Κείμενο: Νεκταρία Τσοπανέλη
Φοιτήτρια Ψυχολογίας
Επιμέλεια: Στέλλα Πυρένη
Φιλόλογος
– «Τι θα κάνεις απόψε, αγάπη μου;», με ρώτησε η μητέρα μου στο τηλέφωνο, «μόνη σου θα είσαι;»
– «Ναι, μαμά», της απάντησα. «Ο Ιάσωνας κοιμάται νωρίς και το παιδί το ίδιο. Αφού το ξέρεις πως μου αρέσει να μένω μόνη.»
– «Ξέρω, ξέρω, αγάπη μου γλυκιά, είσαι μια μοναχική κάμπια.»
(γελώντας και οι δύο)
– «Θα γίνω πεταλούδα! Μην ανησυχείς.»
– «Μην αργείς, παιδί μου, μην αργείς!»
Γελάσαμε κι οι δύο. Έκλεισε το τηλέφωνο με ένα αντίο κι ένα σ’ αγαπώ.
Τα βράδια κάθομαι μέχρι αργά μόνη ξύπνια στο σπίτι όταν οι άλλοι κοιμούνται. Ούτε νυστάζω ούτε που προσπαθώ να κοιμηθώ παρά την επιμονή του Ιάσωνα. Απολαμβάνω τη νύχτα και την ησυχία της σαν να ζω στο σκοτάδι της πιο αληθινά. Τον χειμώνα μάλιστα απλώνω τα ρούχα μέσα στο σπίτι κι έχει υγρασία πολλή, τόση που τρέχει αυτές τις ώρες η μύτη μου σαν να περπατάω δίπλα στο παγωμένο κύμα που σκάει και το αναπνέω όλο μέσα μου. Κρατάω ανοιχτό το φως μιας λάμπας στο γραφείο και διαβάζω, τακτοποιώ τα χαρτιά μου, μιλάω στο τηλέφωνο, λέω τα νέα μου και νέα ας μην έχω, βλέπω ταινίες κι άλλοτε σιωπώ από τα πάντα, ηρεμώ και σκέφτομαι ή και προσεύχομαι.
Απόψε, αφού έκλεισα το τηλέφωνο, κατέβηκα με μια μαύρη σακούλα στο δρόμο να πετάξω στον κάδο τα σκουπίδια. Πάντα τα αφήνω για το βράδυ τα σκουπίδια. Όταν η πόλη κοιμάται μου αρέσει να αναπνέω τον αέρα της. Νιώθω να φτάνει βαθιά μέσα στα πνευμόνια μου κρύος και να με θρέφει με ζωή καθαρή. Ανέβηκα κουκουλωμένη τη μάλλινη μπεζ εσάρπα μου σαν καμένη ζάχαρη και στην είσοδο μύρισα τη λεμονιά μου. Η λεμονιά μου φέρνει καρπούς όλο τον χρόνο. Την προσέχω να μην τη βρει ευάλωτη ο χιονιάς κι αυτή δεν με προδίδει ποτέ. Το άρωμα του λεμονιού μου θυμίζει πως δεν είμαι μόνη μου, το ταυτίζω με την απεραντοσύνη του κόσμου. Η καταγωγή της είναι από τη μακρινή Ινδία. Και η ευωδιά της με παρηγορεί πως υπάρχουν τόσα μέρη ορατά κι αόρατα που μπορεί να φιλοξενούν ανθρώπινες ψυχές, αγάπες κι ομορφιές. (Δεν είμαι μόνη στον συννεφιασμένο κόσμο.)
Λεμονιά είχα και στην είσοδο του βιβλιοπωλείου όπου δούλευα όσο ζούσα στην πόλη. Μάλιστα εκείνο το συννεφιασμένο πρωινό, που την είχα φέρει μαζί μου και περήφανη έψαχνα το μέρος της για να την ακουμπήσω ώστε να φαίνεται από κάθε σημείο του καταστήματος, ήταν που γνώρισα και τον Μάνο. Ανέμελη και ανέγνοιαστη, κρατούσα τη λεμονιά στα χέρια μου και μια την τοποθετούσα στο γραφείο, μια σε ένα ράφι, ώσπου τέλος την άφησα στην είσοδο. Στο βιβλιοπωλείο εκείνο το πρωί τα αρώματα είχαν δημιουργήσει ένα συνονθύλευμα που διέγειρε τις αισθήσεις μου όλες. Το άρωμα από ζεστό καφέ φρεσκοψημένο, η μυρωδιά του λεμονιού που θυμίζει άνοιξη και η ζεστή μυρωδιά του βιβλίου, που αφήνει άλλοτε πικρή κι άλλοτε ξινή επίγευση, με είχαν συνεπάρει. Νόμιζα πως ο κόσμος όλος είχε εγκλωβιστεί στο μικρό βιβλιοπωλείο μου, το λεγόμενο «Έαρ». Απολάμβανα τόσο εκείνη τη δουλειά με τα πενιχρά έσοδα. Με ξεκούραζαν ακόμα και οι πιο περίεργοι πελάτες. Μου αρκούσε που ήταν ανήσυχοι, ανήσυχοι κι αυτοί σαν κι εμένα. (Δεν ήμουν μόνη στο συννεφιασμένο κόσμο.)
Όταν η πόρτα άνοιξε και το μικρό καμπανάκι χτύπησε, γύρισα αυτόματα να χαιρετήσω τον πρώτο μου πελάτη της μέρας. Τότε, αντίκρισα για πρώτη φορά έναν άνδρα που λες πως τον είχα δει το προηγούμενο βράδυ ή είχα ζήσει μαζί του κάποτε σε άλλη πολιτεία ή σε άλλη ζωή. Αντίκρισα τον άνδρα που αμέσως αναγνώρισα ως πολύ ξεχωριστό μου, τον Μάνο. Στεκόταν δίπλα στη λεμονιά, μελαχρινός με μάτια μαύρα, χαμογελαστά, σχιστά στις άκρες τους και χέρια μεγάλα που μπορούσαν να κρατήσουν τον κόσμο όλο πάνω τους. Αυτή είναι η πρώτη μου εντύπωση από τον Μάνο. Τίποτε άλλο δε θυμάμαι από ό,τι είχε πάνω του ή φορούσε. Το βλέμμα του ήταν τόσο καθηλωτικά γνώριμο, λες κι εκείνος με γνώριζε από πάντα, από τότε που δημιουργήθηκε ο κόσμος. Ήταν σοβαρός και λιγομίλητος. Στεκόταν πίσω από τον πάγκο και κι έψαχνε ένα θεατρικό έργο του Πιραντέλο και ταυτόχρονα κάτι βιβλία αστροφυσικής. Μου φάνηκαν τόσο ασυμβίβαστες μεταξύ τους αυτές οι ανησυχίες. Αυτή ήταν η πρώτη αποκάλυψη για το είναι του. (Δεν ήμουν μόνη στο συννεφιασμένο κόσμο.)
Ήρθε και το επόμενο πρωί και το επόμενο απ’ το επόμενο. Εγώ αποβραδίς ανυπομονούσα να ακούσω το καμπανάκι της πόρτας του μαγαζιού, ελπίζοντας κάθε φορά πως θα είναι εκείνος. Κάτι πάνω του με μαγνήτιζε, ίσως η διακριτική του αύρα ή εκείνη η πεποίθηση που φέρει ο άνθρωπος ο ακέραιος ή η φωνή του η στέρεη και τα χέρια του τα πλατιά. Απολάμβανε την παρέα μου, τα λόγια μου, τις σιωπές μας κι εγώ εκείνον και μαζί τη διαφορετικότητά μας, την τόσο γοητευτική. Ο ένας άνοιγε παράθυρο για μια νέα οπτική του κόσμου στον άλλον. Τόσο καθαρός και διαυγής μπροστά μου και τόσο μυστηριώδης ταυτόχρονα. Μου αποκάλυπτε τον εαυτό του, μα πάντα ένιωθα πως κάτι κρατούσε μακριά μου. Η δίψα του για ζωή και αλήθεια με έκανε αχόρταγη στο να τον ανακαλύπτω κι εκείνον και την αλήθεια της ζωής. Αγόραζε βιβλία και μετά μου τα δώριζε. Έτσι εξερευνούσαμε ο ένας τον άλλον, έχοντας αναφορά μας τα βιβλία.
Για μέρες τον έχασα. Ανησύχησα πως κάτι έπαθε ή πως με ξέχασε. Με πείραξε που φάνηκε ασυνεπής στο άτυπο ραντεβού μας, μετά υποβάθμισα το γεγονός και τη γνωριμία την ίδια για να μη με απασχολεί και συνέχισα την καθημερινότητά μου με μια ανησυχία άδηλη. Ήταν πολύ νωρίς για να μου πάρουν το γλυκό μες απ’ τα χέρια. Όμως το μαρτύριό μου έληξε σύντομα. Ο εγωισμός μου και η άρνησή μου να παραδεχτώ την αγωνία μου με κατέβαλλε και με συρρίκνωνε. Ένα πρωί, που έβρεχε κι ήταν σαν παρατεταμένη νύχτα, λίγες μέρες μετά αφού αποφάσισα σαν πληγωμένη έφηβη να τον ξεχάσω σαν να μην υπήρξε ποτέ, τον βρήκα στην πόρτα να με περιμένει με ένα κόκκινο κυκλάμινο στο χέρι. Με την ομπρέλα που κρατούσε στο άλλο του χέρι με προστάτευσε από τη βροχή και μου χαμογέλασε. Από τότε δεν σκέφτηκα ποτέ να του κάνω παράπονο για το ένα ή το άλλο. Δεν χωρούσαν γκρίνιες ή απαιτήσεις οι ώρες μας στο μαζί. Δεν στάθηκε ποτέ έκτοτε ασυνεπής σε τίποτα. Κι εγώ έμαθα για μια ακόμα φορά πως πρέπει να μετριάζω την αγωνία μου. Μα ακόμα, αλήθεια, δεν κατέληξα αν αυτή η αγωνία είναι που δίνει αξία και νόημα στα πράγματα ή η ησυχία της ζωής μας.
Το λουλούδι ήταν για το παράθυρο δίπλα από το γραφείο μου. Από εκείνο το παράθυρο έβλεπα τον συννεφιασμένο σχεδόν όλο το χειμώνα ουρανό που τόσο μου έλειπε. Το κυκλάμινό του στο περβάζι μες την αχρωμία και μονοτονία των ξύλινων βιβλιοθηκών μαρτυρούσε ζωή πιο αληθινή από ό,τι όλα τα βιβλία, τα τόσο έμψυχα στα μάτια μου, δεν κατάφερναν να αποκαλύψουν στις σελίδες τους. Το κόκκινο κυκλάμινο έγινε η συντροφιά μου τις ώρες που περνούσα μόνη στο γραφείο κάνοντας παραγγελίες. Είχε γίνει ο κρίκος που με ένωνε με τον συννεφιασμένο ουρανό και με τον Μάνο, όταν εκείνος δεν ήταν εδώ. (Δεν ήμουν μόνη στον συννεφιασμένο κόσμο.)
Ο χρόνος περνούσε με ιλιγγιώδη ταχύτητα κι εμείς τρέχαμε μαζί του σαν μπίλιες σε γυαλισμένο μάρμαρο. Η ζωή μας στο νησί ήταν περιορισμένη αλλά πανέμορφη. Ο χειμώνας εκείνος ξεθύμανε αργά κι άρχισαν οι μαζώξεις στις αυλές μας τέλη του Μάρτη. Ένα απόγευμα μας είχαν καλεσμένους γείτονές μου σε ένα τραπέζι για την υποδοχή της καλοκαιρίας. Πήγαμε μαζί με τον Μάνο με μια μικρή λεμονιά σε γλάστρα για ευχαριστία κι απολαύσαμε μαζί τους γέλια, τις χαρές τους, τις συζητήσεις μας για τους ανέμους, το Πάσχα που περιμέναμε, τα πλοία που ερχόντουσαν, το κρασί και τον ήλιο. Αργά το απόγευμα κουρασμένοι γυρίσαμε στο σπίτι. Ξάπλωσα αμέσως, ήσυχη χωρίς να μιλάω. Εκείνος ήρθε και με βρήκε απορημένος για την απομόνωσή μου. Πρόφερε το όνομά μου «Έλενα» ήσυχα και απόλυτα, αν μπορεί ποτέ να κανείς να πει κάτι τέτοιο, αν μπορεί να αντιληφθεί πως κάποιος τον προσφωνεί με προσοχή σαν κάτι ιερό, αν του έχει τύχει να ακούσει το όνομά του να ηχεί διαφορετικά στον χώρο, μοναδικά, κάθε φορά μοναδικά. Κάθισε δίπλα μου και άρχισε να με χαϊδεύει στα μαλλιά, τα χέρια, το λαιμό. Εγώ παραδόθηκα στο άγγιγμα του, ενώ εκείνος ξάπλωσε δίπλα μου και συνέχισε να με αγγίζει απαλά. Τότε πρόφερε με απόλυτη βεβαιότητα αυτό που εγώ ποτέ μου δεν κατόρθωσα με βεβαιότητα να πω, ένα βαθύ, ακέραιο «Σ’ αγαπάω». Με αυτό το «σ’ αγαπάω» ο χειμαρρώδης έρωτάς μας ήρθε και αποκρυσταλλώθηκε σε μία λέξη για πάντα. «Έλενα, σ’ αγαπάω». (Μες τη συννεφιά του κόσμου δεν ήμουν μόνη μου.)
Οι μήνες περνούσαν και τα χρόνια μαζί τους κι, ενώ η κόλαση είναι πάντα οι άλλοι, ο Μάνος είχε γίνει για μένα η παρατεταμένη ευτυχία μου, ο αιώνιος παράδεισός μου. Όμως αυτός ο παράδεισος είχε ημερομηνία λήξης, ήταν αναλώσιμος, ένας κοινός θνητός κι ο Μάνος, όπως βίαια και απροσδόκητα εμφανίστηκε και μπήκε στη ζωή μου, έτσι και απρόοπτα, πρόωρα και άνοστα χάθηκε από αυτήν. Αυτή την ποτέ απόλυτη σιγουριά μου δεν την άντεχα, με βάραινε. Και την ευτυχία άλλωστε αν δεν την έχεις συνηθίσει, δεν την αντέχεις για πολύ. Εγώ φοβόμουν τον εαυτό μου, το λίγο μου. Για εκείνον ήμουν βέβαιη κι αυτό ήταν που με ταπείνωνε τόσο. Εμένα πάντα κάτι μου ξέφευγε από το αίσθημά μου και κυρίως ένα θάρρος να αφεθώ.Τα παράτησα όλα κι έφυγα ένα βράδυ με το τελευταίο πλοίο. Από τον παντοτινό φόβο μου μήπως εγκαταλειφθώ, έφυγα πρώτη σαν κυνηγημένη. Δεν του εξήγησα τίποτα. Ποτέ τίποτα. Του άφησα μόνο ένα σημείωμα «Έφυγα κιόλας. Θα σε αγαπώ κι από μακριά». Δεν του εξήγησα γιατί ένιωθα πως ήξερε ήδη, δεν χρειαζόταν λέξεις και απολογίες, αυτές θα τον πλήγωναν περισσότερο, ίσως θα τον υποτιμούσαν. Κι έτσι έφυγα στην απόλυτη σιωπή και στο σκοτάδι της νύχτας. Δεν αποχαιρέτησα κανέναν, δεν έκλεισα εκκρεμότητες. Εξαφανίστηκα σχεδόν πρόστυχα.
Στάθηκα δειλή μπροστά στον έρωτά μου. Είμαι ακόμα θυμωμένη μαζί μου για εκείνη την απολογία που μου στέρησα. Ακόμα και τώρα που σου γράφω και στο χαρτί μου πάνω είναι μουδιασμένο το χέρι μου. Για όλα εκείνα τα περασμένα σου γράφω και το χέρι μου τρέχει, το μελάνι κυλάει σαν ρυάκι πριν καν το αφήσω εγώ πάνω στο λευκό χαρτί. Τα γράμματά μου είναι λοξά, σχεδόν πλαγιασμένα, σχεδόν ονειροπολούν, ελαφριά προεξέχουν πάνω και κάτω από τις γραμμές, τολμούν ακόμα και ταξιδεύουν. Μα τώρα όσο φτάνω κοντά στην απολογία μου, αλλάζει η μορφή τους, γίνονται στρόγγυλα, με ίσα διαστήματα ανάμεσά τους, στητά, βαλμένα σε τάξη αρμονική. Κανονικά απολογητική και η γραφή μου, δύσκαμπτη.
Ο Μάνος δεν με αναζήτησε ποτέ έκτοτε. Σεβάστηκε την ελευθερία μου να χαθώ, ήρεμα και ταπεινά. Πολύ τον θαυμάζω γι’ αυτό. Ακόμα ανακαλύπτω πράγματα για τα οποίο θρέφω έρωτα και θαυμασμό μέσα μου για εκείνον. Όμως, δεν μετάνιωσα ποτέ που έφυγα μακριά του. Κρίνω δίκαια την ψυχή μου κι ας υπήρξε εκείνη άδικη μαζί μου. Πράττουμε αυτό που η βαθιά ψυχή μας επιτάσσει, προσπαθώ να πείσω τον εαυτό μου. Αυτό που τότε έκανα, αυτό και έπρεπε να γίνει, λέω και αναπαύομαι. Φεύγοντας μακριά του με το χρόνο όσο τον απελευθέρωνα από τη σκέψη μου τόσο τον αγαπούσα πιο πολύ. Έτσι έμαθα να αγαπάω κι εμένα την ίδια. Ξέρω πως αυτό θα του άρεζε πολύ αν το άκουγε. Όσο κι αν τον πλήγιασε αυτό που σίγουρα λόγιασε για προδοσία μου, είμαι βέβαιη πως δε θα με ήθελε κοντά του με επιφυλάξεις, ενδοιασμούς, φόβους και ανασφάλειες. Μόνο ελεύθερη με ήθελε είτε κοντά του είτε μακριά του. Γι’ αυτήν του τη μεγαλοψυχία τον νοσταλγώ ακόμα.
Ίσως πια να είναι ένας ξένος, μα εγώ τα βράδια που μένω ξύπνια ονειρεύομαι εκείνη τη διαδρομή πάνω στο πλοίο πριν φύγω. Κλείνω τα μάτια κι είμαι στην κουπαστή. Νομίζω πως θα απλώσω το χέρι μου και θα πιάσω τον ουρανό. Νομίζω πως θα σκύψει και θα ξαποστάσει πάνω μου ένας γλάρος. Νομίζω πως η θάλασσα όλη απλώνεται γυαλί για να την περπατήσω και να φτάσω πίσω στην ακτή του νησιού μου, που κάποτε εγκατέλειψα, κι εκεί στην άκρη της γραμμής της θα με περιμένει ένα μικρό χρυσόψαρο να μου πει πως του έλειψα. Τη συγχώρεσή του αποζητώ τα βράδια και τη συμφιλίωση με τον εαυτό μου ψάχνω. Ίσως τότε να καταφέρω να γίνω μια πεταλούδα, να βγω από το κουκούλι των ενοχών και της μελαγχολίας μου.
Φεύγοντας από το νησί στην πόλη δεν μίλησα ποτέ σε κανέναν από τους νέους φίλους μου για εκείνον. Μα τι να τους πω άλλωστε; Για ένα όραμα; Για ένα φάντασμα; Μοιάζει πια σαν αποκύημα της φαντασίας μου η ύπαρξή του στη ζωή μου. Έκτοτε ερωτεύτηκα ψυχές, σώματα, μυαλά, καρδιές. Αγάπησα ανθρώπους, έκανα φίλους, ακούμπησα το είναι μου πάνω τους. Διάλεξα έναν άνδρα για σύντροφό μου και έκανα ένα γιο. Θα ομολογούσα κάτι που διάβασα στον Άμλετ κι εκείνος πρώτος να παραδέχεται «έμαθα στην ψυχή μου να υποκρίνεται».
Μα τα βράδια γυρνάω πάντα σε εκείνον τον μελαχρινό αρρενωπό και ντροπαλό άντρα. Τα βράδια περιμένω πάντα εκείνον να φανεί. Να φανεί στο μισοσκόταδο ή στα όνειρά μου. Περιμένω πάντα να γυρίσει. Να ακούσω τη φωνή του, να μου πει «πρόσεχε, μη γελιέσαι, η ζωή είναι αλλού». Να κοιτάξω τα μάτια του, να μου χαμογελάσει με τα μάτια του και να ανοίξει τον κόσμο μπροστά μου. Να μυρίσω τη μυρωδιά του σώματός του και να απλωθεί μπροστά μου ένα δάσος υγρό που μυρίζει γη, βροχή, χώμα, να στάζουν οι δροσοσταλίδες από τα φύλλα των δέντρων και να ηρεμεί η πλάση. Να αγγίζω ξανά τα χέρια του. Να με ακουμπήσει και το δέρμα μου να ριγήσει σαν να περπατάει πεταλούδα στη ραχοκοκαλιά μου. Τα βράδια γυρνάω πάντα σε εκείνον και στον εαυτό που υπήρξα κοντά του και πολύ φοβήθηκα. Τα βράδια τρέχω σε εκείνους τους δύο νέους. (Κι κόσμος είναι ακόμα συννεφιασμένος μα εγώ δεν είμαι μόνη).