Κείμενο: Μαρία Μαθιουδάκη
Φοιτήτρια Ψυχολογίας
Επιμέλεια: Δήμητρα Κόκκαλη
Φιλόλογος
Συνήθως γράφω πρώτα πάνω σε χαρτί και όχι στην κενή σελίδα κάποιου κειμενογράφου.
Μου αρέσει η αίσθηση κρατήματος του μολυβιού, η μυρωδιά του χαρτιού, το χέρι μου που λερώνεται ακουμπώντας πάνω στα απομεινάρια του γραφίτη.
Μου αρέσει ακόμη να παρατηρώ τις «χορειακές κινήσεις» του μολυβιού, καθώς αφήνει τα αποτυπώματα του.
Περισσότερο όμως απολαμβάνω να βλέπω τις λέξεις.
Άλλοτε απλώνονται με θόρυβο πάνω στις γραμμές, σωριάζονται άτσαλα στη θέση που έχω επιλέξει για εκείνες και άλλοτε χτυπούν τη σελίδα απαλά, όπως το ψιλόβροχο τα τζάμια.
Κάποιες φορές πάλι βιάζονται, στριμώχνονται σε μια σειρά ∙ τόση είναι η λαχτάρα τους που τις ακούω σχεδόν να ασθμαίνουν προσπαθώντας να βρουν τη μεριά τους.
Ίσως κάποτε και να κατρακυλούν ή να σκαρφαλώνουν, σκοντάφτοντας απρόσεχτα πάνω στις σκέψεις και τα σημεία στίξης.
Πόσο βύθισμα μπορούν να αντέξουν άραγε;
Πόσες φορές δεν έχουν βουτήξει αναζητώντας τον πυθμένα του βυθού μου, θέλοντας να ξεθάψουν όσα μπορεί να έχουν καταφύγει σε κάποιο ημιφωτισμένο ντουλάπι του ασυνείδητου;
Μερικές φορές και εν όσο αναδύονται στην επιφάνεια, πέφτουν στο χαρτί ήρεμα, σχεδόν αθόρυβα και σκορπίζονται στις άδειες γραμμές με τρυφερότητα, και λάγνο βλέμμα και τότε καθόλου δε μοιάζουν με κάποιο βουητό που ταράζει τα νερά ενός ήρεμου ονείρου, αλλά με τον ψίθυρο του γλυκόπνοου αέρα.
Απολαυστικές είναι βέβαια και οι συνομιλίες τους, όταν μπερδεύονται μεταξύ τους, καθώς ετοιμάζονται να κάνουν χώρο στους συλλογισμούς μου ή και όταν σιωπούν τη στιγμή που η μύτη του μολυβιού κοντοστέκεται αμήχανα μη ξέροντας πώς να συνεχίσει…
Στο τέλος, βέβαια, ντύνονται με το μανδύα της απελευθέρωσης, που έραβαν τόση ώρα κρυφά, κάτω από τον κόρφο τους.
Τότε μόνο βλέπω τη σκιά τους να απομακρύνεται από μέσα μου.
Πλέον η σελίδα δεν είναι λευκή, είναι υπόλευκη και λεκιασμένη, πλέον δεν είναι στεγνή, αλλά νοτισμένη από τις σταγόνες που άφησαν τα σύννεφα μου στην προσπάθεια τους να «αδειάσουν».