Άρθρο: Αλεξάνδρα Δεδικούση
Ψυχολόγος
Απόψε θα σε χτυπήσω. Γιατί με προκάλεσες και φούντωσα. Γιατί δεν μπορώ πια να το ελέγξω. Απόψε θα σε χτυπήσω με τα λόγια. Θα σε πω άχρηστη, θα σου πω ότι κανείς δεν θα σε ανεχτεί εκεί έξω, ότι είσαι τυχερή που δεν σε διώχνω, θα σου πω να σκάσεις, πουτάνα, αχάριστη, θα σου πω ότι εύχομαι να μην σε είχα γνωρίσει.
Απόψε θα σε γεμίσω μώλωπες. Στην ψυχή, καλά αμπαλαρισμένους μέσα σε ολόχρυσα περιτυλίγματα. Θα σου πω ότι είσαι ο τελειότερος άνθρωπος που έχω γνωρίσει, ότι για να σε αγαπώ πρέπει πάση θυσία να παραμείνεις τέλειος και αλάνθαστος στα μάτια μου, αγνός, τέλειος μαθητής, χωρίς κοινωνική και ερωτική ζωή, αιώνιος εραστής της συντροφικά ανέραστης μητέρας σου, αιώνια θυσία στο βωμό των ταυτοτήτων μου, που με τον ερχομό σου αποφάσισα να κάψω.
Απόψε θα σε κάνω να ματώσεις. Θα προσπαθήσω να κάνω το αίμα να τρέξει στο πρόσωπό σου, θα κάνω τα πάντα η σωματική μας επαφή να σε ανοίξει στα δύο, να βλέπω τα μάτια σου έντρομα να με κοιτούν, να μεθώ από τη δίνη την ανεξέλεγκτη της δύναμής μου. Γιατί δεν μπορώ να το ελέγξω άλλο, θέλω να φύγεις, θέλω να φύγω, θέλω να ελευθερωθώ και ο μόνος τρόπος που σκέφτομαι ότι υπάρχει για αυτό είναι να σε σκοτώσω.
Απόψε θα γίνω και εγώ ένα γρανάζι στον κύκλο της βίας. Επιτέλους θα ανήκω κάπου, θα είμαι μέρος ενός όλου. Από το τίποτα και το λίγο είναι καλό, γιατί η μοναξιά και η ανελευθεριότητά μου και το βάρος των λανθασμένων επιλογών μου είναι ασήκωτα και, ακούς; Δεν αντέχω πια.
Απόψε θα κινηθώ στον τρελό χορό των χεριών μου που τρέμουν, της γλώσσας μου που σαν να μου φαίνεται διχαλωτή, της ψυχής μου που είναι τόσο πεινασμένη που έγινε μια χοάνη που καταπίνει άλλες ψυχές.
Απόψε, γλυκιά μου γυναίκα, γλυκέ μου γιε, γλυκιά μου μάνα, θα σε χτυπήσω.
Απόψε θα φύγω μακριά από κάθε όριο ανθρωπιάς μου, θα με αποδομήσω, θα με σκοτώσω, θα ξεσκίσω τις σάρκες μου και θα τραφώ από τις δικές σου.
Απόψε θα κάνει πάρτι ο φόβος και η οργή, θα σφιχταγκαλιαστούν και θα χορέψουν τον πύρινο χορό της καταστροφής, των στιγμών που δεν μπορείς να πάρεις ποτέ πίσω.
Απόψε, γλυκιά μου κόρη, γλυκέ μου φίλε, γλυκέ μου πατέρα, θα σου ξανασυστηθώ σαν μέρος μιας αντίδρασης που τρέχει σαν καλολαδωμένη μηχανή χρόνια τώρα και, γαμώτο, κουράστηκα να αντιστέκομαι και έγινα μέρος της, έγινα γρανάζι και συστατικό της.
Απόψε, μια νύχτα σαν όλες τις άλλες, κανείς δεν κατάλαβε ότι χάθηκα, σκότωσα εμένα και κανείς δεν άκουσε ότι σκότωσα εσένα. Κάνεις μας δεν θα είναι ποτέ ξανά ο ίδιος και στο τέλος της μάχης ή θα είμαστε νεκροί ή γεμάτοι σημάδια και ουλές.
Από αύριο, οι καθρέφτες θα είναι το πρώτο μου και αιώνιο δικαστήριο, το πρώτο από τα πολλά που είναι να αντιμετωπίσω. Θα βλέπω μέσα τους το κενό μου, τα μάτια μου να λάμπουν από μίσος, το αίμα το ξεραμένο κάτω από τα νύχια μου, θα βλέπω τις πληγές μου να αιμορραγούν.
Από αύριο θα χάσω το μυαλό μου, θα γίνω ένας τρελός, θα επαναλαμβάνω κούφιες φράσεις, θα γελώ κλαίγοντας, θα μπήγω τα νύχια μου που είναι γεμάτα με το αίμα σου βαθιά στις παλάμες μου και με το φρέσκο αίμα θα ζωγραφίζω κύκλους στο πάτωμα, φυλακές βίας και θα μπαίνω καταμεσής θρηνώντας για εκείνη τη νύχτα, εκείνη την απόφαση, εκείνη τη μικρή στιγμή που άφησα το φρένο, για εκείνη τη μικρή, μικρούλα στιγμή που άλλαξε τα πάντα.