Κείμενο: Ελπίδα Βεριτά
Ψυχολόγος

Επιμέλεια: Στέλλα Πυρένη
Φιλόλογος


Ποτέ δεν κατάλαβα πόσο σημαντική είναι η αγκαλιά, μέχρι που δεν μπορούσα να την έχω. Χρειαζόμαστε την ανθρώπινη επαφή από εκείνους που αγαπάμε, σχεδόν όσο χρειαζόμαστε αέρα για να αναπνεύσουμε. Και οι άνθρωποι που συνδέονταν με αυτή την αγκαλιά δεν μπορούν πια να μου την προσφέρουν. Έφυγαν, νομίζω αυτομάτως. Δεν θέλω να γυρίσουν. Μα, αν το κάνουν, να μου φέρουν πίσω τον εαυτό μου. Τον ψάχνω καιρό και δεν τον βρίσκω. Μάλλον έφυγε μαζί τους. Εκείνους δεν τους θέλω, μου πέρασαν, έτσι λέω στον καινούριο μου εαυτό. Και είναι κι αυτό που όταν τους συνδέσω με κάποιο τραγούδι στην πορεία, δεν μπορώ να τους ξεχάσω. Δεν μιλάω εγώ όμως. Πες το όπως το αντιλαμβάνεσαι, αλλά αυτό είναι που κάνει η οριακή διαταραχή. Με κάνει να φοβάμαι και έπειτα να πείθομαι ότι οι άνθρωποι που είναι τόσο πολύτιμοι για μένα θα με εγκαταλείψουν, απλά επειδή τα πράγματα δεν είναι όπως θα ήθελα να είναι είτε επειδή δεν αξίζω. Κι όμως, δεν είναι τόσο απλό. Με τρομάζουν οι άνθρωποι. Δεν είναι εύκολο να με καταλάβεις. Εγώ δεν μπορώ να με καταλάβω. Ανοίγω τον κατάλογο να πάρω κάποιον στην τύχη, με την ελπίδα να μιλήσω μέσα στη νύχτα, ψιθυρίζοντας: «Συγγνώμη που σε ξύπνησα, βοήθα με να βγάλω τον χειμώνα». Τελικά μένω άπραγη να σκέφτομαι ότι όλα όσα έχω στην πραγματικότητα είναι ο εαυτός μου και τίποτα στον κόσμο δεν μπορεί να με κάνει να αισθάνομαι περισσότερο μόνη από αυτό. Και με εξουθενώνει, σαν να αντιμετωπίζω κάποιες νύχτες μια πληγή που δεν μπορεί να επουλωθεί. Ζοφερές νύχτες.

Αναρωτήθηκα πόσο καιρό έχω να κοιμηθώ φυσιολογικά. Χωρίς να μένω ξύπνια μέσα στο σκοτάδι. Νόμιζα ότι είμαι καλή στην τέχνη του να αγνοώ συναισθήματα. Κι έτσι εμμένω να λέω στον εαυτό μου ότι δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα˙ μα αν δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα, τότε γιατί δεν μπορώ απλώς να το πω; Όταν ήμουν μικρή συνήθιζα να πιστεύω ότι τα τέρατα είναι ζωντανά πίσω από τη βιβλιοθήκη ή κάτω από το κρεβάτι του δωματίου μου. Μεγάλωσα. Και τα τέρατα δεν έπαψαν να υπάρχουν, απλά άλλαξαν μορφή και με βρίσκουν ακόμη τρομαγμένη στο σκοτάδι. Η καρδιά μου έχει παγώσει τόσο, που νιώθω ότι δεν μπορεί να σπάσει. Μα τα μάτια˙ τα μάτια ποτέ δεν καταφέρνουν να μένουν ήρεμα. Υπάρχει κάποιος λόγος που συχνά λέω ότι θα ήμουν καλύτερα μόνη. Όχι επειδή θα ήμουν χαρούμενη, αλλά επειδή όταν αγαπάω δένομαι. Δένομαι τόσο, που φοβάμαι ότι δεν θα αντέξω άλλη μία καταστροφή. Μα όσο μαθαίνω να αποδέχομαι ότι οι ανάγκες μου υπάρχουν και πρέπει να μου κρατώ το χέρι και να μάθω να με αγκαλιάζω εγώ, τόσο περισσότερο πονάω. Με κάνει να αναρωτιέμαι αν αξίζει να υποφέρω τόσο.

Είναι η αλλαγή. Δεν μου αρέσει, με τρομοκρατεί. Αλλά δεν μπορώ να τη σταματήσω. Είτε αρπάζω την ευκαιρία ή μένω πίσω. Και όποιος σου πει ότι το να ωριμάζεις και να εξελίσσεσαι δεν πονάει, ψεύδεται! Το μόνο που θα ήλπιζα όσο διαρκεί αυτή η αλλαγή, θα ήταν να έχω την ανθρώπινη επαφή. Την αγκαλιά. Δεν σου κρύβω ότι για εμένα ήταν συχνά ο μοναδικός τρόπος έκφρασης κι επικοινωνίας˙ όταν η ψυχή μου δεν άντεχε να βρει τα λόγια. Φτάνω σε ένα σημείο που όλα γίνονται πολλά. Φτάνω σε ένα σημείο που αισθάνομαι υπερβολικά εξαντλημένη για να παλέψω παραπέρα. Για λίγο, τα παρατάω. Κι εκεί ξεκινάει η πραγματική δουλειά: στο να βρω λίγη ελπίδα εκεί που μοιάζει να έχει χαθεί ολοκληρωτικά. Αφήνομαι. Γυρνάω βήματα πίσω. Ώσπου έρχεται το τέλος της καταιγίδας. Αφού αισθάνομαι πως έχουν καταστραφεί όλα από τον αέρα και τη βροχή. Τότε, μαθαίνω ότι ήμουν αρκετά δυνατή ώστε να την επιβιώσω.