Κείμενο: Αναστασία Μιχαήλ
Φοιτήτρια, Φωτογράφος και Καλλιτέχνιδα

Επιμέλεια: Σοφία Ποιμενίδου
Φιλόλογος


Καλημέρα.

Είναι πρωί ακόμα, θα έπρεπε να ετοιμάζομαι για δουλειά. Το κάνω, εν μέρει.

Δεν έχω καταλάβει ακόμα γιατί δουλεύω. Δεν έχω ιδέα γιατί συνεχίζω να «ενδυναμώνω» αυτή τη λογική, αυτή τη μάστιγα που μας εξαναγκάζει να κάνουμε πράγματα γιατί πρέπει, επειδή αλλιώς δεν γίνεται. Πρέπει να δουλεύουμε όπου βρούμε, γιατί θα έπρεπε να λέμε και ευχαριστώ που βρήκαμε την όποια δουλειά καταφέραμε να βρούμε.

Δεν σου αρέσει; Δεν γουστάρεις; Λογικό είναι αυτό. Έτσι είναι οι δουλειές. Δεν γίνεται να είσαι χαρούμενος με τη δουλειά σου.  Πρέπει όπως και δήποτε να είσαι δυστυχισμένος με τη δουλειά που κάνεις και, κατ’ επέκταση, με τη ζωή σου ολόκληρη.

Δεν μπορώ να καταλάβω πως έχουμε φτάσει σαν κοινωνία η δυστυχία να είναι το πιο κανονικό αίσθημα που θα έπρεπε να νιώθεις. Δεν μπορώ καν να φανταστώ τι μας οδήγησε εκεί. Πως αποτύχαμε έτσι;

Ώρες, μέρες, βδομάδες, μήνες… όσο έκανα να γράψω αυτές τις τέσσερις λέξεις θα πάρει και να περάσουν. Δίνουμε τις ώρες μας, το χρόνο μας, τόσο αβίαστα, τόσο εύκολα που απορώ πως μπορούμε και δεν νιώθουμε ενοχές. Μας κλέβουν το χρόνο ή, καλύτερα, δωρίζουμε το χρόνο μας σε άτομα και καταστάσεις χωρίς καν να μας νοιάζει το αποτέλεσμα.

Πίνω λίγο καφέ, γράφοντας μπροστά από ένα χαζοκούτι με φως και γράμματα, και, περιέργως, ο χρόνος μου μοιάζει να έχει τόσο πολύ νόημα. Νιώθω τον χρόνο μου να μένει πάνω μου, να με μεγαλώνει ουσιαστικά, να μετατρέπεται σε μαγεία – ή έστω σε ζωή. Παρόλα αυτά, το να πίνουμε καφέ με λίγο μουσική, το να χαζολογάμε με φίλους, το να κάνουμε ήρεμες βόλτες, γίνονται τόσο δύσκολα κατά καιρούς. Γίνονται πολυτέλεια για λίγες κουρασμένες μέρες κενού χρόνου από τις «δουλειές». Πως μπορεί να επιτρέπουμε σε πράγματα που μας σκοτώνουν να μας κλέβουν τα μικρά διαμαντάκια που μας δίνουν αυτό το κάτι παραπάνω που μας κάνει να χαμογελάμε; Πόσο έχουμε αποτύχει που το επιτρέπουμε αυτό;

Υπομονή, υπομονή, υπομονή, όπου να’ναι τελειώνει το ωράριο. Δύο ώρες ακόμα, μία ώρα ακόμα.
– Φεύγω.
– Και τώρα;

Πόσος χρόνος μου μένει μέχρι να ξαναρχίσω να μετράω; Σχεδόν τελείωσε η μέρα. Λίγες, μου μένουν τόσο λίγες ώρες. Μας μένουν τόσο λίγες ώρες. Τι να πρωτοκάνει ένας άνθρωπος με όνειρα και ανάγκες σε τόσο λίγες ώρες κάθε μέρα; Γινόμαστε μια τεράστια αντίστροφη μέτρηση. Από το πρωί που πάμε στη δουλειά μετράμε για να αναπνεύσουμε, έπειτα μετράμε αντίστροφα το χρόνο που μας μένει να ζήσουμε, κάποιες άδειες μέρες μετράμε γιατί ξέρουμε ότι η αντίστροφη μέτρηση θα ξαναρχίσει και τελικά η μεγαλύτερη αντίστροφη μέτρηση από όλες μηδενίζει και συνειδητοποιούμε ότι δεν έχουμε κάνει τίποτα άλλο από το να μετράμε. Νούμερα, αναμονή, υπομονή και ξανά τα ίδια σε επανάληψη. Και το χειρότερο από όλα; Ότι το ανεχόμαστε. Το θεωρούμε λογικό.

Πόσο έχουμε αποτύχει που το θεωρούμε αυτό λογικό;

Δουλεύουμε για να ταξιδεύουμε, να κάνουμε τα όνειρά μας πραγματικότητα, να ζήσουμε. Τελικά όμως επειδή δουλεύουμε, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα από όλα αυτά γιατί δεν έχουμε χρόνο. Τι κάνεις τελευταία; Τίποτα μωρέ, τα ίδια, δουλειά, όπως τα ξέρεις. Πώς μπορεί να δεχόμαστε να δίνουμε αυτή την φράση ως απάντηση; Πώς μπορεί να αδικούμε τόσο πολύ τον εαυτό μας που το μόνο που να μπορούμε να πούμε για τη ζωή μας να είναι ότι δουλεύουμε; Και εντάξει, αν μας αρέσει η δουλειά μας – επιτρεπτό. Αν πάλι την κάνουμε «γιατί πρέπει» και αν μας δίναν την «επιλογή» θα τρέχαμε μακριά, τι δικαιολογία έχουμε;

Απογοήτευση. Θυμός.

Όχι. Δεν είναι λογικό. Δεν είναι λογικό το να κάνουμε πράγματα που μας αφήνουν χωρίς αναπνοή. Ο χρόνος μας είναι το πιο ακριβό πράγμα που έχουμε και θα έπρεπε να τον εκτιμάμε όσο τίποτα άλλο. Αν κάτι μας κλέβει τη ζωή, δεν αξίζει το χρόνο μας. Καταλαβαίνεις το πόσο λάθος κάνεις όταν κάνεις ένα διάλειμμα. Τότε βλέπεις την διαφορά στη ζωή σου, το ότι παραπάνω χάνεις παρά κερδίζεις. Θυμάσαι πως είναι να υπάρχεις, να αναπνέεις. Κάνε υπομονή, μέχρι να σπάσει η υπομονή σου. Όταν σπάσει, θα έχει σπάσει και ότι σε κρατάει. Δεν αξίζει να θυσιάζεις τα πάντα για το ένα πράγμα που σου προσφέρει λίγη σιγουριά. Και άραγε, έχεις καν αυτή τη σιγουριά για την οποία παλεύεις; Σου την δίνει άραγε; Ή σου κλέβει και αυτά τα λίγα σίγουρα και μικρά που σου χρειάζονται πραγματικά;

Δεν ξέρω, μάλλον δεν σου δίνει τίποτα ουσιαστικό. Μάλλον απλά αυτή η σάπια κοινωνία στην οποία ζούμε το έχει βαφτίσει όλο αυτό λογικό και δεν επιτρέπει να ξεφύγει κανείς από αυτό. Ευτυχώς υπάρχουν άτομα που δεν το αντέχουν, υπάρχουν άτομα που πολεμάνε για τη ζωή τους και δεν ανέχονται να την χάνουν για το τίποτα. Υπάρχουν αυτοί οι λίγοι που δεν μπορούν να συμμορφωθούν. Αυτοί που δεν δέχονται να τους πάρουν τις μικρές στιγμές – θησαυρούς – τους. Ευτυχώς υπάρχουν και αυτοί, αυτοί που αν τους ζήταγε κάποιος να διαλέξουν ανάμεσα στο κάτι και στο τίποτα θα διάλεγαν το τίποτα, γιατί ξέρουν ότι το «κάτι» δεν είναι για αυτούς. Για εκείνους είναι το κάτι «παραπάνω». Ελπίζω να γίνουν περισσότεροι αυτοί οι αχόρταγοι ζωντανοί άνθρωποι μπας και κάνουνε το παράλογο επιθυμητό. Αν και τώρα που το σκέφτομαι, όπως είπαμε, το παράλογο είναι ήδη το λογικό στην κοινωνία μας. Πιστεύω ότι ο κόσμος χωράει λίγο τρέλα ακόμα. Ας γεμίσουμε τρέλα και τρελούς που δεν δέχονται να συμμορφωθούν. Ας γεμίσουμε νέους ανθρώπους, ας γεμίσουμε ασφαλείς ανθρώπους που δεν βασίζουν την ασφάλεια τους σε μια «καλή» δουλειά της κακιάς ώρας. Ας γεμίσουμε τολμηρούς ανθρώπους που δεν φοβούνται να φύγουν από πράγματα που τους πάνε πίσω. Που έχουν την τόλμη να δουν το τι πρέπει να διώξουν. Ας γεμίσουμε ανθρώπους που δεν φοβούνται. Αυτοί πάνε τον κόσμο μπροστά. Αυτοί οι τρελοί. Αυτοί οι λίγοι.

Σας αφήνω τώρα. Άργησα για την δουλειά μου. Πάω να προσποιηθώ ότι μου ταιριάζει. Πάω να το παίξω χαρούμενη και να κελαηδήσω στο κλουβί μου. Πάω να κάνω ότι ζω. Πάω να προσποιηθώ ότι υπάρχω. Πάω να κάνω υπομονή μέχρι να σπάσει η υπομονή μου.

Καλημέρα.

Όχι, δεν ζω.