Κείμενο: Ελπίδα Βεριτά
Ψυχολόγος
Επιμέλεια: Στέλλα Πυρένη
Φιλόλογος
Ο δικός της γυάλινος κόσμος ήταν. Ένα κομμάτι γυαλί, στο οποίο έβρισκε καταφύγιο, ελπίζοντας να προστατεύσει τον εαυτό της. Έμενε εκεί για να προφυλαχτεί, με μοναδικό στόχο την επιβίωση. Είκοσι τέσσερις ώρες. 1.440 λεπτά. Ήταν όλα όσα χρειαζόταν να κάνει. Να αναπνεύσει. Να κάνει ένα μπάνιο. Να αλλάξει πιτζάμες. Ελάχιστη σημασία είχε αν ήταν μικρές οι ενέργειές της. Ήθελε να πιστέψει ότι μπορούσε να σώσει ολόκληρο τον κόσμο, με πρώτο βήμα να είναι χαρούμενη που βρίσκεται κρυμμένη μέσα στον γυάλινο κόσμο της, παλεύοντας κάθε νέα ώρα και κάθε νέα μέρα να είναι ζωντανή. Για να σου πω την αλήθεια, όλο αυτό συμβόλιζε περισσότερο μια υπενθύμιση. Μια υπενθύμιση ότι όλα οδεύουν προς το καλύτερο. Μια υπενθύμιση ότι κάθε τελευταία λεπτομέρεια που την κάνει να δυσφορεί στη ζωή της είναι προσωρινή. Μια υπενθύμιση ότι κάθε ίχνος αμφιβολίας, ανησυχίας, αβεβαιότητας, ταλαιπωρίας που αντιμετωπίζει, θα περάσει σύντομα. Ήταν μια υπενθύμιση να καθίσει με τον εαυτό της, να νιώσει οικεία με τον χώρο και τα συναισθήματά της, προκειμένου να τα αναγνωρίσει, να τα νιώσει κι έπειτα να τα αφήσει να ξεθωριάσουν στον χρόνο. Πίστευε στη δύναμη του χρόνου. Μα, ποια θα ήταν, αν έστω και προσωρινά, εγκατέλειπε τον ασφαλή της τόπο; Ήταν ασαφές για εκείνη αν έπρεπε να τον εγκαταλείψει ή απλά να προχωρήσει μαζί με αυτόν.
Ξεκίνησε το ταξίδι της σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να αναζητά θαλπωρή στους κόσμους των άλλων, να λάμπει στο φως των άλλων. Βλέπεις, μεγαλώνοντας υπήρχαν κάποια πράγματα που δεν πρόλαβε να μάθει. Δεν είχε μάθει ότι μερικές φορές θα βρίσκει τον εαυτό της σε σταυροδρόμια και θα πρέπει να βασίζεται στο ένστικτό της για να την καθοδηγήσει. Δεν είχε μάθει ότι, ακόμη κι αν έχει όλα τα σημάδια του κόσμου, αν δεν κρίνει πως ο δρόμος αυτός είναι για εκείνη, θα πρέπει να διασχίσει έναν άλλο δρόμο μόνη. Δεν είχε μάθει ότι, αν βγει από τον ασφαλή της τόπο, μερικές φορές θα βρει τον εαυτό της στη μέση του πουθενά ζώντας καταστάσεις που δεν θα ήθελε και κάνοντας πράγματα που δεν θα έκανε ποτέ, μονάχα για να ενώσει τις τελείες, μονάχα για να επιβιώσει, μονάχα για να ζήσει μια ακόμη ημέρα. Δεν έμαθε ότι η ζωή εκεί έξω είναι μια εργασία πάνω στην οποία θα πρέπει να δουλεύει αδιάκοπα. Μα τα καλά νέα ήταν πως θα έβρισκε πάντοτε μέσα της όλα όσα χρειαζόταν για να ολοκληρώσει κάθε κομμάτι της εργασίας. Ακόμη, εκείνα που δεν είχε μάθει ήταν ότι μεγαλώνοντας θα βελτιώνεται στο να μαθαίνει, θα γίνεται καλύτερη στην επούλωση, θα γίνεται καλύτερη στο να αντιμετωπίζει το χάος δίχως να χάνεται, θα την προλαβαίνει ο τυφώνας, αλλά εκείνη θα μαθαίνει να βγαίνει μέσα από εκείνον άθικτη.
Κι ενώ ενέμενε να εμπιστεύεται τη ζωή της στα χέρια των άλλων, ξαφνικά σκέφτηκε ότι ίσως θα μπορούσε να τους βρει. Ανθρώπους. Τους δικούς της ανθρώπους. Μόνο που αυτή τη φορά θα κρατούσε σφιχτά τον γυάλινο κόσμο της που την έκανε να ξεχωρίζει από τον υπόλοιπο κόσμο, αλλά θα άφηνε άλλους να τη γνωρίσουν. Τους ανθρώπους που θα καταλάβαιναν τι σημαίνει να αγαπά την ευαισθησία που κρύβεται στους ματωμένους καρπούς της. Τους ανθρώπους που θα καταλάβαιναν ότι το παρελθόν τη ράγισε, την έχτισε και την άφησε να καθοδηγήσει το χάος όλων όσων σημαίνουν το να είσαι ένας άνθρωπος που έχει αγαπήσει, έχει χάσει κι έχει εμπιστευθεί με κάθε χιλιοστό της ύπαρξής του. Τους ανθρώπους που θα την καταλάβαιναν στις μέρες που είναι ένα φωτεινό παράδειγμα όλων των πραγμάτων που θα ήθελε τόσο πολύ να είναι και στις μέρες που συρρικνώνεται προσπαθώντας να θεραπευτεί.
Τους βρήκε τελικά. Ήταν οι άνθρωποι εκείνοι που της έδειξαν ότι αξίζει τον κόσμο ολόκληρο, ακόμη κι αν δεν το βλέπει πάντα. Της έμαθαν τι σημαίνει να έχεις τους δικούς σου ανθρώπους και δεν θα μπορούσε να προχωρήσει χωρίς να τους έχει στη ζωή της. Της έδειξαν ότι η ίδια είναι εκείνη που εισχωρεί στη ζωή των ανθρώπων με έναν σκοπό και τους αλλάζει. Ότι κάνει τους ανθρώπους γύρω της καλύτερους δίχως να το αντιλαμβάνεται. Γιατί τους κρατά το χέρι όσο κλαίνε. Τους κάνει να γελάνε όσο είναι λυπημένοι και τους συγχωρεί για όσα της λένε όσο είναι θυμωμένοι. Πιστεύει σε εκείνους όταν οι ίδιοι δεν πιστεύουν μέσα τους. Και νοιάζεται για εκείνους πριν καν νοιαστεί για τον εαυτό της. Έμαθε πως αποτελείται από πολλά περισσότερα συστατικά, που μερικές φορές επισκιάζουν οι συναισθηματικές διακυμάνσεις της. Έμαθε ότι η αγάπη για εκείνη δεν είναι επιλογή. Η αγάπη είναι απλώς αυτό που της δίνει ζωή και τη μετατρέπει σε μια όμορφη ψυχή. Γιατί η αγάπη δεν είναι αδύναμη ούτε τρομαγμένη. Είναι η πιο ισχυρή δύναμη που έμαθε ότι έκρυβε μέσα της. Μα έμαθε με τον καιρό ότι δεν είναι μόνο όσα οι δικοί της άνθρωποι μπορεί να χρειάζονται μερικές φορές. Είναι όσα χρειάζεται και η ίδια.
Ακόμη κι αν τα μάτια της δεν έβλεπαν τόσο καθαρά όσα οι άνθρωποι γύρω της ξεχώριζαν σε εκείνη, το μονοπάτι που διέσχισε με την τόλμη να αφήσει τον κόσμο της ο οποίος ήταν σχηματισμένος από εύθραυστο γυαλί, τη βοήθησε να συνειδητοποιήσει ότι δεν είναι πια μόνη.