Κείμενο: Δημήτρης Σούκουλης
Συγγραφέας
Επιμέλεια: Στέλλα Πυρένη
Φιλόλογος
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια κατσαριδούλα. Δεν την έλεγαν Τερέζα. Δεν ήταν διάσημη και δεν είχε παίξει σε διαφημίσεις. Δεν ήταν σταρ της τηλεόρασης και δεν είχε δει ποτέ φωτογραφίες της σε εφημερίδες και περιοδικά.
Η ιστορία έχει ήδη ξεκινήσει κι έχεις πάει ένα βήμα μπροστά. Δεν είναι λίγο. Τα χέρια που σε κρατούν στη Γη, λύνονται. Πήρες την απόφαση και μπήκες στο ταξίδι.
Ήταν κακομούτσουνη κι οι άλλες κατσαρίδες, αλλά και τα υπόλοιπα πλάσματα που φιλοξενούνταν στο ίδιο κομμάτι του σωλήνα της οικιακής αποχέτευσης, την φώναζαν «αλογομούρα». Είχε μακρύ πρόσωπο με τραβηχτό πηγούνι που την έκανε να γράφει μακριές σκιές στις γωνίες και προπορευόταν από εκείνη, σκιάζοντας τα κουνουπάκια του κρασιού και τις μύγες των βόθρων, τα οποία απομακρύνονταν με φρίκη βουίζοντας. Άλλοτε άκουγε να της το ψιθυρίζουν πίσω από την πλάτη και ένιωθε το περίπαιγμα ως ανατριχίλα. Άλλοτε της το ‘λεγαν κατάφατσα, πράγμα που της δημιουργούσε μια έκφραση πόνου και απελπισίας, χειρότερη ίσως από εκείνη εντομοκτόνου. Λοιπόν, αυτή η κατσαριδούλα είχε φτερά. Κι, όπως όλες οι κατσαρίδες με φτερά, μάλλον ήταν από την Αμερική. Λένε, χωρίς όμως να έχει πιστοποιηθεί επιστημονικά, ότι οι αμερικανίδες είναι ασχημούτσικες και άγαρμπες και έχουν βαρύ σκελετό που τις κάνει να συγγενεύουν με την οικογενειακή κατηγορία των φορτηγατζήδων. Δεν ξέρει πώς ακριβώς, και μετά από ποιες περιπέτειες κατέληξε η ίδια και το σόι της στην Αθήνα. Κι η ίδια δεν γνώριζε αγγλικά, αλλά μασούσε με την προβοσκίδα της κάνοντας ρυτίδες, όπως σωλήνας ηλεκτρικής σκούπας, τα βασικά ελληνικά και λίγα ρώσικα, από τα συστατικά που διάβαζε της ρώσικης σαλάτας, την οποία λάτρευε. Και στις δυο γλώσσες δεν γνώριζε πάνω από χίλιες λέξεις όλες κι όλες.
Λοιπόν η Mary, όποτε έβγαινε από τον υπόνομο αργά τα βράδια και σύχναζε πίσω από το περίπτερο της Διονυσίου Αρεοπαγίτου, κάτω από το ψυγείο με τα αναψυκτικά, έπιανε κουβέντα με έναν γρύλο που είχε ένα πόδι και μισό δοξάρι.
Η ιστορία τσουλάει σε λέξεις που ‘χουν ρόδες κι έχει πάει δυο βήματα μπροστά κι εσύ βρίσκεσαι δυο μέτρα πάνω από το έδαφος, δυο εκατοστά πάνω από το πιο ψηλό κυπαρίσσι αυτού του κόσμου.
Η φιλία τους γεννήθηκε έναν πολύ βροχερό Σεπτέμβρη, όταν ο γρύλος σε έναν γάμο δύο γκέι μυρμηγκιών που τον είχαν καλέσει να παίξει μπασαβιόλα, γλίστρησε από τη στενή σκαλωσιά που είχαν στήσει με δυο ακρίδες για την μπάντα, και πέφτοντας χτύπησε στο ένα πλευρό του στη μαντεμένια εσχάρα του υπονόμου. Κανείς δεν πήρε χαμπάρι πως ο γρύλος είχε πέσει από το πρόχειρα στημένο πάλκο, καθώς όλα τα έντομα, περασμένα μεσάνυχτα, είχαν μεθύσει και μισά από αυτά κοιμόντουσαν κατάχαμα βγάζοντας σάλια από το ανοιχτό τους στόμα. Εξάλλου, η μπασαβιόλα που κάλυπτε τον ήχο που έβγαζαν τα βιολιά τους την έδινε στα νεύρα και τα ενοχλούσε. Τώρα που δεν ακουγόταν πια ήταν για τα περισσότερα μια ευχάριστη ανακούφιση και σε δυο λεπτά τους είχε πάρει ένας ύπνος βαθύς κι έβλεπαν το τρίτο πια όνειρο. Κι όλα αυτά γίνονταν επάνω στην επιφάνεια του κόσμου. Αλλά, όπως κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι υπάρχει ζωή σε άλλους πλανήτες, έτσι δεν μπορεί να αρνηθεί και ότι κάτω από τη γη υπάρχει άλλος κόσμος. Στους υπονόμους και στους βόθρους, στα υπόγεια νερά της βροχής, στις στρώσεις χώμα ανάμεσα στις ρίζες, ζουν οργανισμοί που έχουν αναπτύξει άλλες συνήθειες και άλλες κουλτούρες. Στα σκοτάδια τα βλέπουν τελικά πιο φωτεινά από εμάς που μας καίει ο ήλιος.
Η ιστορία έχει ήδη πάει τέσσερα βήματα πιο πέρα κι εσύ αγγίζεις τη σελήνη. Αναπνέεις τώρα με την ίδια σου την εκπνοή. Με τα μπουκώματα αέρα που είχες τόσο καιρό στη γη μαζέψει μέσα σου, ενώ δεν το γνώριζες. Καις καύσιμα από όνειρα. Τα όνειρα είναι τριάντα τοις εκατό αέρας για να ‘ναι ελαφριά και να σηκώνονται ψηλά.
Κάτω στα υπόγεια, λοιπόν, της Αθήνας, μισολιπόθυμο τον μάζεψε η κατσαριδούλα, η οποία -κοίτα τώρα πώς συμβαίνουν τα θαύματα- είχε πάρει μόλις το δίπλωμα της Ερυθροσταυρίτισσας. Και η σύμπτωση δεν τελειώνει φυσικά εδώ. Συνεχίζεται ακόμα παραπέρα και ακόμα πιο πέρα από το παραπέρα και ξετυλίγεται σε χιλιόμετρα. Δεδομένου ότι η κατσαριδούλα είχε κλειστεί στον εαυτό της από τις επιλογές των άλλων και είχε γίνει κάπως αντικοινωνική και «απροσάρμοστη», το ‘χε ρίξει στη μελέτη για να τρώει τις ελεύθερες ώρες της στον υπόνομο. Είχε δείξει, λοιπόν, ιδιαίτερο ζήλο στα σεμινάρια παθολογίας και ανατομίας και είχε μάθει όλες τις φόρμουλες και τις ιατρικές τεχνικές για να λύνει και να δένει σκελετούς από όλα τα έντομα και τα θηλαστικά. Κάνοντας καθημερινά πρακτική εξάσκηση σε μια γριά μέλισσα που τα είχε χαμένα από Αλτσχάιμερ και δεν αντιστεκόταν ιδιαίτερα στα παρακαλετά της να κάθεται ακίνητη να την επιδέσει για να περνάει τις εξεταστικές, είχε γίνει μία εξπέρ τραυματιολόγος. Τελικά κατάφερε να πάρει το δίπλωμά της με έπαινο και ο πρόεδρος του Ερυθρού Σταυρού της είχε αποδώσει ως βραβείο καλής θέλησης το κιτ της καλής Ερυθροσταυρίτισσας: μια καρφίτσα τσίγκινη, μια κάτασπρη στολή, ένα ζευγάρι γόβες με χαμηλά τετράγωνα τακούνια κι ένα ζευγάρι στρογγυλά αυτοκόλλητα με τον κόκκινο σταυρό, τα οποία, κατά τη διάρκεια της τελετής, ο Πρόεδρος του Ερυθρού Σταυρού της τα κόλλησε στα φτερά κι η κατσαριδούλα έμοιαζε σαν στούκας. Βγήκε περιχαρής με μάτια που έλαμπαν κρατώντας στα χέρια το κιτ των πρώτων βοηθειών το οποίο περιείχε οξυζενέ, ιώδιο, καμφορά για εντριβές, επιδέσμους, γάζες αποστειρωμένες, λογιών – λογιών πενικιλίνες και αντίδοτα για εντομοκτόνα, καθώς τα έντομα παθαίνουν συχνά – πυκνά διάφορα ατυχήματα από δαύτα.
Βγαίνοντας, λοιπόν, σε ένα υπόγειο ξέφωτο του υπονόμου, σε μία διασταύρωση που ενώνονται τα λύματα, έχοντας πιασμένα τα χέρια της με τα δώρα που της είχαν απονεμηθεί και στο στόμα της μία κούτα από μελωμένους λουκουμάδες για να την πάει δώρο στη μέλισσα που την είχε βοηθήσει, πήρε μία γλίστρα σε κάτι τηγανόλαδα που μόλις είχαν ξεχυθεί από μία ταβέρνα στην Πλάκα. Τέτοια ώρα οι υπόνομοι είναι καθαροί γιατί όλοι έχουν κάνει τις ανάγκες τους κι έχουν από ώρα τραβήξει καζανάκια και πώματα από τους νεροχύτες, αλλά η εν λόγω ταβέρνα εκτάκτως είχε μείνει ανοιχτή μέχρι αργά, καθώς η πτήση του γκρουπ των Γιαπωνέζων από το Τόκιο είχε καθυστερήσει να έρθει και εκείνη ακριβώς τη στιγμή είχαν αρχίσει τα σερβιρίσματα και η κουζίνα είχε πάρει φωτιά. Τα χυμένα λίπη την έκαναν να χάσει ισορροπία και πατινάροντας με τα δυο πισινά πόδια, φορτωμένη με όλα τα πράγματα, έπεσε πάνω στον γρύλο.
Δεν το έχεις πάρει καν χαμπάρι διαβάζοντας αυτές τις γραμμές, αλλά τα βήματα έχουν γίνει χίλια. Χίλια είναι μαγική λέξη και την αγαπούν ιδιαίτερα οι παραμυθάδες. Πια δεν γυρίζεις πίσω. Μόνο μπροστά κοίτα, για να μην χάσεις βαρύτητα και ισορροπία.
Το φως της δημοτικής λάμπας άστραφτε πάνω στα μάτια της και στα φτερά της. Του περιποιήθηκε τα τραύματα και στο κομμένο πόδι του έβαλε μια προθήκη από οδοντογλυφίδα από καναπεδάκια που είχε παρασύρει το σιφόνι μαζί με λίγδες, σαπούνια και ψίχουλα. Έτσι, λοιπόν, γεννήθηκε μια φιλία πολύ στενή. Τόσο στενή για την κατσαριδούλα που στις πολυλογίες της του είχε εκμυστηρευτεί τους φόβους της κι ένα όνειρο: να μπορούσε, λέει, να γυρίσει όλον τον κόσμο γιατροπορεύοντας όλα τα έντομα που βρίσκονται εγκλωβισμένα σε εμπόλεμες χώρες στον πλανήτη. Κανείς μέχρι τώρα δεν είχε σκεφτεί να βοηθήσει τους άμαχους πληθυσμούς από κατσαρίδες και άλλα ζωύφια που κατά τύχη είχαν βρεθεί στα μέτωπα των πολεμικών συρράξεων. Ο γρύλος ξετρελάθηκε με την ιδέα και φώναζε συνεχώς «γιούπι!, γιούπι!», γράφοντας κύκλους σαν διαβήτης γύρω από την κατσαριδούλα με την ξύλινη προθήκη που του είχε κατασκευάσει. Βέβαια το όνειρο θα έπρεπε να περιμένει και η πραγματοποίησή του να μετακινηθεί σε χρόνο μέλλοντα και απροσδιόριστο, πρώτον γιατί δεν υπήρχαν τα απαραίτητα κεφάλαια και δεύτερον, γιατί τα δυο αλογάκια της Παναγίας που εκδήλωσαν κάποια προθυμία να κάνουν τους οδηγούς του αυτοσχέδιου ασθενοφόρου από κουτί προφυλακτικών ζητούσαν κανονικό μισθό κατά τα προβλεπόμενα του κλάδου τους συν τα εκτός έδρας. Στο άκουσμα των απαιτήσεων, του γρύλου του έφυγε η προθήκη και σωριάστηκε στα πλακάκια, ενώ της κατσαρίδας χαλάρωσε τόσο η προβοσκίδα της που έμοιαζε ελέφαντα και έκανε τη μούρη της πιο αλογομούρα από ποτέ.
Δέκα χιλιάδες βήματα. Κοιτάς τον ήλιο. Μπροστά σου ο Ερμής, πίσω η Γη. Δεν ανήκεις εδώ. Πάντα το ήξερες. Ξεκολλούν φλούδες από πάνω σου, όλα όσα σε πίκραναν και σε καθήλωναν. Τελευταία μανούβρα.
Έτσι, λοιπόν, αυτό το παράξενο ζευγάρι φίλων έστηναν ένα τελάρο στις γωνίες των υπονόμων, τακτοποιούσαν με σειρά πάνω του τα ιατρικά σύνεργα της κατσαριδούλας, φορούσαν τα λευκά καπελάκια τους και περίμεναν να τους πλησιάσει οποιοδήποτε έντομο είχε ανάγκη από γιατροπόρεμα: κάποιον σπασμένο ώμο ή δύσπνοια από ατμούς εντομοκτόνου. Κανένα, όμως, έντομο δεν τα πλησίαζε ούτε για θωρακική ακρόαση ούτε καν από περιέργεια για μια καλημέρα. Η κατσαριδούλα, μέρα με τη μέρα μαράζωνε και κατηγορούσε την ιδιαιτερότητά της για την αποτυχία της. Ήξερε βαθιά μέσα της πως ό,τι κι αν είχε κάνει στη ζωή, ακόμα και τα αριστεία και οι σπουδές της, ήταν για να γίνει αποδεκτή από τους άλλους. Όπως κάποιος ακριβώς για να γίνει θελκτικός στολίζεται, παρφουμαρίζεται και πηγαίνει στο γυμναστήριο.
– «Ίσως αν ήμασταν όμορφοι», πέταξε σε μια στιγμή η κατσαριδούλα, «να ήταν όλα πιο απλά. Ο κόσμος να μας πλησίαζε και να μας εμπιστευόταν. Ίσως να μην είχαμε καν την ανάγκη να ασχοληθούμε ούτε με τη μουσική εσύ ούτε εγώ να κάνω τον αποτυχημένο σωτήρα του κόσμου. Να μην ήμουν η αλογομούρα ούτε εσύ ο κουτσός γρύλος». Κι αμέσως μάζεψε τις λέξεις και την προβοσκίδα της σαν να είπε κάτι που δεν έπρεπε.
– «Κι όμως εμείς είμαστε σε αυτή την πανοτυπία του κόσμου κάτι το ξεχωριστό. Οι ατέλειές μας είναι οι προσωπικές μας ιστορίες. Δεν μπορούν να τις αγαπήσουν όλοι. Κι η ατέλεια είναι σαν τον κάλο, έχει παρελθόν και ρίζα. Η εκτομή προϋποθέτει έμπειρο χειρουργικό χέρι. Είμαι γεμάτος ατέλειες, εγώ. Άλλες που φαίνονται, να το κουτσό μου πόδι παραδείγματος χάρη, κι άλλες που είναι κρυμμένες από τα ρούχα μου και είναι έκθετες μόνο όταν είμαι γυμνός. Αυτές με δυσκολία τις φανερώνω και δεν τις βλέπουν όλοι».
– «Αν ήμασταν όμως διαφορετικοί, όπως οι Πολλοί, όπως το πλήθος που περνάει μπροστά μας… Οι άνθρωποι αγαπούν αυτό που τους μοιάζει. Νοιώθουν οικειότητα μαζί του και σιγουριά, ακόμα κι αν είναι διαφορετικό. Τους καθησυχάζει όμως. Τουλάχιστον στην αρχή. Κι η αρχή στις σχέσεις μας είναι σημαντική. Άσχετα βέβαια πως θα εξελιχθεί αργότερα. Το ξεκίνημα έχει ήδη γίνει. Να, τώρα κοίτα αυτούς τους δύο χρυσαφένιους μπούμπουρες πώς μοιάζουν μεταξύ τους. Σχεδόν φωτοτυπία. Ακόμα και το ίδιο κούρεμα κάνουν. Κάποιος περαστικός θα μπορούσε να πει πως είναι δίδυμοι.»
Εκατό χιλιάδες βήματα. Ένα σάλτο για το εκατομμυριοστό. Έγινες όνειρο. Μη δειλιάζεις. Σου ανήκει το άπειρο.
Ο γρύλος γύρισε το κεφάλι και είδε τους μπούμπουρες να περπατάνε χέρι – χέρι από μπροστά του. Ήσαν όμοιοι, όπως δύο σταγόνες νερό. Δεν εντυπωσιάστηκε ιδιαίτερα και συνέχισε λέγοντας: «Μοιάζουν. Έχεις δίκιο. Αλλά πιο πολύ μοιάζει η προσωπική τους ιστορία. Παρατήρησε, όμως, κάπως καλύτερα πώς περπατούν με καμάρι και σιγουριά. Πόσο στημένα στέκονται στο πλήθος σαν να πρόκειται κάποιος να τους βγάλει φωτογραφία με το καλλίγραμμο φροντισμένο σώμα, τους τετράγωνους ώμους, τις προσεγμένα περασμένες από μηχανή φαβορίτες. Σίγουρα αφιερώνουν χρόνο σε αυτό που δείχνουν στους άλλους. Θαρρείς είναι τόσο σίγουροι για τον εαυτό τους, που κάλλιστα ο ένας θα μπορούσε να ζήσει χωριστά από τον άλλον. Εγώ κι εσύ, όμως, είμαστε διαφορετικοί στον κόσμο. Ερχόμαστε από αλλού κι είναι άλλες οι ανάγκες μας.»
– «Πόσο διαφορετικοί μπορεί να είμαστε εμείς; Για ποιο λόγο το λες; Και γιατί δεν είναι διαφορετικοί οι άλλοι σε σχέση με εμάς; Ίσως γιατί είμαστε λίγοι;», ρώτησε η αλογομούρα κατσαριδούλα χαλαρώνοντας ακόμα περισσότερο την προβοσκίδα της.
– «Είναι γιατί εμείς γεννηθήκαμε πολεμιστές σε αντιξοότητες. Γιατί εμείς, με διαφορά από τους υπόλοιπους, είχαμε αφετηρία πιο πίσω από τους άλλους. Ξεκινήσαμε πιο αργά και στο επιτραπέζιο παιχνίδι μας έκλεψαν γύρους. Το ξεκίνημα δεν ήταν επί ίσοις όροις. Κι ο κανόνας του παιχνιδιού προέβλεπε πως αν στην πορεία πολεμήσεις, αν αντισταθείς, αν φέρεις εξάρες, θα έχεις επιπτώσεις, κάποια τραύματα, κάποιες γρατζουνιές. Οι άλλοι παίχτες δεν είναι διατεθειμένοι να σε αφήσουν να περάσεις μπροστά. Κι είναι οι αμυχές οι αναμνήσεις μας. Η προσωπική μας ιστορία. Ο προσωπικός μας αγώνας. Οι ήττες μας σε μάχες που τώρα φαίνεται να κερδίζουμε έδαφος σε κάθε απειλή και πόλεμο.
Οι «κακοτεχνίες» στο σώμα μας, να ξέρεις, φέρνουν πάντα κάτι από το παρελθόν. Γράφονται όπως στους κορμούς των δέντρων χαράζεται ο ηλιακός χρόνος. Τα παραπανίσια κιλά, όταν πέρασες εκείνη τη δύσκολη στρεσογόνο κατάσταση του χωρισμού, μια ουλή από τραύμα απροσεξίας όταν για μήνες κακομεταχειριζόσουν τον εαυτό σου και ήσουν λιγότερο φροντιστικός, λιγότερο δοτικός και περισσότερο απαιτητικός. Τότε που έχασες τα μαλλιά σου, όταν η κατάθλιψη έπαιρνε το πάνω χέρι.
Έτσι, λοιπόν, εγώ θέλω οι άλλοι να αγαπήσουν τις ατέλειές μου, γιατί είναι οι προσωπικές μου ιστορίες. Για να με μάθουν να τις αγαπήσω κι εγώ κάπως περισσότερο απ’ όσο τις αγαπάω. Γιατί πια τις έχω αποδεχτεί. Κι έχω κάνει τα ελαττώματα προτερήματα. Κάτι το σπάνιο και κάτι το ξεχωριστό για κάποιον ξεχωριστό και σπάνιο.»
Και τώρα που αφέθηκες στο ταξίδι, μην ξαναγυρίσεις πίσω. Αν για κάποιο λόγο, βουτήξεις στη Γη ή σε εξαναγκαστική προσγείωση βρεθείς να πάρεις κάτι από χώμα, από χρώματα καθημερινά, ξαναδιάβασε το παραμύθι.
Αφιερώνεται στη Μαίρη Σακελλαρίου, με αφορμή μια συζήτησή μας τον περασμένο Αύγουστο. Ένα διήγημα άνευ επιστημονικής βιβλιογραφίας.