Άρθρο: Φίλιππος Ιωάννου
Ψυχολόγος – Ψυχοθεραπευτής
«Μελετώντας την ιστορία, τα ιστορικά κείμενα και τα ντοκουμέντα, μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι ο άντρας και η γυναίκα, πολύ συχνά βρίσκονται αντιμέτωποι» διαχρονικά για διαφορετικούς λόγους κάθε περίοδο. Στην Αρχαία Ελλάδα, η σχέση που θα δούμε παρακάτω να διαμορφώνεται ανάμεσά τους και η σημασία του θεσμού του γάμου είναι αυτή που θέλει «τον άντρα κυρίαρχο και τη γυναίκα υποταγμένη, άλλοτε λιγότερο και άλλοτε περισσότερο, μέσα από χιλιάδες μορφές ατομικής και κοινωνικής έκφρασης, μέσα από χιλιάδες καταστάσεις κοινωνικής συμπεριφοράς και δεοντολογίας» (Παυλάκου, 1991).
Και αν η «πολιτισμένη κοινωνία» ξεκινά με δείγματα γυναικείας επικράτησης, η κατάσταση αυτή σύντομα ανατρέπεται. Η πατριαρχία σύντομα προβάλλεται, κυριαρχεί και ορίζει τον άντρα κύριο και αφέντη του σπιτιού, του ιδιωτικού και του δημόσιου βίου, προνομιούχο ακόμη και στις απολαύσεις της ζωής.
Ο γάμος στην Αρχαία Ελλάδα ήταν ένας από τους κυριότερους θεσμούς που σηματοδοτούσε την κοινωνική καταξίωση και την ευκαιρία να δηλώσουν οι άνθρωποι τον σεβασμό και την υποταγή τους στους θεούς του Ολύμπου. Μερικά έθιμα κρατάνε μέχρι και σήμερα, πολλά από αυτά όμως έχουν χαθεί. Θα προσπαθήσω να προσεγγίσω πολύπλευρα το θέμα αυτό, αφού πρώτα ανέτρεξα και χρησιμοποίησα ως βάση πλήθος πηγών, σύγχρονων αλλά και ιστορικών, προκειμένου να αναδείξω όλες τις πτυχές του αλλά και να «διαμορφώσω» μια εικόνα, της εποχής. Με απασχόλησαν ιδιαίτερα, η θέση της γυναίκας, η κοινωνικο-οικονομική διάσταση του θέματος, οι τελετές αλλά και η «προέκταση» του θεσμού στη κοινωνία μέχρι και σήμερα. Σκοπός αυτής της εργασίας μου ήταν να προσδιορίσω το μέγεθος και το είδος του πολιτικού, κοινωνικού, οικονομικού και θρησκευτικού ρόλου της γυναίκας στο γάμο και γενικότερα στα πλαίσια των πόλεων της κλασσικής περιόδου.
Η θέση και ο ρόλος της γυναίκας στο κοινωνικό σύνολο, μέσα αλλά και έξω από τον γάμο, πέρασε από διάφορα επίπεδα και είναι πρόσφατοι οι αγώνες που έδωσε το γυναικείο φύλο για την εξίσωση του με τους άνδρες. Κάνοντας μια αναδρομή στο παρελθόν θα μελετήσουμε την ζωή και τον ρόλο της γυναίκας στην Αρχαία Ελλάδα (εξετάζοντας ιδιαίτερα την κλασσική Αθήνα) και τη ζωή της στον γάμο. Είναι προτιμότερο να εξετάσουμε αρχικά την θέση που κατείχε η γυναίκα στην αθηναϊκή κοινωνία της Κλασικής Εποχής, μιας και από τις ιστορικές πηγές που διαθέτουμε, μπορούμε να συμπεράνουμε ποια ήταν η ζωή και ρόλος της. Η Αθήνα, για περισσότερο από δυο αιώνες αποτελούσε κυρίαρχη στρατιωτική και πολιτική δύναμη στον ελλαδικό χώρο, με αποτέλεσμα να έχουμε μια πλήρη εικόνα της ζωής της τότε αλλά και του γάμου, που ήταν απολύτως απαραίτητος, επειδή η μη τήρηση του θρησκευτικού του τύπου συνεπαγόταν τη μη γνησιότητα των παιδιών καθώς τα νόθα δεν μπορούσαν να φέρουν μετά την ενηλικίωσή τους τον τίτλο του πολίτη. Γιατί όμως η απόκτηση νόμιμων και γνήσιων «τέκνων», αποτελούσε τον κύριο σκοπό, για τον οποίο οι Έλληνες, και ειδικότερα οι Αθηναίοι, παντρεύονταν; Χαρακτηριστικό και διαφωτιστικό είναι το παρακάτω απόσπασμα του ρήτορα Δημοσθένη (Κατά Νεαίρας, LIX, §122):
«… γιατί αυτό θα πει γάμος, δηλαδή να κάνει παιδιά και να εγγράψει τα παιδιά του… στους δημότες και να παντρεύει τις θυγατέρες του… με πολίτες. Γιατί… τις γυναίκες τις έχουμε, για να μας κάνουν παιδιά και για πιστούς φύλακες του σπιτιού…».
Μέσα από τις πηγές που ανέτρεξα, ομολογώ ότι θαύμασα τον πλούτο των αρχαίων κειμένων που εξιστορούν τον θεσμό αλλά και το πλήθος αγγείων, δαπέδων και άλλων αντικειμένων της εποχής, από τα οποία με γλαφυρό τρόπο απορρέουν αναπαραστάσεις και συμπεράσματα.
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ
Εταίρες, πόρνες
Σύμφωνα με τον Thorton (στο βιβλίο του: Έρως), ερευνά τη φύση της γυναίκας ως συζύγου και δίνει ως παράδειγμα την ενάρετη Πηνελόπη, την Ανδρομάχη και την Άλκηστη. Αυτές εκπροσωπούν το συζυγικό ιδεώδες στην αρχαία ελληνική ζωή: γυναικείος έρωτας υποταγμένος στο νοικοκυριό, ο θεσμός στον οποίο οι γυναίκες βρίσκουν το νόημά τους. Εδώ, μας λέει ο Thorton, υπηρετούν την πολιτεία με το να διαχειρίζονται τον θεμέλιο λίθο της, την οικογένεια και να της παρέχουν τους μελλοντικούς της πολίτες. Ο γάμος είναι μια «τεχνολογία» μέσα στην οποία εισάγονται οι χαοτικές δυνάμεις προκειμένου να δουλέψουν για το καλό των ανθρώπων.
Σύμφωνα με τον Davidson (1997), οι γυναίκες στην κλασσική εποχή της Ελλάδας ήταν διαφόρων κατηγοριών: εταίρες, πόρνες, σύζυγοι, αυλητρίδες, ιέρειες, κλπ. Ο Davidson αναλύει την φιλοσοφική διάσταση αυτού του διαχωρισμού και φέρνει στο φως λεπτομέρειες της καθημερινότητας της εποχής εκείνης εξετάζοντας ένα πλήθος ιστορικών αναφορών.
«Ο ρήτορας Απολλόδωρος, επιτίθεται στη Νέαιρα, την πόρνη, στο δικαστήριο. Προς στιγμή, ξεφεύγει από το θέμα του για να αναφέρει τις χρήσεις των γυναικών στην Αθήνα: Τις εταίρες έχουμε για την απόλαυση, τις παλλακίδες για την καθημερινή φροντίδα του σώματος και τις συζύγους για τη δημιουργία νόμιμων απογόνων και για να διαφυλάσσουν πιστά την εστία μας.»
Η αρχαία γραμματεία περιέχει πολλές απόπειρες των αρχαίων ανδρών να βάλουν στις γυναίκες ένα τίτλο ανάλογα με την συμπεριφορά τους: γυναίκα των δύο οβολών, γύναιο του δρόμου, αυλητρίδα, συνοδός, μισθάρνουσα, γυρίστρα, εταίρα, σύζυγος. Σύμφωνα με τους Νόμους, για παράδειγμα, απαγορευόταν σε μια γυναίκα να φορά:
«…χρυσά στολίδια, φορέματα με έντονο χρώμα ή ενδύματα με πορφυρές μπορντούρες, εκτός αν παραδεχόταν ότι ήταν κοινή πόρνη..».
Η δήλωση αυτή του Απολλόδωρου έχει επηρεάσει ιδιαίτερα τους σύγχρονους ιστορικούς, που τα αναφέρουν ως άμεση καταγραφή των γυναικείων ρόλων στην Αθήνα. Αλλά από ότι φαίνεται, ψάχνοντας στη βιβλιογραφία δεν είναι ακριβώς έτσι. Πολλοί συγγραφείς χρησιμοποιούν αρκετούς διαφορετικούς όρους για να περιγράψουν τους ρόλους των γυναικών. Η λέξη «γυνή» σήμαινε τη σύζυγο αλλά και την γυναίκα, ενώ κάποιες φορές χρησιμοποιείτο για την παλλακίδα ή την ερωμένη. Την χρησιμοποιούσαν και για την εταίρα αλλά από ότι διακρίνω φαίνεται ότι προσδιόριζε εξίσου μια ανεξάρτητη οικονομικά και καλοπληρωμένη γυναίκα ή στην άλλη πλευρά μια δούλη που δούλευε για μια κυρία. Παρότι υπάρχουν πολλοί αρχαίοι προσδιορισμοί δεν έχουμε σήμερα ξεκάθαρες οριοθετήσεις ανάμεσα στις διαφορετικές κατηγορίες γυναικών στην αρχαία Ελλάδα και αυτό που αντιλήφθηκα είναι ότι αρκετοί μελετητές έχουν αρχίσει να εκνευρίζονται με αυτή την αστάθεια των αρχαίων συγγραφέων.
Οι γυναίκες είχαν να επιλέξουν ανάμεσα σε δύο ρόλους: της συζύγου ή της πόρνης, δεν υπήρχε χώρος για τον ασαφή ρόλο της εταίρας στο ενδιάμεσο. Υπάρχουν αρκετές περιγραφές αλλά και αναπαραστάσεις σε αγγεία και άλλα αντικείμενα που περιγράφουν ή αναπαριστούν το ρόλο των πορνείων αλλά και τις διαφορετικές κατηγορίες ελεύθερων γυναικών. Αλλά δεν θα αναφερθώ περισσότερο σε αυτό το θέμα αν και υπάρχει τεράστια και αλληλοσυγκρουόμενη αντίληψη, τόσο από τους αρχαίους συγγραφείς αλλά και από τους σύγχρονους μελετητές. Συνοψίζοντας αυτή την ενότητα θα αναφερθώ στο ότι ο Λυσίας μας δίνει ένα κατάλογο γυναικών που είχαν υπάρξει πόρνες στα νιάτα τους αλλά στη συνέχεια εξελίχθηκαν σε κάτι άλλο. Έχουμε αρκετές αποδείξεις ότι, το γεγονός πως οι γυναίκες αυτές -στην Αθήνα κυρίως- παρέμεναν στην αφάνεια, μπορεί να θεωρήθηκε ως προσπάθεια για να τις κρατήσουν υπό τον ανδρικό έλεγχο, αλλά συχνά τους έδινε μεγαλύτερη ελευθερία να κινούνται ανάμεσα σε διαφορετικές ζωές, να ανέρχονται στην κοινωνική κλίμακα ή να ξαναπέφτουν στο «όνειδος», εντελώς αθέατες, ακόμα και αν τολμούσαν να εισέλθουν στις τάξεις των συζύγων ή να βάλουν τα παιδιά τους, στη λίστα των πολιτών.
Υπήρχαν, βέβαια, και οι εταίρες, που ήταν κατά κανόνα δούλες ή μέτοικοι και έπαιζαν έναν ξεχωριστό ρόλο στην κοινωνική και ερωτική ζωή των ανδρών. Τους κρατούσαν συντροφιά στα συμπόσια, τους διασκέδαζαν και συζητούσαν μαζί τους διάφορα θέματα, ακόμη και φιλοσοφικού περιεχομένου. Φαίνεται πως γενικότερα ήταν πιο καλλιεργημένες από τις Αθηναίες δέσποινες, συχνά δε έπαιζαν κάποιο μουσικό όργανο (αυλό ή λύρα) και τραγουδούσαν. Κάποιες μάλιστα, όπως η σύζυγος του Περικλή, η Ασπασία, απέκτησαν μεγάλη φήμη στην τότε Αθηναϊκή ζωή, γεγονός που υποδηλώνει ότι δεν βρίσκονταν στο περιθώριο της κοινωνίας. Παρόλο που η μονογαμία ήταν ο κανόνας στην αρχαία Αθήνα, η πορνεία δεν εθεωρείτο παράνομη, ούτε οι σχέσεις με παλλακίδες ή η ύπαρξη νόθων παιδιών συνιστούσαν αποδεικτικά μοιχείας
Ο ρόλος της εταίρας έρχεται πιο κοντά σε αυτόν της συζύγου, στον αντίποδα της πόρνης. Φυσικά, αντίθετα από την τίμια σύζυγο, η εταίρα σκεπάζεται όχι από σεμνότητα, αλλά για να παραπλανήσει, να ξεγελάσει και να διατηρήσει την υψηλή αγοραία της αξία. Υπήρχαν όμως και εταίρες που ήταν μορφωμένες, όμορφες, έξυπνες και είχαν το χάρισμα του λόγου, όπως η Φρύνη, η μεγαλύτερη από τις εταίρες, η οποία χειριζόταν με μεγάλη εξυπνάδα τη θέση της, κατανέμοντας προσεκτικά τις εμφανίσεις της, ενώ υπολόγιζε σχολαστικά πότε θα αποσυρόταν και τι θα αποκάλυπτε.
Η προσπάθεια της εταίρας να αποφύγει τον οικονομικό προσδιορισμό αντιστοιχεί προς την προσεχτική προσπάθειά της να αποφύγει το ανδρικό βλέμμα. Οι τίμιες γυναίκες στην Ελλάδα έπρεπε να είναι απομονωμένες, απέφευγαν τη συντροφιά των αντρών εκτός της οικογενείας τους, απέφευγαν ακόμα και να αναφερθεί το όνομά τους δημόσια. Τόσο αόρατες ήταν ώστε σε ακραίες περιστάσεις μπορούσε να αμφισβητηθεί ακόμα και η ίδια τους η ύπαρξη. Στο παράδειγμα που χρησιμοποίησα προηγουμένως, το ουσιώδες θέμα στο λόγο «Κατά Νεαίρας» είναι: αν είχε ποτέ μια σύζυγο-πολίτιδα ο Στέφανος στο σπίτι του για να του γεννήσει παιδιά που θα ήταν νόμιμοι πολίτες. Το αν η απομόνωση ήταν θεωρητική ή μια κοινή πρακτική και αν γινόταν ως ένδειξη τιμής και σεβασμού ή φόβου και περιφρόνησης, είναι ερωτήματα που έχουν προκαλέσει πολλές και ποικίλες συζητήσεις. Τα επιχειρήματα ταλαντεύονται ανάμεσα στις δύο απόψεις χωρίς όμως να φωτίζουν, κατά τη γνώμη μου, ιδιαίτερα την κατάσταση. Οι μελετητές αντιμετωπίζουν την απομόνωση ως μια στατική κατάσταση και αντιπαραβάλλουν το απόλυτο ιδιωτικό με το απόλυτο δημόσιο για να χωρίσουν τον κόσμο των γυναικών στα δύο. Πρόκειται για ένα ξεκάθαρο σχίσμα, το οποίο σχετίζεται αναπόφευκτα με τη διάκριση των γυναικών σε δύο κατηγορίες: στις συζύγους και τις υπόλοιπες. Στην καλύτερη περίπτωση την αντιμετωπίζουν ως αντανάκλαση κάποιου άλλου πράγματος, μια ένδειξη των απόψεων που υπάρχουν για τις γυναίκες, ένα σημάδι κοινωνικής θέσης. Παραδόξως, έχουν παραμελήσει την πιο προφανή πλευρά της απομόνωσης, αυτή δηλαδή που έχει σχέση με την γυναικεία επιθυμία και τη δύναμη των θέλγητρων της γυναικείας γοητείας. Και όταν τύχει να την συνδυάσουν με τη σεξουαλικότητα, τη βλέπουν σε σχέση με τις υποκαταστάσεις και την ανταμοιβή. Τη βλέπουν μηχανιστικά: οι Ελληνίδες έμεναν κρυμμένες, επομένως οι άντρες αναγκάζονταν να στραφούν σε δούλες και πόρνες. Οι δούλες και οι πόρνες δεν ήταν αρκετά ικανοποιητικές διανοητικά ή πνευματικά, επομένως όσοι άντρες μπορούσαν οικονομικά στρέφονταν στις εταίρες. Σπάνια λάμβαναν υπόψη τους ότι η απομόνωση μπορεί στη πραγματικότητα να γεννάει την επιθυμία, ότι μπορεί να συνθέτει τα θέλγητρα με συγκεκριμένο τρόπο και όχι να αντικατοπτρίζει απλώς τις υπάρχουσες ορμές παθητικά.
ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΚΑΙ ΤΡΟΠΟΣ ΖΩΗΣ
Σε μία έκθεση, που είχα επισκεφτεί κάποτε στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, είχε σαν θέμα, τον τρόπο ζωής της Αθηναίας γυναίκας και γενικότερα της Ελληνίδας, στη διάρκεια της περιόδου από τον 7ο μέχρι τον 4ο αιώνα π.Χ. Πολύ ενδιαφέρουσα έκθεση όπου μπορείς να βρεις πολύτιμα στοιχεία της εποχής. Από ευρήματα αλλά και την υπόλοιπη βιβλιογραφία που ανέτρεξα να βρω, διαπιστώνω πόσες διάσημες γυναίκες εκείνης της εποχής έγιναν γνωστές η κάθε μία για διαφορετικό λόγο. Η Ασπασία του Περικλή, η Σαπφώ από τη Λέσβο, η Ξανθίππη η γυναίκα του Σωκράτη, η Ιππαρέτη η σύζυγος του Αλκιβιάδη (η πρώτη γυναίκα που κατέθεσε αίτηση διαζυγίου, πράγμα πρωτοφανές για εκείνη τη περίοδο), κ.ά. Αυτές οι γυναίκες, όμως, δεν αποτελούν τον αντιπροσωπευτικό τύπο της γυναίκας της εποχής εκείνης.
Οι γυναίκες στην αρχαία Αθήνα δεν είχαν πολιτικά δικαιώματα και θεωρούνταν «ανήλικες», ενώ ο όρος της «πολίτιδος» εμφανίστηκε μόνο στο τέλος της Κλασικής περιόδου. Για την αθηναϊκή κοινωνία, αποστολή της ενάρετης γυναίκας, της δέσποινας, ήταν από τη μία μεριά η φύλαξη του οίκου και η επιτέλεση των καθηκόντων που αφορούσαν στην καλή λειτουργία του (με τη βοήθεια δούλων, που ήταν καθεστώς για όλα σχεδόν τα σπίτια) και από την άλλη η απόκτηση παιδιών – κυρίως αρσενικών – για τη διαιώνιση του οίκου.
Το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας τους φαίνεται να περνούσαν στο γυναικωνίτη, συνήθως στον πάνω όροφο του σπιτιού, γνέθοντας, πλέκοντας ή υφαίνοντας στον αργαλειό. Αυτές, άλλωστε, ήταν και οι μόνες εργασίες που θεωρούνταν ότι άρμοζαν σε γυναίκες αριστοκρατικής καταγωγής. Οι μόνες έξοδοί τους σε δημόσια θέα ήταν σε μεγάλες θρησκευτικές γιορτές, σε γαμήλιες τελετές, γιορτές συγγενών και κηδείες. Δεν υπήρχε θεσμοθετημένη εκπαίδευση για τις γυναίκες και οι όποιες γνώσεις προερχόταν από συγγενείς, φίλες και άλλες γυναίκες του περιβάλλοντός τους. Η νοοτροπία της εποχής αποτυπώνεται με γλαφυρό τρόπο στον Επιτάφιο του Περικλή, όπου αναφέρεται ότι το ιδανικό για μια γυναίκα είναι «να γίνεται όσο το δυνατόν λιγότερος λόγος γι’ αυτήν, είτε έπαινος είτε ψόγος». Αντίθετα, οι δούλες, οι γυναίκες-μέτοικοι αλλά και οι πιο ταπεινής καταγωγής Αθηναίες απολάμβαναν μεγαλύτερη ελευθερία, καθώς έβγαιναν για εξωτερικές δουλειές, όπως ψώνια και μεταφορά νερού, μπορούσαν να διεξάγουν μικρο-εμπόριο ή και να εργαστούν ως τροφοί.
Οι αντιλήψεις αυτές είχαν βέβαια αντίκτυπο και στην τέχνη της εποχής. Στην Αρχαϊκή και την Κλασσική περίοδο, οι γυναικείες μορφές στα αγγεία και τα γλυπτά αποδίδονται κατά κανόνα ευπρεπώς ενδεδυμένες, χωρίς ιδιαίτερη έμφαση στα ανατομικά χαρακτηριστικά. Εξαίρεση αποτελούν οι απεικονίσεις εταίρων, κυρίως στην αγγειογραφία, οι οποίες συχνά εμφανίζονται γυμνές, ενίοτε δε λαμβάνουν μέρος σε τολμηρές ερωτικές σκηνές.
Καταρχήν, οι γυναίκες χωρίζονταν σε τρεις κατηγορίες: των πολιτών, των μετοίκων και των δούλων όπως και οι άντρες αντίστοιχα. Για να γίνει μια γυναίκα Αθηναία πολίτης έπρεπε να έχει γεννηθεί στην Αθήνα και να έχει «έγγειο ιδιοκτησία», ενώ αργότερα, σύμφωνα με τους Νόμους του Περικλή, 450-451 π.χ., μπορούσε να θεωρηθεί αυτή που κατάγετο από πατέρα πολίτη και μητέρα αστή. Αυτή η αναγνώριση στα κορίτσια (αστή-γαμηλεία) γινόταν στη γιορτή των Απατουρίων, χωρίς όμως να τους αναγνωρίζεται κανένα πολιτικό δικαίωμα. Ως «μέτοικοι» χαρακτηρίζονται οι ξένοι που ήταν μόνιμα εγκατεστημένοι στην Αθήνα χωρίς όμως να έχουν πολιτικά δικαιώματα και τέλος οι «δούλοι» που ήταν αιχμάλωτοι και αιχμάλωτες που πιάστηκαν στη μάχη ή αγοράστηκαν ως λεία κάποιας επιδρομής. Οι γυναίκες αυτές αποτελούσαν δώρα που αντήλλασσαν οι άρχοντες μεταξύ τους αλλά και αγορασμένες γυναίκες, όπως η Ευρύκλεια, τροφός του Οδυσσέα και μετά του Τηλέμαχου, αγορασμένη από τον Λαέρτη αντί 20 βοδιών.
Τόσο στην Αθήνα όσο και στη Σπάρτη, παρʼ όλες τις διαφορές που παρατηρούνταν στην οργάνωση της πόλης, οι γυναίκες παρέμεναν αποκλεισμένες από όλες τις δημόσιες δραστηριότητες. Ως «ασθενές φύλο» ήταν περιορισμένη στον οίκο του ανδρός της, αποκλεισμένη από τις πολιτικές αλλά και τις κοινωνικές εξελίξεις του τόπου της. Στην πολιτιστική και κοινωνική ιστορία, συναντάμε μορφές όπως η Πηνελόπη που ζούσε «έγκλειστη» στο γυναικωνίτη της, ή η Σπαρτιάτισσα Γοργώ που εκπαιδεύτηκε μαζί με τους άντρες Σπαρτιάτες, χωρίς, όμως, να έχει τη δυνατότητα συμμετοχής -λόγω φύλου- σε πολιτικά θέματα.
Η γυναίκα όμως της κλασσικής εποχής της Αθήνας, η αστή καλής οικογένειας έμενε σπίτι της, τριγυρισμένη από τις δούλες της και έβγαινε από αυτό μόνο για να εκτελέσει τα θρησκευτικά της καθήκοντα. Η φτωχή γυναίκα του λαού όμως ήταν αναγκασμένη να βγαίνει από το σπίτι της για να πάει στην αγορά ή για να εργαστεί σε πλούσια σπίτια ως τροφός ή ως παραδουλεύτρα. Εργασίες γυναικών όπως πωλήτριες ενδυμάτων ή φαγητού που είχαν ετοιμαστεί στο σπίτι, ακόμα και πλύστρες ρούχων ή εργαζόμενες σε βιοτεχνίες ρουχισμού ή προσέχοντας μικρά παιδιά, ήταν δουλειές που επιτρεπόταν να κάνουν. Αναφορές υπάρχουν για την μητέρα του Ευριπίδη, η οποία κάθε μέρα πουλούσε τα χόρτα που μάζευε από τον κήπο της στην αγορά. Όμως η σχέση της γυναίκας με άλλες γυναίκες ήταν περιορισμένη αφού οι περισσότερες έμεναν κλεισμένες στο σπίτι τους, χωρίς επαφές με άλλες γυναίκες εκτός από την μητέρα, τις αδελφές ή τις δούλες τους. Η θρησκεία αποτέλεσε τομέα έκφρασης και γνώσης για αυτές, καθώς η συμμετοχή τους στις γιορτές ήταν ένας τρόπος εξόδου από τον οίκο, αλλά πέρα από αυτό, ήταν και ένας τρόπος να κοινωνικοποιηθούν. Ακόμη περισσότερο όμως, στο πλαίσιο της πόλης, η θρησκεία λειτουργούσε για τις γυναίκες ως παράγοντας ενσωμάτωσής τους στην κοινότητα. Οι γυναίκες καθώς αποκλείονταν από κάθε πολιτική δραστηριότητα, είχαν μόνο το δικαίωμα της θρησκευτικής λειτουργίας.
Στο πλαίσιο του «οίκου» η γυναίκα σαν φύλακας της «εστίας», αποτελούσε ένα σπουδαίο παράγοντα της ιδιωτικής θρησκευτικής λατρείας, καθώς η οικοδέσποινα έραινε τον δούλο όταν εισερχότανε για πρώτη φορά στον οίκο με ξερά σύκα, καρύδια και σπόρους, σύμβολα της ενσωμάτωσής του στην οικογένεια. Αυτή προσέφερε καθημερινά λατρεία στην Εστία, η οποία ήταν η θεά που προστάτευε την οικιακή εστία. Ενώ σημαντικό ρόλο διαδραμάτιζαν οι γυναίκες στην κηδεία και στην ταφή ενός συγγενικού προσώπου. Αυτές αναλάμβαναν όλες τις ιεροτελεστίες, απέδιδαν τιμές, μοιρολογούσαν και ντύνονταν στα μαύρα.
Από την άλλη μεριά, οι αρχαίοι Έλληνες διατηρούσαν τη σχέση με τη μόνιμη σύζυγό τους η οποία ήταν απομονωμένη στο γυναικωνίτη, μόνο και μόνο, για λόγους αναπαραγωγής δηλαδή, να φέρει στη ζωή τους απαραίτητους για την περιουσία του οίκου κληρονόμους. Η σύζυγος ήταν μια γυναίκα συνήθως χωρίς ιδιαίτερη μόρφωση αν και καταγόταν από καλή οικογένεια δεν προσπαθούσε να κάνει τον εαυτό της ελκυστικό ή να εξασκήσει τις τεχνικές του έρωτα. Έτσι λοιπόν, δεν ενθαρρυνόταν να λατρέψει τη θεά Αφροδίτη που αντιπροσωπεύει τις ανώτερες όψεις του έρωτα. Οι θεότητες που λάτρευε ως σύζυγος έπρεπε να είναι της εστίας και του σπιτιού, καθώς και η μητέρα της Γης, η θεά Δήμητρα, η οποία αντιπροσώπευε όλα τα μυστήρια των Ελληνίδων γυναικών.
Οι νέες κοπέλες πριν από το γάμο τους, αλλά κι αργότερα σαν παντρεμένες γυναίκες συμμετείχαν στην επίσημη θρησκευτική ζωή. Ορισμένες λατρείες, όπως της Άρτεμης στη Βραυρώνα, της Δήμητρας στην Ελευσίνα, ήταν κατʼ εξαίρεση ανοικτές μόνο σʼ αυτές, δηλαδή τις παντρεμένες. Οι Θεές υπηρετούνταν από διακόνισσες, επικεφαλής των οποίων αποτελούσε η Ιέρεια. Αυτή διηύθυνε τις λατρευτικές τελετές και ήταν επιφορτισμένη με την προστασία της περιουσίας του ναού. Οι ιέρειες της Αθηνάς Πολιάδος, της Δήμητρας και της Κόρης στην Ελευσίνα, προέρχονταν από διακεκριμένες οικογένειες της πόλης και ασκούσαν απεριόριστη θρησκευτική εξουσία.
Οι κόρες των πολιτών, συμμετείχαν από μικρή ηλικία στη γιορτή των Αρρηφορίων, άλεθαν ιερό κριθάρι για προσφορές στην Αθηνά, υπηρετούσαν ως μικρές άρκτοι, στο ιερό της Αρτέμιδος στη Βραυρώνα και μετέφεραν καλάθια με προσφορές στην πομπή των Παναθηναίων. Αθηναίες ύφαιναν κάθε χρόνο το νέο πέπλο για το άγαλμα της Αθηνάς στην Ακρόπολη, το οποίο μετέφερε πομπή παρθένων μέχρι τον Παρθενώνα.
Στη γιορτή των Θεσμοφορίων, που διαρκούσε τρεις ολόκληρες μέρες, απαγορευόταν ρητά η παρουσία των ανδρών. Συμμετείχαν μόνο οι νόμιμες σύζυγοι των Αθηναίων πολιτών, που για ένα μικρό διάστημα υλοποιούσαν μια ουτοπία, τη συγκρότηση μιας αποκλειστικά γυναικείας πολιτείας.
Οι γυναίκες ήταν παρούσες στις γιορτές προς τιμήν του Διόνυσου, συμμετείχαν ενεργά, χωρίς να προσβάλλεται η σεμνότητά τους από τις αισχρολογίες που ανταλλάσσονταν. Εδώ βλέπουμε μια άλλη πλευρά της σχέσης των γυναικών με τη θρησκευτική ζωή, αφού η θρησκεία που ήταν παράγοντας ένταξης των γυναικών στη ζωή της πόλης, ήταν επίσης και ταυτόχρονα μια από τις εκδηλώσεις της περιθωριοποίησής τους. Οι γυναίκες πραγματικά σχετίζονταν στενά με όλες τις «άγριες» μορφές της θρησκευτικής ζωής. Έπαιρναν μέρος στα διονυσιακά όργια και μεταμορφώνονταν σε μαινάδες που αποτελούσαν την ακολουθία του θεού. Στην Αθήνα της κλασικής εποχής η διονυσιακή θρησκεία ήταν ενταγμένη στη θρησκεία της πόλης, συμμορφωμένη και νομιμοποιημένη. Παρέμενε όμως, εξίσου, ένα στοιχείο ανατροπής της κοινωνικής τάξης.
Όσο και αν φαίνεται περίεργο, αυτές οι περιορισμένες στο σπίτι τους Αθηναίες γυναίκες, είχαν απόλυτη ελευθερία για την άσκηση των θρησκευτικών τους καθηκόντων. Συμμετείχαν ελεύθερα μαζί με τους άντρες σε όλες τις Αθηναϊκές λατρείες και πρώτα από όλες στα «Παναθήναια» που ήταν μια γιορτή που οι Αθηναίοι τελούσαν κάθε χρόνο στην επέτειο της γεννήσεως της Αθηνάς. Στη γιορτή αυτή σημαντική παρουσία είχαν οι «κανηφόροι» που ήσαν κορίτσια παρθένοι, κόρες ευγενών οικογενειών, που μετέφεραν ιερά κάνιστρα στην πομπή. Στα «Μικρά» και στα «Μεγάλα Ελευσίνια Μυστήρια» που τελούνταν κάθε χρόνο προς τιμήν της Δήμητρας και της Κόρης (Περσεφόνη), η παρουσία νεαρών κοριτσιών αλλά και παντρεμένων γυναικών ήταν πληθωρική. Η «Δαδουχούσα», οι «Ιεροφάντιδες» και οι «Παναγείς» (πάναγνες) αποτελούσαν τους βοηθούς αντιστοίχως, των ανδρών ιερέων. Στην «κερνοφορία» την πομπική δηλαδή περιφορά των ιερών σκευών λάμβαναν μέρος μόνον γυναίκες που εκτελούσαν ιερούς χορούς στην ανάμνηση του μύθου των γυναικών της Ελευσίνας που χόρεψαν για να τιμήσουν την Δήμητρα. Στα «Θεσμοφόρια» που ήταν μια μεγάλη γιορτή προς τιμήν της Δήμητρας, μόνον ελεύθερες γυναίκες με άμεμπτη υπόληψη επιτρεπόταν να συμμετάσχουν. Η ύπαρξη των «Θεσμοφορίων» αλλά και άλλων εορτών στις οποίες μετείχαν αποκλειστικά γυναίκες, έχει δεχθεί πολλές ερμηνείες. Η κυριότερη μας παραπέμπει στη μητριαρχική περίοδο της ανθρωπότητας, όταν όλη η θρησκεία βρισκόταν στα χέρια γυναικών
Ένας άλλος θεός, περιθωριακός και ο ίδιος, ο Άδωνις, ο αγαπημένος της μητέρας-θεάς Κυβέλης, αποκαλύπτει τον περιθωριακό χαρακτήρα των γυναικείων θρησκευτικών πρακτικών. Τα Αδώνεια, η γιορτή προς τιμήν του Άδωνι τοποθετούνταν στους αντίποδες των Θεσμοφορίων, γιορτή προς τιμή της Δήμητρας. Η συμμετοχή στα Θεσμοφόρια επιτρεπόταν μόνο στις νόμιμες συζύγους πολιτών, και αυτό το γεγονός αποτελούσε για τους ρήτορες μια απόδειξη της νομιμότητας ενός γάμου. Τα Αδώνεια ήταν γιορτή όπου ανακατεύονταν άνδρες και γυναίκες, πολίτες και ξένοι. Σε τούτη τη γιορτή η παρουσία των εταίρων προέτρεπε στην πιο αχαλίνωτη ακολασία. Αποτελούσε νυκτερινή γιορτή όπου όλα επιτρέπονταν, μια ιδιωτική γιορτή, στη διοργάνωση της οποίας δεν παρενέβαινε η πόλη. Η ανάπτυξη της λατρείας του Άδωνι κι αυτής της ιδιωτικής γιορτής αποκαλύπτει την κρίση των αξιών της πόλης. Κι έχει σημασία να δούμε για μια ακόμη φορά τις γυναίκες να παίζουν εδώ τον δικό τους αποκαλυπτικό ρόλο.
Η θεά Αφροδίτη είναι η θεά του Έρωτα. Στην αρχαία ελληνική θεώρηση για τη ζωή ο έρωτας περιελάμβανε πολύ περισσότερα πράγματα από τη σχέση μεταξύ των δύο φύλων. Περιείχε τη συναδελφικότητα των αντρών πολεμιστών και τη σχέση δασκάλου και μαθητή. Η Ελληνίδα εταίρα μπορεί να έχει για επάγγελμα τον έρωτα, ο ρόλος της όμως ήταν κάτι πολύ διαφορετικό από τις σύγχρονες ιερόδουλες. Η Ελληνίδα εταίρα ήταν καλλιεργημένη γυναίκα με σωματική αρετή και κανένας άντρας δεν τολμούσε να της κάνει σεξουαλικές προτάσεις. Λόγω του σεβασμού που έτρεφαν οι Έλληνες για τη λειτουργία του έρωτα, είναι βέβαιο πως σε καμία περίπτωση δεν πλησίαζε η εταίρα την αθλιότητα και τον εξευτελισμό που υφίσταται σήμερα.
Δουλειά της, ήταν, να υπηρετεί τη διάνοια των πελατών της καθώς και τις ορέξεις τους. Ήταν οικοδέσποινα και ερωμένη μαζί, σε αυτήν σύχναζαν οι φιλόσοφοι και οι ποιητές για να εμπνευστούν και να οξύνουν τον πνεύμα τους, γιατί γνώριζαν καλά ότι δεν υπάρχει μεγαλύτερη έμπνευση για ένα σκεπτόμενο άντρα από τη συντροφιά μιας ζωντανής και μορφωμένης γυναίκας. Λαμπρό παράδειγμα η Διοτίμα η οποία εμφανίζεται να συνομιλεί στο συμπόσιο του Πλάτωνα με τον Σωκράτη.
Στους ναούς της Αφροδίτης καλλιεργήθηκε με επιμέλεια η τέχνη του έρωτα και οι ιέρειες εκπαιδεύονταν σε αυτόν από μικρές. Αυτή η τέχνη δεν είχε ως αποτέλεσμα μόνο το πάθος, αλλά τη διαρκή ικανοποίηση σε όλα τα συνειδησιακά επίπεδα. Δεν ήταν μια απλή ικανοποίηση των φυσικών αισθήσεων του σώματος, αλλά μια λεπτή, αιθερική ανταλλαγή μαγνητισμού και διανοητικής πόλωσης. Αυτό εξύψωνε τη λατρεία της Αφροδίτης πάνω από τη σφαίρα του απλού αισθησιασμού και εξηγεί γιατί οι ιέρειές της ενέπνεαν τον σεβασμό και δεν αντιμετωπίζονταν ως ιερόδουλες, παρʼ όλο που δέχονταν όλους τους επισκέπτες. Ασχολούνταν με την εξυπηρέτηση συγκεκριμένων λεπτεπίλεπτων αναγκών της ανθρώπινης ψυχής, μέσω της εξασκημένης τέχνης τους, όπου λειτουργούσε ως ενεργειακή ροή και ανταλλαγή. Η λατρεία της θεάς συνδεόταν με την αλληλεπίδραση της ίδιας της δύναμης της ζωής.
Η συμμετοχή των γυναικών στα θρησκευτικά δρώμενα κατά την κλασική εποχή διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της κοινωνικής ανάπτυξης. Δεδομένου ότι δεν υπήρχε η δυνατότητα να αποκτήσει ισότιμη σχέση με τον άντρα, η διέξοδος προς τη θρησκεία της έδωσε τη δυνατότητα να ξετυλίξει τον πραγματικά δημιουργικό της εαυτό.
Η Αθηναία, δηλαδή η γυναίκα που ήταν σύζυγος ή κόρη Αθηναίου πολίτη, ήταν αρκετά δύσκολο να αποκτήσει την ανεξαρτησία της και παρέμενε πάντοτε υπό την κηδεμονία του πατέρα της ή του νόμιμου κηδεμόνα της, του ”κυρίου” της όπως λεγόταν. Ακόμα και μετά τον γάμο, που πρέπει να επισημανθεί ότι δεν ήταν επιλογή της νέα γυναίκας, αλλά ένα είδος διακανονισμού, δηλαδή μια προφορική υπόσχεση ανάμεσα στον νόμιμο κηδεμόνα και τον μελλοντικό της σύζυγο, η κηδεμονία της μετατοπιζόταν στον σύζυγο της και αν αυτός αργότερα πέθαινε , κηδεμόνας της καθοριζόταν ο γιος της ή ο πιο κοντινός της συγγενής (π.χ. αδερφός). Συμπεραίνουμε λοιπόν, ότι η Αθηναία ήταν συνεχώς κάτω από την εποπτεία κάποιου άνδρα ο οποίος μεταξύ άλλων διαχειριζόταν και την περιουσία της. Όσο καιρό ήταν ανύπανδρη, το ρόλο αυτό τον είχε ο πατέρας της και αργότερα μετά το γάμο, η εκμετάλλευση της περιουσίας της γινόταν από τον άνδρα της.
Η συνεισφορά της Αθηναίας γυναίκας στην οικογενειακή περιουσία γινόταν είτε με οικιακά σκεύη, χρυσά κοσμήματα, αρώματα είτε με ακίνητη περιουσία όπως κτήματα που απλά παραχωρούνταν στον γαμπρό να τα εκμεταλλεύεται άλλα χωρίς αυτά να του ανήκουν. Άλλωστε σημαντικές επιγραφές που βρέθηκαν στην Γόρτυνα της Κρήτης, καταγράφουν διάφορους νόμους που σχετίζονται με την θέση των γυναικών στην κοινωνική κατάσταση της εποχής και πιστεύεται ότι ανταποκρίνονται και στην Αθηναϊκή πραγματικότητα. Συγκεκριμένα αναφέρεται εκεί, ότι αν ο σύζυγος χωρίσει την γυναίκα του, αυτή μπορεί να κρατήσει την περιουσία που έφερε μαζί της πριν τον γάμο, την μισή αγροτική παραγωγή (αν υπάρχει) και τα μισά από ότι έχει υφάνει η ίδια μέσα στο σπίτι. Επιπλέον δικαιούταν να πάρει και κάποια χρήματα από τον σύζυγο της. Σε περίπτωση θανάτου του συζύγου η προίκα της θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για ένα δεύτερο γάμο ενώ αν είχε παιδιά θα μπορούσε να μένει στο σπίτι του άνδρα της και η προίκα της παραχωρούνταν στα παιδιά της.
Η Αθηναία λοιπόν δεν είχε τη δυνατότητα να ενεργήσει σαν ενήλικη και να πάρει αποφάσεις για το τρόπο ζωής της, αφού όπως όριζε ο νόμος είχε σε όλη τη διάρκεια της ζωής ένα κηδεμόνα. Στην μόνη περίπτωση που μπορούσε να επέμβει ήταν στην ακύρωση του γάμου της. Αν και είχε την δυνατότητα να παρουσιάσει μόνη της την αίτηση διαζυγίου της (αφού και ο νόμος το επέτρεπε) στον ανώτερο άρχοντα, τις περισσότερες φορές ενεργούσε για αυτήν κάποιος από τους συγγενείς της. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η γυναίκα του Αλκιβιάδη, ενός σπουδαίου πολιτικού, που μη μπορώντας να αντέξει τις συνεχείς απιστίες του συζύγου της, θέλησε να χωρίσει. Αυτή η δυνατότητα, ήταν η μόνη μορφή ανεξαρτησίας που κατείχε η Αθηναία μιας και δεν μπορούσε να έχει καμιά άλλη συμμετοχή σε πολιτικές δραστηριότητες. Άλλωστε, όπως είναι γνωστό, ο ρόλος της ως νόμιμη σύζυγος Αθηναίου πολίτη περιοριζόταν στη γέννηση και σωστή ανατροφή των παιδιών για τη συνέχιση της οικογένειας και στη διαχείριση (αλλά όχι οικονομική) του οίκου της. Είχε την επίβλεψη των υπηρετριών, κατεύθυνε όλες τις δραστηριότητες μέσα στο σπίτι, αναλάμβανε να εκπαιδεύσει τις δούλες που δεν γνώριζαν να υφαίνουν και είχε την εποπτεία της τροφού που θα μεγάλωνε τα παιδιά της. Πολλά κείμενα αναφέρονται σε συμβουλές προς τη μητέρα για τη σωστή επιλογή της τροφού-παραμάνας. Ανάμεσα στα άλλα προσόντα που θα είχε η παραμάνα, θα έπρεπε να μην έχει την τάση για νύστα, να είναι υπομονετική και κυρίως σεμνή για να μην προκαλεί το σύζυγο της Αθηναίας.
Όλες οι αξιοπρεπείς Αθηναίες φορούσαν έναν απλό χιτώνα που ήταν από μαλλί ή λινάρι, δωρικού ή ιωνικού ρυθμού που έφτανε ως τους αστραγάλους. Πάνω από τον χιτώνα έριχναν ένα «ιμάτιον» που μπορούσαν να το ρίξουν πάνω από το κεφάλι τους, ώστε να δημιουργηθεί μια κουκούλα. Βέβαια οι πόρνες, οι εταίρες και οι παλλακίδες δεν ακολουθούσαν τον κανόνα και φορούσαν πολύχρωμα κροκωτά φορέματα. Ο Ηρόδοτος μας δίνει την πληροφορία ότι παλαιότερα οι Αθηναίες φορούσαν δωρικό ένδυμα που στερεωνόταν στον ώμο με περόνες. Κάποτε όμως, οι Αθηναίες χρησιμοποίησαν αυτές τις περόνες σαν όπλα εναντίον κάποιου που τους έφερε το θλιβερό μαντάτο για το θάνατο ενός συζύγου τους, και θέλοντας να τις τιμωρήσουν, τις υποχρέωσαν να φορέσουν τον ιωνικό χιτώνα, ο οποίος είχε ραφές αντί για περόνες.
Στην αρχή μιλήσαμε για τις τρεις κατηγορίες γυναικών καθώς και για τα τρία είδη προέλευσης αυτών. Εδώ θα αναπτύξουμε λίγο περισσότερο το θέμα για να εντοπίσουμε τις διαφοροποιήσεις που επικρατούσαν στις αρχαίες κοινωνίες της Ελλάδας. Εκτός λοιπόν από την Αθηναία νόμιμη σύζυγο ενός πολίτη υπήρχαν και οι ‘’παλλακίδες’’ που ήταν φτωχές ελεύθερες Αθηναίες ή δούλες που συνδεόταν ερωτικά με τον σύζυγο της Αθηναίας αλλά δεν είχαν καμιά νομική κατοχύρωση από το σύντροφο της Αθηναίας. Της περισσότερες φορές η Αθηναία ήταν υποχρεωμένη να ανέχεται την παρουσία της ακόμα και μέσα στο σπίτι της. Αυτό όμως δεν αποτελούσε μοιχεία για τον Αθηναίο πολίτη αφού η μόνη μορφή μοιχείας που ήταν κατακριτέα ήταν η σύναψη ερωτικής σχέση με την σύζυγο ενός άλλου Αθηναίου πολίτη. Αντίθετα αν η σύζυγος απατούσε τον σύζυγο της τότε τιμωρούνταν αυστηρά. Η τιμωρία που της επέβαλε το κοινωνικό σύνολο επικεντρώνονταν στην απώλεια του μοναδικού δικαιώματος, της συμμετοχής της σε θρησκευτικές τελετές, που ήταν και η μόνη πολιτική δραστηριότητα. Επιπλέον πολλές φορές ο σύζυγος της, την τιμωρούσε διώχνοντας την από το σπίτι και παίρνοντας το παιδί της.
Εκτός από τις Αθηναίες και τις παλλακίδες στην Κλασική Αθήνα, υπήρχαν και πολυάριθμες δούλες (κυρίως αιχμάλωτες πολέμου) που είχαν μόνο οικιακές δραστηριότητες και χρησιμοποιούνταν ως υπηρέτριες ή ως εργάτριες, παράγοντας κάποια προϊόντα που θα μπορούσαν να πουληθούν στην αγορά. Δεν μπορούσαν να παντρευτούν χωρίς την άδεια του αφέντη τους, που τις είχε αγοράσει και στον οποίο ανήκαν εξολοκλήρου. Αυτός είχε την δυνατότητα να τις πάρει για ένα βράδυ στο κρεβάτι του ή να τις παραχωρήσει στους φίλους του, μιας και δεν είχαν καμιά μορφή ελευθερίας αφού νοικιάζονταν, πουλιόνταν, αγοράζονταν σύμφωνα με τις καταστάσεις. Αλλά μπορούσαν όμως να ελευθερωθούν μόνο με την εύνοια του ιδιοκτήτη τους.
Στην Κλασική Αθήνα είναι γνωστό ότι διέμεναν, με τις οικογένειες τους, άτομα ξένα στην καταγωγή όμως μόνιμοι κάτοικοι της Αρχαίας Αθήνας. Η ζωή των συζύγων των πλουσίων αυτών ξένων, των ‘’μετοίκων’’ όπως λέγονταν δεν διέφερε σημαντικά από την ζωή των γυναικών των Αθηναίων πολιτών. Έμεναν και αυτές στο σπίτι και φρόντιζαν για την σωστή διαχείριση του οίκου.
Εκτός όμως από τις συζύγους των πλουσίων μετοίκων υπήρχαν και γυναίκες μέτοικοι που εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα, χωρίς δική τους οικογένεια. Για να επιβιώσουν έπρεπε να αποκτήσουν χρήματα και ο μόνος τρόπος ήταν να χρησιμοποιήσουν το μόνο πράγμα που διέθεταν, το σώμα τους. Μερικές από αυτές αγοράστηκαν για δούλες και άλλες τις χρησιμοποιούσαν για την απόκτηση της ηδονής. Ορισμένες από αυτές απέκτησαν αρκετά χρήματα και αυτό τους έδωσε το προνόμιο να συμμετέχουν στα συμπόσια κρατώντας συντροφιά στους ισχυρούς άνδρες της εποχής και αυτές ουσιαστικά ήταν οι μόνες ελεύθερες γυναίκες στην Κλασικής Αθήνας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η σχέση της περίφημης ”εταίρας” (ως ονομάζονταν οι γυναίκες αυτές) Ασπασίας με τον Περικλή που την είχε ερωτευθεί τόσο που χώρισε την νόμιμη σύζυγό του.
Οι γυναίκες αυτές ζούσαν εξολοκλήρου από τη γενναιοδωρία των εραστών τους και είχαν την δυνατότητα να διαχειρίζονται μόνες τους τα εισοδήματα τους κινητά ή ακίνητα. Ήταν ελεύθερες να δεχτούν όποιον ήθελαν στο σπίτι τους του οποίου είχαν και την πλήρη κατοχή, έβγαιναν έξω ελεύθερα και μπορούσαν να παρευρίσκονται σε μέρη προορισμένα μόνο για άνδρες. Η απόκτηση χρημάτων έδωσε δύναμη, ανεξαρτησία και ελευθερία στην εταίρα που μπορούσε να μιλήσει στους άνδρες χωρίς δισταγμούς.
Μελετώντας λοιπόν τις διάφορες κατηγορίες γυναικών στην Αρχαία Ελλάδα συμπεραίνουμε ότι η μόνη ενηλικιωμένη γυναίκα της αρχαιότητας ήταν η εταίρα, μιας και ήταν η μόνη που κατείχε το προνόμιο της ιδιοκτησίας και της διαχείρισης της περιουσίας της. Ήταν δηλαδή ελεύθερη να διαθέτει τον εαυτό της όπως ήθελε και σε όποιον ήθελε χωρίς να πρέπει να λογοδοτήσει σε κανένα. Την ανεξαρτησίας αυτή της εταίρας είναι σίγουρο ότι δεν μπορούσε να την έχει καμία από τις άλλες κατηγορίες γυναικών (Αθηναία, παλλακίδα, δούλα) αφού όλες τους ήταν υπό κηδεμονία ακόμα και στα γεράματα τους. Είναι βέβαιο όμως ότι η εταίρα δεν είχε κοινωνική αποδοχή, όπως η νόμιμη σύζυγος, και η οικονομική συντήρηση του οίκου της εξαρτιόταν από τις ”δωρεές” των φίλων της που τις περισσότερες φορές όμως δεν ήταν ευκαταφρόνητες. Ένα πράμα όμως είναι σίγουρο, πως παρόλα τα προνόμια ή τις υποχρεώσεις που είχε κάθε μια από τις κατηγορίες των γυναικών, καμιά τους δεν μπορούσε να αποκτήσει την πολυπόθητη συμμετοχή στις πολιτικές δραστηριότητες, δικαίωμα αποκλειστικά των ανδρών της εποχής και κατάκτηση της σημερινής γυναίκας.
Τέλος, και εντελώς πληροφοριακά, στα Ομηρικά Έπη, στη Μινωική και στη Μυκηναϊκή εποχή, υπάρχουν αναφορές ότι, οι γυναίκες είναι σε πολύ καλή μοίρα. Αγαπούν την οικογένειά τους, συζητούν ελεύθερα μαζί με τους άντρες, επικρατεί η μονογαμία, ο γάμος είναι ιερός και αδιάλυτος, η γυναίκα μπορεί να διαλέξει τον άντρα της, οι συζυγικές σχέσεις βασίζονται σε αμοιβαία αγάπη και εκτίμηση και οι τρόποι συμπεριφοράς των συζύγων παρουσιάζονται απλοί, ευγενικοί και εγκάρδιοι. Η πολυτεκνία θεωρείται μεγάλο αγαθό και ευτυχία, ενώ η ατεκνία μεγάλη συμφορά και εκδήλωση θεϊκής τιμωρίας.
Ο ΘΕΣΜΟΣ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ
Ο γάμος στην αρχαία Ελλάδα σε όλες τις πόλεις-κράτη κατοχυρωνόταν με νόμο, έπαιζε δε πρωτεύοντα ρόλο την κοινωνία. Αν και δεν ήταν υποχρεωτικός, οι νέοι έπρεπε να παντρευτούν, γιατί η κριτική που ασκούταν στους άγαμους ήταν έντονη και πολλές φορές χλευαστική. Η δημιουργία οικογένειας εξυπηρετούσε δύο βασικούς σκοπούς. Την απόκτηση απογόνων και την κληροδότηση της περιουσίας και δεύτερον την περίθαλψη των γονέων από τα παιδιά τους Στην αρχαία Ελλάδα επικρατούσε το μονογαμικό σύστημα. Η γυναίκα, όπως αναφέραμε και παραπάνω, ήταν «πολίτης» και προστατευόταν από τους νόμους. Οι άνδρες μπορούσαν να έχουν εξωσυζυγικές σχέσεις, αλλά μόνο τα παιδιά της νόμιμης συζύγου κληρονομούσαν όνομα και περιουσία. Οι άνδρες παντρευόταν κυρίως στην ηλικία των 24-30 ετών, ενώ η ηλικία της γυναίκας ήταν τα 12-16 χρόνια.
Στις γαμήλιες τελετές, δεν ήταν υποχρεωτικό να παραβρίσκεται ιερέας ή εκπρόσωπος του κράτους και έτσι η παρουσία μαρτύρων στα συμβόλαια, όπου καθοριζόταν η προίκα, ήταν απαραίτητη. Οι γάμοι γίνονταν τις μέρες που ήταν πανσέληνος και συνήθως το χειμώνα, το μήνα Γαμηλιώνα (δηλαδή από τα μέσα Ιανουαρίου έως τα μέσα Φεβρουαρίου), που ήταν αφιερωμένος στη θεά Ήρα.
Συνοπτικά θα αναφέρω ότι η τελετή του γάμου περιλάμβανε τρεις ξεχωριστές φάσεις: τα Προτέλεια ή Προαύλια ή Προγάμια, τον κυρίως γάμο και τα Επαύλια.
Η πρώτη, που ήταν ο αρραβώνας, η παρουσία της νύφης δεν ήταν υποχρεωτική. Εκεί γινόταν συμφωνία για την προίκα, η οποία συνήθως περιελάμβανε ρευστό, ρουχισμό, πολύτιμα αντικείμενα και δούλους, και έφτανε το λιγότερο στο ένα δέκατο της περιουσίας του πατέρα της νύφης. Άλλες φορές δινόταν σαν προίκα κι ένας κλήρος γης με τη μορφή πλασματικής ενοικίαση.
Ο ΓΑΜΟΣ ΣΤΗΝΑ ΑΡΧΑΙΑ ΑΘΗΝΑ
Στην Αθήνα τα κορίτσια δεν επιτρεπόταν να έχουν καμία επαφή πριν παντρευτούν. Ο μοναδικός τρόπος για να επιλέξει σύζυγο μια κοπέλα ήταν το συνοικέσιο, το οποίο γινόταν από τις προξενήτρες. Ο πατέρας της νύφης και του γαμπρού συμφωνούσαν ενώπιον μαρτύρων να παντρευτούν τα παιδιά. Η συμφωνία αυτή ονομαζόταν «εγγύη» και επρόκειτο για μια πολύ σημαντική νομική πράξη παρά το γεγονός ότι ήταν προφορική. Η εγγύη αποτελούσε ένα είδος αρραβώνα. Όπως είναι επόμενο όλη αυτή η διαδικασία γινόταν για να προστατεύσουν οι γονείς τις κόρες τους. Η προίκα της νύφης έπρεπε να μένει άθικτη σε όλη της τη ζωή και να χρησιμοποιείται μόνο για να αποδίδει ένα εισόδημα για τη συντήρησή της. Ούτε η ίδια αλλά ούτε και ο σύζυγος μπορούσε να την χρησιμοποιήσει. Ο σύζυγος μπορούσε να εκμεταλλευτεί το αρχικό κεφάλαιο, ήταν όμως υποχρεωμένος να συντηρεί τη σύζυγό του από το εισόδημα της προίκας. Σε περίπτωση λύσεως του γάμου, ο σύζυγος ήταν υποχρεωμένος να επιστρέψει την προίκα στον κηδεμόνα της πρώην πλέον συζύγου του, άθικτη ή εάν καθυστερούσε την επιστροφή της, να πληρώσει το κεφάλαιο με τόκο 18%. Στην Αθήνα υπήρχε νόμος που απαγόρευε σε έναν άνδρα να παντρευτεί μια γυναίκα που δεν ανήκε σε οικογένεια Αθηναίων πολιτών αν και πολλές φορές ο συγκεκριμένος νόμος δεν εφαρμοζόταν. Απαγορευόταν στους αθηναίους να παντρευτούν με μια ξένη.
Κατά ένα περίεργο τρόπο, δεν υπήρχε στην αρχαία ελληνική γλώσσα, ειδικός όρος για την απόδοση της έννοιας του θεσμού του γάμου. Η πράξη με την οποία ένα ζευγάρι ενωνόταν νόμιμα, όπως προανέφερα, ονομαζόταν «εγγύη». Πιο αναλυτικά, από την συνοπτική μου αναφορά προηγούμενα, στην ουσία η «εγγύη» ήταν μια προφορική υπόσχεση που δινόταν «ενώπιον μαρτύρων», βάσει της οποίας η νύφη παραδινόταν από τον πατέρα ή τον κηδεμόνα της στον μέλλοντα σύζυγό της, με την δημιουργία ενός προικώου συμβολαίου ανάμεσα στους δύο οίκους.
Μετά από την παραπάνω τακτοποίηση, η γυναίκα ερχόταν να κατοικήσει στο σπίτι του συζύγου της ή του πατέρα του, και αυτή η συγκατοίκηση ήταν ουσιαστικά αυτή που θεμελίωνε τη νομιμότητα του γάμου, όπως επίσης και η ανταλλαγή των «έδνων» (προίκας) και η γαμήλια τελετή εισδοχής της νύφης στο σπίτι του συζύγου της. Η προίκα, που δεν ήταν υποχρεωτική, αποτελούνταν από νομίσματα, από ενδύματα, από πολύτιμα σκεύη, αλλά και από ακίνητα τα οποία ο πατέρας της νύφης εμπιστευόταν στο γαμπρό του, χωρίς όμως να παραιτείται από ένα δικαίωμα εποπτείας επί αυτών, μέσω μιας μορφής υποθήκης η οποία λεγόταν «αποτίμημα».
Όπως καταλαβαίνουμε, η Αθηναία έμενε πάντα μια «ανήλικη» και επομένως είχε ανάγκη να κηδεμονεύεται από κάποιον άνδρα. Πρώτα τον πατέρα της και μετά από τον σύζυγό της και αν αυτός πέθαινε πρώτος από τον γιό της ή ακόμη και από τον πιο στενό της συγγενή. Ήταν εντελώς αδιανόητο για μια ανύπαντρη ή παντρεμένη γυναίκα να είναι ανεξάρτητη, που να διαχειρίζεται μόνη της την προσωπική της περιουσία. Είναι προφανές δε ότι, μια νέα γυναίκα δεν είχε την ελευθερία να επιλέξει τον σύντροφό της. Ο γάμος αποφασιζόταν από τον πατέρα της ή τον κηδεμόνα της όταν αυτή έμπαινε στην εφηβεία και ήταν αυτός που επέλεγε τον σύζυγό της που συνήθως ήταν μέσα από το οικογενειακό τους περιβάλλον.
Πολύ συνοπτικά θα αναφερθώ στη τελετή, γιατί στο επόμενο τμήμα της εργασίας μου θα αναφερθώ λεπτομερώς. Αναφορές υπάρχουν αλλά και απεικονίσεις σε αγγεία ότι, κατά την πρώτη μέρα του γάμου, που κι εδώ διαρκούσε τρεις μέρες, ο πατέρας της νύφης έκανε τις καθιερωμένες προσφορές στους θεούς, η νύφη πρόσφερε τα παιδικά της παιχνίδια στην θεά Άρτεμη για να δείξει συμβολικά την αποκοπή από την προηγούμενη ζωή της και οι μελλόνυμφοι λούζονταν με νερό που έφερναν με ειδικό αγγείο από μια ιερή πηγή, την Καλλιρρόη. Τη δεύτερη μέρα γινόταν το γαμήλιο γεύμα από τον πατέρα της νύφης και η ίδια πάνω σε άμαξα πήγαινε στο νέο της σπίτι. Την τρίτη μέρα η νύφη δεχόταν τα γαμήλια δώρα στο σπίτι της. Οι γάμοι ήταν πάντα αφιερωμένοι στην θεά Ήρα, την προστάτιδα του θεσμού του γάμου.
Δεν μπορούμε επίσης να μιλήσουμε για διαζύγιο με τη μορφή που αυτό υπάρχει σήμερα. Θα ήταν προτιμότερο να μιλήσουμε για μια «απόφαση διακοπής σχέσεων» απόφαση που σχεδόν πάντα την έπαιρνε ο σύζυγος ή με κοινή συναίνεση. Σε αυτή λοιπόν την περίπτωση, ο σύζυγος απλά έστελνε πίσω στον πεθερό του τη γυναίκα του και υποχρεωτικά και υποχρεωτικά, όπως ανέφερα παραπάνω, και την προίκα της άθικτη όπως την είχε παραλάβει κατά τον αρραβώνα, πράγμα που λειτουργούσε, φυσικά, ανασταλτικά για τον χωρισμό, ιδιαίτερα όταν προίκα δεν υπήρχε πλέον.
Ο πατέρας ή ο κηδεμόνας της ήταν πλέον ελεύθερος να την ξαναπαντρέψει αφού η προίκα ήταν ολόκληρη και οι γυναίκες με προίκα , ευπρόσδεκτες αφού η αναλογία αντρών και γυναικών στην αρχαία Αθήνα ήταν 5 άνδρες προς 1 γυναίκα. Στην ίδια περίπτωση, η γυναίκα, είτε μπορούσε να υποβάλει την «αίτηση διακοπής σχέσεων» μέσω του κηδεμόνα της, δηλαδή…. του συζύγου της, είτε να ενεργήσει ως ενήλικη, οπότε έπρεπε να καταθέσει την αίτησή της αυτοπροσώπως στον τοπικό άρχοντα. Μια τέτοια περίπτωση αναφέρει ως μαρτυρία ο Πλούταρχος , που μας πληροφορεί ότι η Ιππαρέτη κατέθεσε την αίτηση αυτοπροσώπως όταν έμαθε ότι ο σύζυγός της ο Αλκιβιάδης την απατούσε με ξένες και Αθηναίες εταίρες, καταφεύγοντας στο σπίτι του αδελφού της Καλλία. Το διαζύγιο στην Αθήνα γινόταν με την αποπομπή της συζύγου από το σπίτι. Ο άνδρας είχε πάντα το δικαίωμα να διώξει τη γυναίκα του και όταν ακόμα δεν είχε για τίποτα να την κατηγορήσει. Η απιστία στην αθηναϊκή κοινωνία θεωρούνταν μεγάλο αδίκημα και τιμωρούνταν με αποπομπή από το σπίτι ή με απαγόρευση της συμμετοχής στις θρησκευτικές γιορτές.
Ο κανόνας στην Αθήνα της κλασσικής εποχής, ήταν η μονογαμία, δηλαδή ο Αθηναίος πολίτης είχε το δικαίωμα να έχει μία μόνο νόμιμη σύζυγο, η οποία του έδινε τους νόμιμους απογόνους. Όμως ξέρουμε από μαρτυρίες των αρχαίων συγγραφέων πως αυτός ο κανόνας δεν τηρείτο και ο Αθηναίος μπορούσε να απολαμβάνει ελεύθερα τις περιποιήσεις των εταίρων ή των παλλακίδων, που είπαμε στην αρχή, και τις οποίες μπορούσε να φέρνει στο σπίτι του να συζούν όλοι μαζί και να του κάνουν ακόμα και παιδιά, χωρίς αυτό να είναι επιλήψιμο ή να συνιστά μοιχεία. Η μόνη επιλήψιμη μοιχεία του συζύγου ήταν αυτή που γινόταν με την νόμιμη σύζυγο ενός άλλου Αθηναίου πολίτη. Αντίθετα, η μοιχεία της γυναίκας ήταν σοβαρό αδίκημα και θεωρείτο δημόσιο έγκλημα. Ο νόμος επέβαλλε σοβαρές κυρώσεις και στους δύο μοιχούς. Καταρχήν, ο απατηθείς σύζυγος είχε το δικαίωμα, αλλά όχι και την υποχρέωση, χωρίς να προηγηθεί δίκη, να φονεύσει τον εραστή της ή το λιγότερο να προσπαθήσει να κάνει ένα χρηματικό διακανονισμό μαζί του. Η μοιχαλίς όμως τιμωρείτο αυστηρά και ο απατημένος σύζυγος είχε το δικαίωμα να την διώξει από το σπίτι του. Στη περίπτωση αυτή η μοιχαλίδα ως κοινωνικά απόβλητη, δεν μπορούσε να βρει νέο σύζυγο, δεν μπορούσε να λάβει μέρος σε δημόσιες τελετές, ούτε να φοράει κοσμήματα.
Η μοιχεία στην αρχαία Αθήνα δεν ήταν ένα συνηθισμένο φαινόμενο. Μάλλον δεν συνέβαινε τόσο συχνά μια και οι ποινές για την μοιχαλίδα ήταν τόσο σοβαρές. Ένας λόγος παραπάνω για αυτό ήταν το γεγονός ότι η Αθηναία ήταν περιορισμένη στο σπίτι της και έτσι δεν είχε τα περιθώρια να έχει επαφές με άλλους άνδρες.
Μένοντας όμως στο σπίτι της η Αθηναία σύζυγος είχε πάρα πολλές δουλειές να κάνει, αρχίζοντας από το γνέσιμο του μαλλιού, μετά την ύφανση στο αργαλειό για την κατασκευή ενδυμάτων, την ετοιμασία του φαγητού, την φροντίδα των μικρών παιδιών, την περίθαλψη των ασθενών και των ηλικιωμένων της οικογένειας, την εποπτεία των δούλων αλλά κυρίως είναι αυτή που κρατάει το ταμείο του σπιτιού της, όπου συσσωρεύονται τα αγαθά του οίκου, πραγματικός φύλακας της εστίας του σπιτιού. Η Αθηναία σύζυγος δεν έβγαινε από το σπίτι της για να πάει στη αγορά για να ψωνίσει. Αυτό ήταν καθαρά μια ανδρική δουλειά. Ο κανόνας ήταν, ο άνδρας να αναλαμβάνει τις εξωτερικές δουλειές και η γυναίκα τις δουλειές του σπιτιού.
Η Αθηναία, αν και είχε τη δυνατότητα να παρακάθεται δίπλα στο σύζυγό της στα συμπόσια, το σύνηθες ήταν να παραμένει στο δωμάτιό της, έχοντας γύρω-γύρω τις υπηρέτριές της, γνέθοντας μαζί τους το μαλλί για την ύφανση στον αργαλειό. Η αγαπημένη ασχολία των γυναικών του σπιτιού ήταν να πηγαίνουν στη κοντινή βρύση ή πηγάδι και να κουβαλήσουν νερό στο σπίτι με υδρίες. Αυτή όμως ήταν δουλειά των υπηρετριών, που έτσι έβρισκαν τον τρόπο να συναναστραφούν με άλλες γυναίκες και να μάθουν τα κουτσομπολιά της πόλης, που έτρεχαν να μεταφέρουν στην κυρά τους.
Οι σύζυγοι τώρα των «μετοίκων» ζούσαν μια ζωή αρκετά παρόμοια με τη ζωή των γυναικών αστών. Δίπλα όμως σε αυτές ζούσαν και οι γυναίκες «μέτοικοι», δηλαδή αυτές που είχαν εγκατασταθεί στην Αθήνα οικειοθελώς. Αυτές, επειδή έπρεπε να εξασφαλιστούν μόνες τους, χρησιμοποιούσαν το αρχαιότερο γυναικείο επάγγελμα και οι φτωχότερες γινόντουσαν πόρνες. Ορισμένες όμως από αυτές εξελίσσονταν στις επονομαζόμενες «εταίρες». Αυτές ήταν και οι μόνες πραγματικά ελεύθερες γυναίκες στην Αθήνα. Μπορούσαν -όπως περιγράψαμε αναλυτικά παραπάνω- να κυκλοφορούν ελεύθερα και να συμμετέχουν στα συμπόσια όπου κρατούσαν «συντροφιά» σε ισχυρούς άντρες από τους οποίους βέβαια συντηρούνταν.
Η ΤΕΛΕΤΗ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ
Μια από τις πιο συγκλονιστικές στιγμές της ζωής παραμένει ακόμα και σήμερα, η «δια βίου» ένωση δύο ανθρώπων η οποία γιορτάζεται με μεγάλη λαμπρότητα και αθρόα συμμετοχή κόσμου από την αρχαιοελληνική εποχή. Ανατρέχοντας σε διάφορες πηγές συμπερασματικά αντιλαμβάνομαι ότι επρόκειτο για μια λαμπρή τελετή που θα προσπαθήσω να παραθέσω αναλυτικά.
Ο χρόνος, που θα γινόταν ο γάμος δεν ήταν τυχαίος, αλλά περιοριζόταν τόσο ως προς την εποχή όσο και τις ημέρες του μήνα. Σχετικά με τον προσδιορισμό της καταλληλότερης ημέρας για την τέλεσή του υπάρχει διαφωνία μεταξύ των αρχαίων. Ο Ησίοδος την επικεντρώνει στην τέταρτη ημέρα του μήνα χωρίς να ξεκαθαρίζει αν εννοεί την τέταρτη μετρώντας από την αρχή ή το τέλος του μήνα. Διασταυρώνοντας τα λεγόμενά του με όσα γράφει ο Πρόκλος καταλήγω στο συμπέρασμα ότι αναφέρεται «στην τέταρτη ημέρα από την αρχή του μήνα». Άλλοι πάλι σημειώνουν ως ημέρα του γάμου αυτήν που θα είχε πανσέληνο, γι’ αυτό και στον Ευριπίδη (Ιφ. Αυλ. 787), όταν η Κλυταιμνήστρα ρωτάει τον Αγαμέμνονα πότε θα γίνει ο γάμος της κόρης τους, εκείνος αποκρίνεται «όταν συμπληρωθεί ο κύκλος της σελήνης». Κάτι παρόμοιο αναφέρουν ο Δίων ο Χρυσόστομος (Ζ’,70) και ο Πίνδαρος (Ίσθμ. Ζ’,44). Ως προς την εποχή του έτους οι αρχαίοι προτιμούσαν για τους γάμους τον χειμώνα, λίγο παράξενο για εμάς σήμερα και μάλιστα οι Αθηναίοι είχαν ονομάσει «Γαμηλιώνα» τον μήνα κατά τον οποίο γίνονταν οι γαμήλιες τελετές και που συνέπιπτε με τον δικό μας Ιανουάριο. Πάντως, ούτε η ημέρα ούτε ο μήνας ήταν εντελώς υποχρεωτικά, επομένως κάποιες παρεκκλίσεις γίνονταν δεκτές. Μολονότι στους αρχαίους Έλληνες οι γάμοι είχαν ένα επίσημο θρησκευτικό χαρακτήρα και πολλές φορές επιβεβαιώνονταν με όρκο σε βωμούς ή ναούς θεών, λίγες τέτοιες μαρτυρίες έχουν διασωθεί, όπως π.χ. στον Πλούταρχο, που περιγράφει ότι «η ιέρεια της Δήμητρας εφάρμοζε στους νυμφευόμενους τα πατροπαράδοτα έθιμα», ενώ ο Ζωναράς μνημονεύει ότι «στην Αθήνα η ιέρεια της Αθηνάς εισερχόταν προς τους νεόγαμους κρατώντας την ιερή αιγίδα». Αφού στην αρχαιότητα οποιαδήποτε πράξη, ακόμη και η πιο ασήμαντη, επιχειρούνταν μόνο μετά την επίκληση των θεών, σε καμία περίπτωση δεν θα ήταν δυνατόν ο γάμος να γίνεται χωρίς θυσίες και άλλες τελετές σε διάφορους θεούς και θεές, υπό την προστασία των οποίων η αρχαιοελληνική θρησκεία έτασσε τον γάμο.
Η σπουδαιότερη απ’ όλες τις θρησκευτικές γαμήλιες τελετές ήταν η θυσία που προσφερόταν σε όλους τους θεούς-προστάτες του γάμου. Ονομαζόταν «προτέλεια γάμων», που σημαίνει ότι τελούνταν πριν (ίσως και την παραμονή) του γάμου και αποτελούσε την ολοκλήρωση, το «τέλος». Εδώ να σημειώσουμε ότι την προτέλεια θυσία προσέφερε ο πατέρας της νύφης. Ως θεοί στους οποίους ήταν καθιερωμένο να προσφέρουν αυτή τη θυσία ή και άλλες διάφορες δεήσεις υπέρ ευοδώσεως του γάμου και ευημερίας των μελλονύμφων, αναφέρονται πέντε: ο Δίας, η Ήρα, η Αφροδίτη, η Πειθώ και η Άρτεμις (που την επικαλούνταν οι γυναίκες στις ωδίνες του τοκετού). Ο Φανόδημος μας πληροφορεί ότι οι Αθηναίοι θυσίαζαν επιπλέον και προσεύχονταν υπέρ αποκτήσεως απογόνων στους Τριτοπάτορες, ανέμους ή θεούς-φύλακες των ανέμων. Σ’ αυτή την περίπτωση θυσίαζαν μόσχους ή δαμάλεις για τον συμβολικό χαρακτήρα της ακακίας και της αθωότητας. Για αυτό το λόγο και αφαιρούσαν τη χολή -σύμβολο πικρίας- από τα σφάγια και την πετούσαν. Υπήρχε, ακόμη, και η στιγμή της ένορκης διαβεβαίωσης του ζεύγους, μαζί με τους πατέρες και συγγενείς του, ενώπιον των θεών, ότι θα ζήσουν «επί κοινωνία βίου» και θα γεννήσουν παιδιά σύμφωνα με τον νόμο για να γίνουν «γνήσια τέκνα» και να φέρουν τον νόμιμο τίτλο του πολίτη.
Περίφημη, επίσης, τελετή ήταν και αυτή της απολούσεως ή λουτρόν, που γινόταν την ημέρα του γάμου από τον γαμπρό και τη νύφη μαζί, με νερό από την επισημότερη πηγή ή ποταμό κάθε τόπου, όπως στην Αθήνα από την ωραία κρήνη Καλλιρρόη ή στη Θήβα από τον ποταμό Ισμηνό ή στην Τροία από τον Σκάμανδρο ή στη Μαγνησία από τον Μαίανδρο. Απαιτούνταν, πάντως, «ζων ύδωρ» από ποτάμι ή πηγή, επειδή με το ζωντανό (μη στάσιμο) νερό συμβολιζόταν η συνέχεια της ζωής της οικογένειας, δηλαδή η απόκτηση απογόνων των νυμφευομένων. Αυτά, λοιπόν, τα νερά τα έφερνε συνήθως κάποιο παιδί από τους πλησιέστερους συγγενείς, είτε του γαμπρού είτε της νύφης, και ονομαζόταν λουτροφόρος. Αξίζει να αναφέρουμε εδώ ότι, και κατά τα έθιμα της ταφής των αρχαίων, σε περίπτωση που πέθαινε κάποιος «ανύμφευτος», τα έθιμα επέβαλαν να παραστεκόταν κάποιος «λουτροφόρος» κρατώντας μία υδρία με νερό. Επομένως αντιλαμβανόμαστε τη σημαντικότητα των μυστηρίων.
Από άλλες πηγές μαθαίνουμε ότι γινόταν, συνήθως, το μήνα Γαμηλιώνα (Ιανουάριος). Θα ξεκινήσουμε τώρα με την παράθεση συνοπτικών πληροφοριών για το τελετουργικό μέρος του γάμου, έτσι όπως μας παραθέτουν οι αρχαίοι συγγραφείς, στην αρχαία Αθήνα. Ο Γάμος ξεκινούσε με μια τελετή εξαγνισμού της νύφης. Όπως είπαμε και προηγουμένως, μέσα σε μια υδρία έφερναν νερό από το ποτάμι της Καλλιρόης, και έλουζαν με αυτό την νύφη. Το γενικό πρόσταγμα το είχε μια γυναίκα στην ηλικία της μητέρας, την οποία ονόμαζαν “νυμφοστόλο”.
Παράλληλα με τον στολισμό της νύφης, στο σπίτι συγκεντρώνονταν φίλοι και συγγενείς που έφερναν δώρα. Ένα πολύ σημαντικό στοιχείο του γάμου, που το βλέπουμε και στις διάφορες αναπαραστάσεις, είναι ο πέπλος που σκέπαζε το πρόσωπο της νύφης. Στην συνέχεια αφού είχε στολιστεί η νύφη με δαχτυλίδια, περιδέραια κλπ, αφού είχε βάλει το πέπλο και ένα στεφάνι στα μαλλιά της ξεκινούσε η κυρίως τελετή. Όλοι μαζεύονταν μπροστά στο βωμό του Δία και της Ήρας και του Υμέναιου (γαμήλιοι θεοί) και έκαναν προσφορές και θυσίες.
Ακολουθούσε ένα μεγάλο φαγοπότι στην μεγάλη αίθουσα του σπιτιού, όπου οι άντρες καθόταν από την μια πλευρά και οι γυναίκες από την άλλη. Όταν άρχιζε να νυχτώνει ξεκινούσανε σαν πομπή με τα δώρα και την προίκα και πήγαιναν στο σπίτι του γαμπρού. Την στιγμή που η νύφη έμπαινε μέσα όλοι της πετούσαν ξερά σύκα και καρύδια. Έπειτα της πρόσφερε (πιθανά η πεθερά) ένα κυδώνι ή ένα χουρμά, σύμβολα γονιμότητας. Το ζευγάρι έμπαινε στον κοιτώνα τους όπου θα επακολουθούσε η αποκάλυψη του πέπλου και οι απ’ έξω τραγουδούσαν το “επιθαλάμιον” ένα τραγούδι ειδικό για την περίσταση και έφευγαν. Έτσι τελείωνε και η τελετή.
Παρότι για τους Έλληνες ο γάμος διαδραμάτιζε πρωτεύοντα ρόλο αποτελώντας έναν από τους θεμελιώδεις θεσμούς της ελληνικής κοινωνίας και στην πορεία του χρόνου ο θεσμός του γάμου έχει πάρει μια ρομαντική χροιά σύμφωνα με την οποία ο γάμος τελείται μεταξύ των άλλων και για συναισθηματικούς λόγους, ωστόσο ο πρωταρχικός σκοπός του ήταν καθαρά για τεκνοποιία.
Σημειολογικά και σε αντίθεση με την Αθήνα, στην Σπάρτη, τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά. Ο γάμος αντιστοιχούσε και στο στυλ ζωής της Σπάρτης. Ήταν σημαντικός και ήταν ντροπή για κάποιον Σπαρτιάτη να μείνει ανύπαντρος και χωρίς παιδιά. Έτσι λοιπόν όταν έφτανε στην ηλικία των 30 άρπαζε την νύφη και την πήγαινε στο σπίτι του. Εκεί περίμενε ήδη μια γυναίκα η “νυμφεύτρια” η οποία την έπαιρνε και της κούρευε τα μαλλιά σύρριζα. Της φορούσε ένα χοντρό τσουβάλι για νυφικό και κάτι χοντροπάπουτσα και της έβαζε να ξαπλώσει σε ένα κρεβάτι με άχυρα σε ένα σκοτεινό δωμάτιο. Εκεί η νύφη περίμενε υπομονετικά τον γαμπρό. Εκείνος όταν έφευγε από το αντρικό συσσίτιο στο οποίο δειπνούσε κάθε βράδυ, έμπαινε σαν κλέφτης στο δωμάτιο, της έβγαζε το τσουβάλι και ξάπλωνε για λίγο μαζί της, και μετά έφευγε να κοιμηθεί στον στρατώνα μαζί με τους συντρόφους του. Μια τελείως διαφορετική κατάσταση αντίστοιχη της οργανωμένης κοινωνίας της Σπάρτης.
Εκείνο που πρέπει να σημειωθεί τέλος, σύμφωνα με κάποιες μαρτυρίες αρχαίων σχολιαστών για τις διαφορές του θεσμού ανάμεσα σε Αθήνα και Σπάρτη συμπερασματικά είναι ότι, ο γάμος σαν τελετή στην Σπάρτη δεν είχε θρησκευτικό χαρακτήρα και για αυτό το λόγο, η ένωση του άνδρα και της γυναίκας, δεν γινόταν σε ναό αλλά στην οικία της νύφης. Εκεί πήγαινε ο επίδοξος μνηστήρας και ζητούσε την κοπέλα από τον πατέρα της ο οποίος αν ήταν σύμφωνος έδινε τη συγκατάθεσή του. Η γυναίκα δεν ήταν απαραίτητο να είναι μπροστά στις διαδικασίες του αρραβώνα (της αποκαλούμενης εγγύησης) αφού η γνώμη της δεν είχε καμία απολύτως βαρύτητα καθώς όπως αναφέρει και ο Πλάτωνας «το δικαίωμα αυτό ασκούσε αποκλειστικά και μόνο ο πατέρας της νύφης. Αν δεν βρισκόταν στη ζωή τότε τον διαδεχόταν κατά σειρά ο παππούς, τα αδέλφια, η μάνα και αν δεν υπήρχαν καθόλου κοντινοί συγγενείς τότε το “δικαίωμα” ασκούσε ο εκάστοτε κηδεμόνας». Σε αυτό το σημείο αξίζει να αναφερθεί ότι οι γυναίκες της Αθήνας ήταν πολύ περιορισμένες σε σχέση με της Σπάρτης όπου όχι μόνο έβγαιναν ελεύθερα από τα σπίτια τους αλλά γυμνάζονταν στα στάδια και τις παλαίστρες μαζί με τους άνδρες.
Όπως διαπιστώνουμε, στην Σπάρτη η υπόθεση του γάμου ήταν κάτι το οποίο εξελισσόταν στα σκοτεινά και είχε τελείως διαφορετική σημασία από ότι στην Αθήνα.
ΓΙΑΤΙ ΠΑΝΤΡΕΥΟΝΤΑΝ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ
Έχοντας περιγράψει την τελετή του γάμου, δόκιμο θα ήταν να απαντηθεί το γιατί παντρεύονταν οι άνθρωποι στην αρχαιότητα. Ένας βασικός λόγος θα μπορούσε να θεωρηθεί, σύμφωνα με αναφορές, η σύναψη συμμαχιών ή συνασπισμών ισχυρών οικογενειών, που παραπέμπει σε ηρωικές εποχές και στις πρακτικές των τυράννων (Ηρόδοτος, 6.126-130, και Θουκυδίδης, 1.26). Εντούτοις ο προφανής λόγος στην αθηναϊκή κοινωνία είναι η διαιώνιση του είδους, με την οποία ο άνδρας θα εξασφαλίσει φροντίδα στα γηρατειά του, παραδοσιακή κήδευση, αλλά και συνέχιση της οικογενειακής λατρείας μετά το θάνατο. Η νομοθεσία επάνω στο θέμα της αγαμίας πρεσβεύει ότι ο άγαμος άνδρας μετά τα 35 πληρώνει ετήσιο πρόστιμο (Πλάτων, Νόμοι 721d) και δεν δύναται να εκλεγεί άρχοντας, στρατηγός ή να κατέχει υψηλό αξίωμα.
Στη Σπάρτη, τα μέτρα είναι πολύ πιο αυστηρά, καθώς η αγαμία θεωρείται αποτυχία στην εκπλήρωση του καθήκοντος προς το κράτος, που απαιτεί τη γέννηση υγιών τέκνων. Έτσι, θεσπίζεται «γραφή αγαμίου», «γραφή οψιγαμίου» και «γραφή κακογαμίου» (Πολυδεύκης, Ονομαστικόν Γ’ 48), ενώ νόμος του Λυκούργου (Πλούταρχος, Λυκούργος 15) απαγορεύει στους άγαμους Λακεδαιμόνιους να συμμετέχουν σε γυμνικούς αγώνες, τους επιβάλλει τιμωρίες (π.χ. να περιφέρονται γυμνοί το χειμώνα στην αγορά ψάλλοντας προσβλητικά για τους ίδιους άσματα ή να σύρονται από τις Σπαρτιάτισσες γύρω από το βωμό, να ραπίζονται και να χλευάζονται, στο ίδιο, και Αθηναίος, Δειπνοσοφισταί 13.555c-d) και τους στερεί το δικαίωμα των τιμών και περιποιήσεων από τους νεότερους.
Ένας τελευταίος, κάπως περίεργος λόγος για τη σύναψη γάμου είναι η εξασφάλιση της οικογενειακής περιουσίας και λατρείας και σχετίζεται με το θεσμό της επίκληρου κόρης, όπου η γυναίκα χωρίς αρσενικά αδέλφια οφείλει μετά το θάνατο του πατέρα της να παντρευτεί τον πλησιέστερο άγαμο άρρενα συγγενή του πατέρα της, ακόμα και αν είναι ήδη παντρεμένη οπότε και λύεται ο πρώτος γάμος της (εκτός εάν ο πατέρας έχει φροντίσει να υιοθετήσει τον γαμπρό του με διαθήκη).
Ολοφάνερα, η ενδογαμία και η επικείμενη αιμομιξία δεν απαγορεύονται ούτε στην Αθήνα ούτε στη Σπάρτη, όπου για παράδειγμα οι βασιλείς Λεωνίδας και Αναξανδρίδας παντρεύονται τις ανιψιές τους για τη διατήρηση της βασιλικής εξουσίας στο στενό πλαίσιο του οίκου (Ηρόδοτος 5.39 και 7.239).
Στη Σπάρτη όμως δεν ισχύει ο περιορισμός της μονογαμίας, αφού επιτρέπεται στη γυναίκα να έχει πολλούς συζύγους, αλλά και εραστές, κάποιες φορές μάλιστα υπό την παρότρυνση του ίδιου του συζύγου, όπως μαρτυρεί ο Πλούταρχος (Λυκούργος 15.11-15: «ο Λυκούργος θέλησε επίσης να καταδιώξει τη ζήλια […] επέτρεψε στον ηλικιωμένο σύζυγο μιας νέας γυναίκας να της φέρνει έναν νέον άντρα από καλό σόι για να έχει γιο με καλό αίμα, που θα τον θεωρούσε σαν δικό του γιο. Επέτρεψε επίσης σε έναν άντρα αξίας, αν θαύμαζε μια γυναίκα γόνιμη και συνετή, παντρεμένη με άλλον, να του τη ζητήσει, για να σπείρει μέσα της σε ένα γόνιμο χωράφι και να αποκτήσει από αυτήν καλά παιδιά, γεννημένα από καλό αίμα και ανήκοντα σε καλή γενιά»). Στη δε Θράκη η πολυγαμία επιβάλλεται, αφού Θραξ με λιγότερες από 5 συζύγους θεωρείται άθλιος, ανάξιος τιμής (Μένανδρος).
Στο εύλογο ερώτημα αν υπάρχει αγάπη στο γάμο, προκύπτει εύκολα η απάντηση, δεδομένου ότι υπό τις συνθήκες που συνάπτονταν οι γάμοι (όπως περιγράφηκαν παραπάνω) δεν δινόταν κατ’ αρχήν η δυνατότητα να αποτελέσει ο «έρως» αιτία του γάμου. Επιπλέον, η θέση της συζύγου τουλάχιστον στην Αθήνα σκιαγραφείται εύγλωττα από τον Δημοσθένη (Κατά Νέαιρας 59.118-122) «τις εταίρες τις έχουμε για την ηδονή, τις παλλακίδες για τις καθημερινές φροντίδες, τις συζύγους για να μας κάνουν παιδιά νόμιμα και για να έχουμε και έναν πιστό φύλακα για το σπίτι».
Συνεπώς, το γεγονός ότι η Αθηναία βιώνει μια κατάσταση «εγκλεισμού» και «υποχρέωσης» εκτέλεσης καθηκόντων νοικοκυράς και μητέρας, ενώ ο Αθηναίος κινείται άνετα εκτός οικίας, έχοντας τη δυνατότητα να ικανοποιήσει τις σαρκικές αλλά και συναισθηματικές του ανάγκες με τις εταίρες και τις παλλακίδες, δεν ευνοεί φυσικά την ανάπτυξη μιας ουσιαστικής αισθηματικής και πνευματικής επικοινωνίας ανάμεσα στο αντρόγυνο στην πορεία της κοινής τους ζωής. Ο Νικήρατος, για τον οποίο ο Σωκράτης αναφέρει ότι «αισθάνεται πραγματικό έρωτα για τη γυναίκα του, όπως κι αυτή για αυτόν» (Ξενοφών, Συμπόσιο 8.3), αλλά και λογοτεχνικές αναφορές του τύπου του έρωτα Αντιγόνης-Αίμονα στη Σοφόκλεια τραγωδία, συνιστούν προφανώς εξαιρέσεις.
Η περίπτωση λύσης ενός γάμου στην αρχαία Αθήνα (καθώς οι πληροφορίες για άλλες πόλεις είναι σχεδόν ανύπαρκτες) σπανίζει, κυρίως γιατί τίθεται θέμα επιστροφής ή όχι της «προίκας». Βέβαια σε περίπτωση που διαπιστωθεί στειρότητα της γυναίκας ή μοιχεία, ο σύζυγος μπορεί να πάρει διαζύγιο δηλώνοντάς το μπροστά σε μάρτυρες και στέλνοντας πίσω τη σύζυγο («έκπεμψις», «αποπομπή») μαζί με την προίκα της, δεδομένου ότι δεν εκπληρώνεται σωστά ο σκοπός του γάμου -ήτοι η τεκνοποιία γνήσιων απογόνων-, ενώ δικαιούται στην τελευταία περίπτωση να αυτοδικήσει και έναντι του μοιχού ατιμώρητος από το νόμο (Αριστοτέλης, Αθηναίων Πολιτεία 57.3).
Στην αντίθετη περίπτωση, η απιστία του συζύγου δεν συνιστά λόγο διαζυγίου, καθώς η σεξουαλική ελευθερία του άνδρα νομιμοποιείται από τα ήθη, αν και προς τα τέλη του 4ου αιώνα παρατηρείται μια στροφή προς το συντηρητισμό και σε μια ηθική που αναμένει ότι ο άνδρας μετά το γάμο του σιγά σιγά περιορίζει τις εξωσυζυγικές περιπέτειες. Εντούτοις η κακοποίηση της γυναίκας, εφόσον στοιχειοθετείται με αδιάσειστες αποδείξεις, δίνει στην Αθηναία τη δυνατότητα να ζητήσει διαζύγιο («απόλειψις») μέσα από μια πιο σύνθετη διαδικασία, που απαιτεί την κατάθεση του αιτήματος της στον επώνυμο άρχοντα, ο οποίος αν το κρίνει σκόπιμο θα ενεργήσει ως προστάτης και εκπρόσωπός της, δεδομένης της δικαιοπρακτικής της ανικανότητας. Τέλος, τη λύση του γάμου, συχνά για οικονομικούς λόγους μπορούσε να επιδιώξει και να επιτύχει ο πατέρας της νύφης («αφαίρεσις»).
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Συμπερασματικά, και από την ανάλυση που παρέθεσα για το θεσμό του γάμου, τη ζωή, τα ήθη και τα έθιμα των δύο φύλων, και ιδιαίτερα ανακεφαλαιώνοντας τα όσα παραπάνω αναπτύχθηκαν για τη ζωή και τη θέση της γυναίκας στην κλασσική εποχή, μπορούμε να συνοψίσουμε και να επισημάνουμε τα παρακάτω:
Τη διαφορετικότητα του ρόλου και της ζωής των γυναικών και των ανδρών στην αρχαία και στη σύγχρονη κοινωνία. Στην Αρχαιότητα οι γυναίκες δεν είχαν το δικαίωμα να συμμετέχουν στην κοινωνική και πολιτική ζωή και η εκπαίδευσή τους ήταν στοιχειώδης σε αντίθεση με τους άντρες που συμμετείχαν ουσιαστικά καθώς και στις απολαύσεις της ζωής και είχαν ελευθερία βούλησης. Η θέση της γυναίκας ήταν μέσα στο σπίτι υποταγμένη στο μελλοντικό σύζυγο, στην ανατροφή των παιδιών και στην φροντίδα του σπιτιού, ενώ οι άντρες εκπαιδεύονται σωματικά και πνευματικά. Στην Αρχαία Αθήνα η γυναίκα με το γάμο της στην ουσία άλλαζε χέρια από τον πατέρα στο σύζυγο. Στην Αρχαία Σπάρτη ο ρόλος της γυναίκας ήταν ισότιμος με του άντρα. Από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα τα πράγματα έχουν αλλάξει ριζικά. Οι γυναίκες έχουν πλέον συνειδητοποιήσει ότι για να έχουν κοινωνική και επαγγελματική καταξίωση πρέπει να αγωνίζονται καθημερινά. Η γυναίκα αφού πάλεψε κατάφερε να διεκδικήσει τα δικαιώματά της ξεκινώντας από την εκπαίδευση. Σήμερα εισβάλλει δυναμικά σε παραδοσιακά αντρικά επαγγέλματα, διεκδικεί τη θέση της στην αγορά εργασίας με ίσους όρους και μόλις τον 20ο αιώνα αποκτά δικαίωμα ψήφου καταφέρνοντας μέχρι σήμερα να κοσμεί την πολιτική σκηνή.
Τη διαπίστωση ότι, με τη μέχρι σήμερα διατήρηση πολλών από τα έθιμα αυτά, η Ελλάδα του χθες αποτελεί πρότυπο της Ελλάδας του σήμερα και ότι οι συνήθειες της κοινωνικής ζωής των αρχαίων Ελλήνων, αλλά και οι αρετές και οι αξίες τους είναι αναλλοίωτες και έχουν αιώνια διάρκεια.
Την έλλειψη αγάπης και πνευματικής επαφής στο ζευγάρι της κλασσικής εποχής σε αντίθεση με σήμερα που είναι προϋπόθεση ουσιαστικής και καλής συμβίωσης.
Την διαπίστωση ότι οι γάμοι στην Αρχαία Ελλάδα ήταν πρώτα και πάνω απ’ όλα μια ευκαιρία ώστε οι αρχαίοι να δηλώσουν τον σεβασμό και την υποταγή τους στους θεούς του Ολύμπου και να τους ευχαριστήσουν για τη βοήθειά τους να αποκτήσουν νόμιμα τέκνα. Μερικά έθιμα των τελετών των κλασσικών χρόνων κρατάνε μέχρι και σήμερα, πολλά από αυτά όμως έχουν χαθεί, καθώς, βάσει αυτών, η νύφη ήταν ένα άβουλο πλάσμα που δεχόταν εντολές από τους άντρες της οικογένειας, χωρίς ιδιαίτερα δικαιώματα παρά μόνο την αναπαραγωγή απογόνων.
ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΙΚΑ
Η δήλωση του Αίαντα, στην ομώνυμη τραγωδία του Σοφοκλή, ότι «η ζωή ενός άνδρα αξίζει πολύ περισσότερο από τη ζωή χιλίων γυναικών», αλλά και αυτή του νομοθέτη Σόλωνα ότι «χαλεπόν φορτίον η γυνή» δίνουν ένα πρώτο στίγμα για το ποια ήταν γενικά η θέση της γυναίκας στην αρχαιότητα. Ο προσδιορισμός επιπλέον του ρόλου της ως του ατόμου που «προετοιμάζεται για να γίνει καλή νοικοκυρά και μητέρα, να δίνει εργασίες στους δούλους, να νοικοκυρεύει το έχει της» (Σοφοκλής, Αίας) προϊδεάζει και για την έγγαμη ζωή της σε μια κοινωνία που για πολλούς άνδρες θεωρείται «το γαμείν έσχατον του δυστυχείν», πλην όμως αναγκαίο κακό, καθώς «να πεις το γάμο πως δε θες και τις φροντίδες της γυναίκας κι έτσι δεν κάμεις παντρειά, και φτάσεις τα γεράματα χωρίς κανέναν να ‘χεις για να σε γηροκομά, τότε το βίο σου βέβαια δε θα στερηθείς, μα σαν πεθάνεις, μακρινοί θα σου το μοιραστούνε» (Ησίοδος, Θεογονία 585 κ.ε.).
ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΛΑΣΣΙΚΗ ΕΠΟΧΗ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ
Η σύγχρονη αντίληψη για τη θέση της γυναίκας στην αρχαιότητα στηρίχτηκε περισσότερο στο καθεστώς της κλασσικής Αθήνας, που οπωσδήποτε ήταν δυσμενέστερο για τη γυναίκα, αφού πολλά από τα ήθη είχαν διαφθαρεί, ιδιαίτερα μάλιστα σε ό,τι αφορούσε την ανώτερη κοινωνική τάξη. Έχοντας, λοιπόν, την αρχαία Αθήνα ως υπόδειγμα, ως φαίνεται ήταν δύσκολο σε πολλούς να πιστέψουν πως τα πράγματα μπορούσαν να είναι καλύτερα σε άλλες κοινωνίες, και μάλιστα παλαιότερες από αυτήν. Ένα συμπέρασμα που απορρέει είναι ότι, μολονότι με τα σημερινά μέτρα, η ζωή της γυναίκας αυτής μας φαίνεται σήμερα περιορισμένη και άχαρη, χωρίς να της παρέχει ιδιαίτερα δικαιώματα και απολαύσεις, εν τούτοις δεν έχουμε το δικαίωμα να ισχυριστούμε ότι η πλειονότητα των γυναικών αυτών ένοιωθε δυσαρεστημένη και δυστυχισμένη. Δεν υπήρχε αόριστα ένα σύνολο Αθηναίων γυναικών, αλλά Αθηναίες αστές, μέτοικοι και δούλες. Η κάθε μια ζούσε πιο κοντά στις υπηρέτριές της παρά στις όμοιές της. Η γυναίκα του μέτοικου δεν ξεχώριζε από την αστή και ζούσε μια άνετη ζωή. Η εταίρα ήταν πάντα ελεύθερη στις κινήσεις της και τέλος η δούλα ζούσε στη σκιά της κυράς της. Όμως, όσο και αν αυτές οι διαφορές τάξεως να ήταν ουσιαστικές, αυτές διαλύονταν από το γεγονός ότι όλες αυτές αποκλείονταν από την πολιτική ζωή του τόπου, κάτι που σήμερα παίζει τελείως διαφορετικό ρόλο στη θέση των δύο φύλων. Έμενε, επομένως, υπέρ της αστής το πλεονέκτημα ότι με το να εξασφαλίζει την αναπαραγωγή της αστικής τάξεως, τη φροντίδα του σπιτιού, καθώς και το ρόλο που είχε να παίζει στη θρησκευτική ζωή της εποχής, ήταν απαραίτητη για αυτήν. Το αθηναϊκό δικαιικό σύστημα παραβλέπει τα όποια δικαιώματα των γυναικών και τις υποχρεώνει να ζουν μια ζωή άχαρη και στείρα. Η αντρική νοοτροπία όμως που ήταν υπαίτια για τον εγκλεισμό των γυναικών, διψούσε για εύστροφους συνομιλητές και για γυναίκες με πνευματικά ερεθίσματα. Οι λόγοι αυτοί οδήγησαν στη δημιουργία του θεσμού των εταίρων. Αυτές, όπως έχουμε πει, ήταν μορφωμένες γυναίκες που αποτελούσαν ένα είδος αντιδότου για την ελλιπή γυναικεία συντροφιά. Διάνθιζαν τις κοινωνικές τους συναναστροφές και αποτελούσαν τη μοναδική περίπτωση γυναικείας ευφυΐας. Αντίθετα στη στρατοκρατούμενη Σπάρτη η θέση της γυναίκας παρουσιάζεται εκ διαμέτρου αντίθετη με την ισχνή αθηναϊκή πραγματικότητα. Βασικός σκοπός της σπαρτιατικής αγωγής ήταν η δημιουργία γενναίων και ατρόμητων πολεμιστών. Απαραίτητη προϋπόθεση για αυτό ήταν η δημιουργία αντιστοίχως υγιών και εύψυχων γυναικών. Οι Σπαρτιάτισσες ήταν σχεδόν ισότιμες των αντρών και συγχρωτίζονταν ελεύθερα με τους άντρες. Είχαν γνώμη και άποψη για τα πολιτικά πράγματα, γυμνάζονταν και δεν ήταν καθόλου σεμνότυφες. Ενώ οι Ιωνικής καταγωγής Αθηναίες είχαν ως πρότυπα αρετής την υπακοή και την υποταγή, το Δωρικό φύλο των Σπαρτιατών απέβλεπε σε γυναίκες με ψυχικά και ηθικά χαρίσματα, με δυναμικότητα και με πρωτοβουλίες.
Σήμερα ωστόσο πολλά έχουν αναθεωρηθεί από τους επιστήμονες και η αντίληψή τους είναι πλέον εντελώς διαφορετική, καθώς οι έρευνες ανατρέπουν συνεχώς την προηγούμενη άποψη ως εντελώς εξωπραγματική. Όπως γράφει η ιστορικός M. Katz, τίποτα δεν είναι περισσότερο ανακριβές από την ιδέα της φυλακισμένης γυναίκας στην Αρχαία Ελλάδα. Αν και πολλές φιλολογικές πηγές προβάλλουν την αντίληψη ότι η Αθηναία γυναίκα ήταν λίγο παραπάνω από τους δούλους, οι έρευνες έχουν δείξει ότι ως έργα αντρών (όπως είναι σχεδόν όλες οι γραπτές αρχαίες πηγές) παρουσιάζουν μάλλον την αντρική άποψη και όχι απαραίτητα την αλήθεια.
Η τεχνολογική έκρηξη του 19ου αιώνα, με τα χρόνια που πέρασαν και η μετατόπιση της γυναικείας εργασίας από το σπίτι στο εργοστάσιο, έδωσε στη γυναίκα τη δυνατότητα να αρχίζει να δραστηριοποιείται ως μεμονωμένο άτομο και ξέχωρα από την οικογενειακή μονάδα. Ενώ μέχρι τότε η εκπαίδευση ήταν ρηχή και περιορισμένη στα απολύτως απαραίτητα, άρχισε σιγά-σιγά να δημιουργείται η επιτακτική ανάγκη για μια πολύπλευρη και ολοκληρωμένη μόρφωση των κοριτσιών. Σταδιακά οι γυναίκες άρχισαν να προωθούνται και σε μη παραδοσιακά επαγγέλματα αν και πολλά Πανεπιστήμια, με κατά παράδοση αντρικούς τομείς (όπως τα τμήματα ιατρικών και νομικών επιστημών), επέμεναν να κρατούν τις θύρες τους ερμητικά κλειστές για τις σπουδάστριες. Από τον 20ο αιώνα μέχρι σήμερα, σε σχετικά μικρό χρονικό διάστημα όμως οι γυναίκες εισχώρησαν σε όλους τους κλάδους των επαγγελμάτων και άρχισαν να εργάζονται στο πλευρό των αντρών-συναδέλφων τους. Ο θεσμός του γάμου πάντα παρέμενε σημαντικός, αλλά όσο η γυναίκα έπαιρνε μια καινούργια θέση μέσα στην κοινωνία, χωρίς να χάνει το κυρίαρχο ρόλο της, δηλαδή την αναπαραγωγή και τη φροντίδα των παιδιών, τροποποιείται ως προς τις δραστηριότητες και τις απολαύσεις της ίδιας της γυναίκας και κυρίως την πνευματική της καλλιέργεια.
Η θέση της γυναίκας σήμερα αναγνωρίζεται τόσο σχετικά με το ρόλο της μέσα στην οικογένεια, όσο και στον πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό στίβο. Η ιστορική ανασκόπηση όμως της θέσης της μας κάνει να συνειδητοποιήσουμε τα ακραία συναισθήματα που έχει κατά καιρούς προκαλέσει.
Ανάλογα με το κοινωνικό γίγνεσθαι και το χρονικό πλαίσιο λατρεύτηκε και μισήθηκε, αγαπήθηκε και παραμερίστηκε, αποθεώθηκε και περιφρονήθηκε.
Βιβλιογραφικές αναφορές
Sealey, R. (2016). Women and law in classical Greece. UNC Press Books.
Just, R. (2008). Women in Athenian law and life. Routledge.
Walker, S. (1983). Women and housing in classical Greece: the archaeological evidence. na.
Davidson, J. (1997). Courtesans and fishcakes: The consuming passions of classical Athens. New York: St.
Burkert, W. (1985). Greek Religion: Archaic and Classical, trans. John Raffan. Oxford, UK: Basil Blackwell, 117, 14.
Lacey, W. K. (1968). The family in ancient Greece. London and New York: Thames & Hudson.
Davies, J. K. (1971). Athenian propertied families. Clarendon Press.
Mossé, C. (1991). La femme dans la Grèce antique (Vol. 72). Editions Complexe.
Καλογερόπουλος Κ. (2004). H Συμβολή Της Γυναίκας Στη Ζωή Της Αρχαίας Πόλης