Κείμενο: Μανώλης Νικόλτσιος
Δικηγόρος
Επιμέλεια: Χαρούλα Ξανθοπούλου
Φιλόλογος
Ιστορίες μιας σελίδας, Σελίδα 41
Έδωσα στην κούκλα μου τo όνομά σου, σ’ αυτή που δεν έχει μάτια, που με το ψαλιδάκι για τα νύχια της είχα κουρέψει τα φυτεμένα της μαλλιά. Με τους αντίχειρές μου πίεσα τα κούφια της βυζιά και αυτά μπήκαν μέσα, σχηματίζοντας δύο λακκούβες.
Την έντυσα προσεκτικά, κι έτσι κομμένη όπως ήταν, την προσκάλεσα να πιούμε τσάι παρέα.
Δε ήθελε γάλα, κι έτσι δεν έφτυσα στο φλιτζάνι της. Φαντάστηκα θα το καταλάβαινε. Και έτσι απέναντί μου που την είχα, της μίλησα για εσένα, για εκείνη· για εμένα είπα τα πιο λίγα.
Όταν ήπιε όλο το τσάι της αρνήθηκε ευγενικά να της το γεμίσω πάλι. Αποχαιρετιστήκαμε.
Την γύρισα εκεί που την βρήκα. Στωικά την περίμεναν δύο κόρες, η μια χωρίς κεφάλι, εσχάτως, κι ένας σύζυγος με άσπρο βρακί και βλέμμα αμυγδαλωτού.
Θα έρθω αύριο την ίδια ώρα της είπα, μα δε σκοπεύω να ξαναπάω.