Κείμενο: Δήμητρα Παράσχου
Ψυχολόγος – Συνθετική Ψυχοθεραπεύτρια
Επιμέλεια: Γεωργιάνα Ψυχάλη
Φιλόλογος
Τί είμαι όταν δεν είμαι γεμάτος από αυτό που πραγματικά είμαι; Πώς περπατώ σε αυτή τη γη όταν μέσα μου δεν ακούω τον ήχο των οστών μου από κάθε στιγμή που με μετέφεραν μέσα στους αιώνες; Πώς να κοιτάξω τα μάτια των άλλων όταν τα δικά μου θολώνουν από τον ατμό του θυμού και το γυαλί του πόνου; Πόσο να αφήσω ελεύθερο το σκοινί που γεφυρώνει το χάσμα που πελέκησα εντός μου με τα ίδια μου τα δάκρυα; Τί να πρωτογράψω στην άμμο, σε πείσμα του κύματος που περιγελά τα όνειρά μου και τα σκορπά στη μαύρη άβυσσο;
Κάθομαι και σιωπώ μπροστά στη μαριονέτα. Χωρίς εμένα δεν κινείται, μα και με εμένα δεν είναι πάλι αληθινή. Δεν υπάρχει ο ίσκιος της πουθενά και όμως αυτό της το ανύπαρκτο με σαγηνεύει τόσο φρικτά που θέλω να γίνω ένα καθοδηγούμενο ξύλο με αστεία φτιασίδια. Να γελάω μόνο όταν κάποιος αποφασίσει να κινήσει την χαραμάδα των χειλιών μου για ένα του καπρίτσιο, μία διασκέδαση της στιγμής που ήρθε και πέρασε —ούτε ο χρόνος δεν την έζησε. Να αρθρώνω όσα ένας μικρός νους με διατάζει στη δική του γλώσσα για να κροταλίσει το ξύλο δυνατότερα. Χαρά μεγάλη να προσφέρω στο κοινό που μαζεύεται με περιέργεια γύρω μου. Εμένα να δει, τον δυσάρεστο ήχο μου να ακούσει. Να θαυμάσει το πόσο περίτεχνα αναμασώ τα ψέματά μου, λόγια που χάνονται σαν πουλιά δίχως σπίτι.
Πού είναι η ψυχή μου; Πού την άφησα και δεν χωρά στο σώμα μου το σκαλισμένο; Χωρίς καπέλο βγήκα στον ήλιο της ζωής και μου έκαψε το πρόσωπο από άκρη σ’ άκρη, χωρίς να νοιαστεί που ξεφλούδισε το λούστρο μου. Μα και γιατί να νοιαστεί αυτός για μένα όταν δεν τον χωράω στη ζωή μου σαν φίλο αλλά τον βλέπω σαν εχθρό που με τυραννά και αποκαλύπτει το ψέμα μου; Πόσο να μαζέψει ο ήλιος το μεγαλείο του επειδή εγώ δεν αντέχω να τον βλέπω και να τον απορροφώ για να γεννήσω και εγώ άλλους ήλιους στον γαλαξία του δικού μου σύμπαντος;
Κάποιος χτυπάει να βγει έξω από το δέρμα μου⸱ ό,τι έχει απομείνει από αυτό και δεν έχει κατακτηθεί από το ξύλο. Κάποιος που χορεύει στην βροχή της ελπίδας και κάνει τις λάσπες πηλό, να πλάσει θεμέλια να σταθεί ένας κόσμος που θέλει να αναπνεύσει μύρο και αιθέρα. Χτυπά και τον ακούω, αδιαφορώ μα δεν σταματά. Σαν κατάδικος, που ξέρει ότι είναι αθώος, παλεύει να σκάψει το λαγούμι της απελευθέρωσης με εργαλεία από οψιδιανό. Σκάβει και εξαγνίζει τις πληγές, επειδή αυτός ξέρει πως αυτή του η φυλακή δεν του πρέπει. Τον ακούω που δεν σταματά να αγωνίζεται, γελάει μέσα από τα δόντια του με την ακαμψία της μαριονέτας και κοιτά να βγει από το τούνελ κρατώντας πυρσούς αφοβίας να του φωτίζουν τον δρόμο.
Η μαριονέτα κροταλίζει τα δόντια της να σκεπάσει τον αχό της προσπάθειας του, παράταιρο τραγούδι μέσα σε κούφιες τρύπες και σπηλιές. Μα, το κροτάλισμα πια δεν συγκινεί κανέναν και όλοι στρέφουν να δουν τον φυλακισμένο να βγαίνει μέσα από το ξύλο. Κοιτούν… και ονειρεύονται απελευθέρωση… και περιμένουν.