Ποίημα: Δημήτρης Σούκουλης
Συγγραφέας
Επιμέλεια: Στέλλα Πυρένη
Φιλόλογος
Να ‘ταν, έλεγε, να ερχόμουν σαν ήλιος τον χειμώνα,
την πρώτη μέρα της άνοιξης,
σαν τον υποσχόμενο καλοκαίρια φρέσκο αέρα του Απρίλη,
που τον έχουν ζηλέψει ποιητές
και τη δρόσο του μαζέψει σταλαγματιές ζωγράφοι.
Να ‘ταν, έλεγε, στο μέτωπο εγώ να σε φιλούσα,
στα μάγουλα να κατέβαινα χάδι,
σαν Άδωνις πιο χαμηλά,
να έπαιρνα κατήφορο
τον τεντωμένο σου λαιμό,
εκεί πάλι να σταθώ,
πιο απαλά κουρνιάζοντας,
πιο απαλά λυγίζοντας,
το ξάφνιασμα να λύσω
και γρίφους
και αινίγματα,
όπως τα φέρνει πάνω σου
η μεγάλη φλέβα απ’ την καρδιά,
κι από παλιά παιδεύουν.
Κι εκεί εγώ,
να κοινωνήσω.
Να ‘ταν, έλεγε, στο κορμί πάνω σου
να έπλεκα ένα παραμύθι της γιαγιάς,
στο στήθος σου σέρνοντας ακροδάχτυλα,
να έριχνα βέργες
και φράχτες από παλούκια,
στέκες για περαστικά πουλιά,
να έφτιαχνα σπίτια σε λόφους
με ελιές και όσπρια ποτιστικά κι αμπέλια ένα γύρω,
κι ένα γύρω άπειρο.
Εσύ στα χέρια μου ν’ ανθούσες
απ’ τη χαρά,
δεύτερη φορά,
εσύ δίφορο κυκλάμινο,
σε διψασμένο βάζο
στο τραπέζι.
Παναγιά μου,
πόσα γράμματα να έχει το αγαπώ,
και πόσους φθόγγους να μετρήσω
στα δάχτυλα,
έτσι παιδί αγράμματο,
έτσι παιδί μουγκό;