Κείμενο: Μανώλης Νικόλτσιος
Δικηγόρος

Επιμέλεια: Χαρούλα Ξανθοπούλου
Φιλόλογος


Ιστορίες μιας σελίδας, Σελίδα 39

Πάλι γύρισα αργά απ’ τη δουλειά. Κάθισα στον παλιό μου καναπέ και έβαλα τα πόδια μου στην πλαστική λεκάνη που ‘χω για τα ποδόλουτρα.

Τα στραβά μου δάχτυλα πήγαν και κόλλησαν στον πάτο της, εκεί που γλιστερά έκατσε το σαπούνι που ‘ριξα.

Πάλι ξέχασα να τη γεμίσω νερό. Στέκομαι από πάνω της και κοιτάζω το σαπούνι να βγαίνει ανάμεσα από τα δάχτυλά μου έτσι που τα σφίγγω. Φτιάχνω σαπουνάδα με τα ούρα μου. Και πάλι, δεν σηκώθηκα, έτσι καθιστός το κάνω να συλλέγονται στην πλαστική λεκάνη.

Πάντα ξεχνούσα να τη γεμίσω, σε φώναζα και παρατούσες ό,τι έκανες και βαλνόσουν να φτύνεις με τις ώρες, τόσο που γέμιζε μέχρι απάνω˙ και μένα μ’ είχε πάρει ο ύπνος γιατί γυρνούσα αργά πάλι, πάντα.

Ένα βράδυ ξύπνησα, πάλι κοιμήθηκα με τα πόδια στη λεκάνη. Νόμιζα.

Κι εσύ δεν έφτυνες μέσα, κράταγες το σάλιο σου για με πλένεις με τη γλώσσα σου.