυγμάχοι είναι πόρνες και οι μάνατζερ νταβατζήδες, έτσι το βλέπω εγώ») που απειλεί να μετατρέψει το σώμα σε ένα «κομμάτι κρέας» και, τέλος, το δεσποτικό έλεγχο που ασκούν στην κατανομή των υλικών απολαβών.
Όπως στο ρινγκ έτσι και στη ζωή άλλωστε…
Αν λυπάμαι για κάτι, είναι που έβαλα για πρώτη φορά τα γάντια του μποξ αργά. Τώρα δεν μπορώ να σου πω, μεγάλε (μεμψιμοιρώντας), λυπάμαι που έβαλα τα γάντια, αλλά αν δεν τα έβαζα ποτέ, δεν θα είχα αυτή την ανίκητη επιθυμία για μποξ: βλέπεις, είναι δύσκολο να την ξεφορτωθείς.
Στο τέλος, δεν υπάρχει έξοδος από το γεγονός ότι, είτε νικήσει είτε ηττηθεί, ο μποξέρ αφήνει κομμάτια από την ψυχή και τη σάρκα του στο ρινγκ. Κάθε αγώνας, κάθε γύρος, κάθε μπουνιά συμβάλλουν ποικιλοτρόπως στην απεικόνιση ενός αγάλματος που επιχειρεί να το σφυρηλατήσει με πηλό από πόνο, αίμα και ιδρώτα. Σ’ ένα πολύ βαθύ επίπεδο, το μποξ τρομοκρατεί ακόμα και τους πυγμάχους και τους προπονητές παραβιάζοντας την αίσθηση της ανθρωπιάς τους, αν και μαθαίνουν να μην το αισθάνονται και να μην το δείχνουν ούτε στους εαυτούς τους, κάτι που αποτελεί ένα επιβεβλημένο προαπαιτούμενο της ταυτότητάς του.
– Τέρμα η θεωρία. Μπες στο ρινγκ μαζί μου.
– Πώς;
– Όπως και στη ζωή, έτσι και στο ρινγκ υπάρχουν κανόνες επιβίωσης.
– Έχουμε προπόνηση.
Κανόνας 1ος: Αποδέξου τους φόβους σου
Κανείς δεν γνωρίζει καλύτερα την έννοια του φόβου, από έναν πυγμάχο. «Ο φόβος δεν είναι κακό πράγμα. Όσο εύκολα μπορεί να σε καταστρέψει, τόσο δυναμικά μπορεί να σε κινητοποιήσει», λέει ο πρώην πρωταθλητής βαρέων βαρών Michael Bentt. «Όταν βρεθείς σε ένα σημείο απ’ όπου δεν μπορείς να δραπετεύσεις, η μόνη λύση είναι να κοιτάξεις τους φόβους σου κατάματα και να τους νικήσεις. Η κατανόηση του φόβου και η δράση, τουλάχιστον, θα σε βοηθήσουν να ισορροπήσεις τη θέση σου απέναντι στον αντίπαλο».
Κανόνας 2ος: Φρόντισε να έχεις δίπλα σου έξυπνους ανθρώπους
Ο σωστός προπονητής μπορεί να μεταμορφώσει έναν αξιόμαχο μποξέρ σε κάτοχο του παγκόσμιου τίτλου. Και κατά τη διάρκεια της δεκάχρονης καριέρας του, ο Bentt φρόντιζε να έχει πάντα τους καλύτερους προπονητές, σαν τον George Benton και τον Sugar Ray Leonard. «Το κλειδί είναι να συμβουλεύεσαι και να μαθαίνεις από ανθρώπους που έχουν αποδείξει την ανωτερότητά τους σε επίπεδο σκέψης και πράξης. Για να γίνεις καλός δάσκαλος, πρέπει να έχεις υπάρξει υπάκουος μαθητής», λέει ο Bentt.
Κανόνας 3ος: Αντιμετώπιζε κάθε μεγάλη μέρα σαν μια κανονική μέρα, και το αντίστροφο
Το έπος του Rocky είναι ένα παραμύθι που έγινε ταινία, όχι η πραγματική ζωή στα ρινγκ. Κανένας μποξέρ δεν προετοιμάζεται για έναν και μόνο σημαντικό αγώνα. «Η συστηματική προετοιμασία και η διαρκής επαγρύπνηση διατηρούν τον εαυτό σου ετοιμοπόλεμο ανά πάσα στιγμή. Είτε πρέπει να ανέβεις στο ρινγκ για να παλέψεις για τον τίτλο είτε έχεις να κάνεις μια σημαντική παρουσίαση στη δουλειά, συμπεριφέρσου όπως κάθε άλλη μέρα. Το αν θα πετύχεις εξαρτάται από τη δουλειά που έχεις ρίξει όλες τις προηγούμενες μέρες», λέει ο πυγμάχος μεσαίων βαρών Danny O’Connor.
Κανόνας 4ος: Έλεγξε τη δύναμή σου
Η πυγμαχία (Boxing) αυξάνει στον ασκούμενο τη φυσική κατάσταση και την αυτοπεποίθησή του και ενδυναμώνει την αυτοσυγκέντρωση για την επίτευξη των στόχων του. Γι’ αυτό και η φιλοσοφία στο άθλημα αυτό δεν ήταν ποτέ συνδεδεμένη με την επίθεση και τα βαριά χτυπήματα, αφού «ου γαρ το παίειν και το ετρωσκεσθαι ανδρείαν ενόμιζαν», δηλαδή «ο ξυλοδαρμός και ο τραυματισμός δεν θεωρούνται γνωρίσματα της ανδρείας», αντίθετα απαιτεί απόλυτη αυτοσυγκέντρωση, οξυδέρκεια και μεγάλη στρατηγική ικανότητα. Τα χτυπήματα με τα χέρια ενός πυγμάχου δεν συναγωνίζονται με τα χτυπήματα καμιάς πολεμικής τέχνης, καθώς είναι τα γρηγορότερα, με τη μεγαλύτερη δύναμη και έκρηξη. Οι αθλητές υψηλού επίπεδου των περισσότερων μαχητικών σπορ αφιερώνουν μεγάλο μέρος των προπονήσεων στη βελτίωση της πυγμαχίας τους, για να επιτύχουν την ακρίβεια, την ισορροπία, το ρυθμό και τα αντανακλαστικά που μόνο αυτό το άθλημα προσφέρει σε μέγιστο βαθμό.
Κανόνας 5ος: Μην προδίδεις τον εαυτό σου
Σε κάθε αγώνα θα υποστείς σφοδρές επιθέσεις, θα λαβωθείς. Κάποιες στιγμές, θα παρακαλάς να τελειώσει ο εφιάλτης μία ώρα αρχύτερα. Από τα πιο διαδεδομένα λάθη που κάνουν οι πυγμάχοι είναι στην τροχιά που δίνουν στο χτύπημά τους. Με κίνητρο την ανυπομονησία τους να χτυπήσουν γρήγορα, δυνατά, παίρνουν φόρα, με το χέρι να ξεκινάει την τροχιά του πίσω από το σώμα του αθλητή που το εκτελεί, πολύ ανοιχτά ή ακόμα και με κίνηση από κάτω προς τα πάνω. Ο πυγμάχος θα πρέπει να πειθαρχήσει σε μια πιο μικρή τροχιά από τα πρώτα του βήματα, ξεκινώντας το χτύπημα από το ύψος του προσώπου. Για την Heather Hardy, αυτό ακριβώς είναι το σημείο που την έχει ανακηρύξει πολλές φορές νικήτρια, ενώ όλοι την είχαν τελειωμένη. Το μυστικό της; Συναγερμός σε κάθε κύτταρο του σώματος και του μυαλού, στοχεύοντας σε μια αντεπίθεση υπέρ βωμών και εστιών. «Πολλές φορές θυμάμαι τον εαυτό μου να είναι μέσα στα αίματα, να σφαδάζω από πόνους στα πλευρά, να παραπατάω στα σκοινιά, έτοιμη να αφεθώ στη μοίρα μου. Κι όμως, εκείνη τη στιγμή, κάτι μου απαγορεύει να προδώσω τον εαυτό μου», λέει η Hardy. Η επιβίωση —στο ρινγκ ή στο γραφείο— απαιτεί ψυχική δύναμη και διαρκή επαγρύπνηση. Αυτά τα δύο εφόδια διώχνουν το φόβο και οδηγούν σταδιακά στη νίκη.
Κανόνας 6ος: Μετάτρεψε τον υψηλό ανταγωνισμό σε κίνητρο
Κάποιοι μποξέρ αδειάζουν το κεφάλι τους από κάθε σκέψη πριν από έναν κρίσιμο αγώνα. Ο πρωταθλητής μεσαίων βαρών Chris Algieri κάνει ακριβώς το αντίθετο. «Οραματίζομαι τον αντίπαλο, τη γωνιά μου στο ρινγκ, τα εκατομμύρια κόσμου που θα παρακολουθεί, σχεδόν νιώθω και τις γροθιές που δίνω ή τρώω. Αν όλα αυτά δεν σου δίνουν τα σωστά κίνητρα για να παλέψεις με επιτυχία, τότε είσαι σε λάθος επάγγελμα», λέει.
Κανόνας 7ος: Να είσαι πάντα ένα βήμα μπροστά από τον αντίπαλο
Η πυγμαχία δεν είναι τόσο σωματικό, όσο διανοητικό παιχνίδι. «Αν χάσεις την ψυχραιμία σου, χάνεις και το ματς», λέει ο Zain Ali Shah, πρωταθλητής στην κατηγορία μεσαίων βαρών. «Πρέπει να είσαι πάντα μία κίνηση μπροστά, να προβλέπεις, να υπολογίζεις, να ελέγχεις τα συναισθήματά σου και να απεγκλωβίζεσαι από την πίεση. Ο δυσκολότερος αγώνας είναι εκείνος που τον έχεις χάσει πολύ πριν μπεις στο ρινγκ».
Κανόνας 8ος: Κάνε κάθε ήττα καύσιμο για την επόμενη νίκη
Από όλους τους πυγμάχους που πέρασαν στην Ιστορία ως πρωταθλητές, κανείς δεν είχε φύγει εντελώς αλώβητος από τα ρινγκ στη διάρκεια της καριέρας του. «Στην προπόνηση, ένα βασικό μάθημα πάνω στο οποίο εκπαιδεύεται ένας μποξέρ, είναι η διαχείριση μιας ήττας», λέει ο O’Connor. «Αν δεν έχεις κάνει σημαντικά λάθη, αν δεν έχεις απογοητεύσει τον εαυτό σου, αν δεν άφησες το στρες να σε καταβάλει, τότε μια ήττα είναι κάτι που μπορεί να σε πεισμώσει περισσότερο. Το επόμενο βήμα είναι να ξαναμπείς όσο το δυνατόν γρηγορότερα στο ρινγκ για έναν επόμενο αγώνα, ώστε να σου φύγει αυτή η άσχημη γεύση της ήττας από το στόμα».
Κανόνας 9ος: Πρέπει πάντα να ξέρεις για ποιο λόγο πολεμάς
«Το να χτυπάς έναν άγνωστο στο πρόσωπο μέχρι να μείνει λιπόθυμος μπροστά σε εκατομμύρια μάτια, δεν είναι κάτι απλό – ούτε καν φυσιολογικό, έστω κι αν μιλάμε για σπορ», λέει ο Shah. Αλλά το ίδιο και χειρότερο ισχύει και για κάθε μάχη που δίνει ένας άνθρωπος στην επαγγελματική καθημερινότητά του: εκεί έξω είναι η αληθινή ζούγκλα! Πολεμάς για να νικήσεις, να αμυνθείς ή να κατακτήσεις. Και όσο προπονείσαι εντατικά γι’ αυτόν το σκοπό, την ώρα της μάχης θα είσαι έτοιμος να πολεμήσεις για τα ιδανικά ή τα συμφέροντά σου. Μπορεί να νικήσεις. Μπορεί και να χάσεις μια μάχη. Ίσως και να λαβωθείς βαριά. Αλλά γι’ αυτόν το λόγο αξίζει να ζεις.
Κανόνας 10ος: Έχε πίστη
Δείξε τον πρέποντα σεβασμό στον αντίπαλό σου. Όπως και στο ρινγκ, έτσι και στη Ζωή η αθέμιτη νίκη δεν είναι άξιας σεβασμού. Είναι βασικό ότι η σύγκρουση του πυγμάχου λαμβάνει χώρα απέναντι σ’ ένα κοινό, αφού μόνο αυτό μπορεί να βεβαιώσει την αξία των πυγμάχων με την παρουσία του και τη συλλογική του αντίδραση. Το να σε βλέπει το κοινό, να είσαι το κέντρο της προσοχής, να αναγγέλλεται το όνομά σου, να αναγνωρίζεσαι, να μιλάνε για σένα, είτε με δέος είτε με περιφρόνηση, αποσπώντας «τις φωνές και την εκτίμηση του πλήθους» είναι ένας πολύ αξιοδοτημένος στόχος και μια διάχυτη ικανοποίηση αυτή καθ’ αυτή. Ο Bernard εύκολα υποστηρίζει ότι έκανε μποξ «για τη δόξα, μεγάλε, για το φαίνεσθαι, τους προβολείς. Για ένα πράμα: τους προβολείς. Ήμουν στο κέντρο του ρινγκ και τραβούσε η τηλεόραση, ξέρεις. Δεν μπορεί ο καθένας να ’ναι στην τηλεόραση, ενώ εγώ;». Η καθημερινή γλώσσα των πυγμάχων αυτό το αναγνωρίζει στην αντινομία που εγκαθιδρύει ανάμεσα στους «ονομαστούς πυγμάχους» και τους ανώνυμους «αντιπάλους», τους «bums» (οι τεμπέληδες, οι χασομέρηδες, οι ασήμαντοι), τους αποκαλούμενους «χωρίς όνομα», οι οποίοι αποτελούν τα σώματα προς εκτέλεση για εκείνους που αναζητούν σπόνσορες και «μπορούν να προχωρήσουν».
Όπως στο ρινγκ έτσι και στη ζωή…
Στο τέλος, κερδίσεις ή χάσεις, ξέρεις ότι όλα τέλειωσαν και θα τσουγκρίσεις τα χέρια και θα συγχαρείς τον τύπο με τον οποίο πυγμάχησες. Αυτό είναι το μεγαλύτερο, το μεγαλύτερο συναίσθημα… Ή μήπως και το ανάποδο; Οι πυγμάχοι συγκρίνουν αυτό το συναίσθημα με το «να φυλάς τα νώτα σου» (takin’ a safe off your back).
Θα τα πούμε στο ρινγκ. Focus locked in.