Κείμενο: Νεφέλη Αρδίττη
Γλωσσολόγος
Επιμέλεια: Στέλλα Πυρένη
Φιλόλογος
Το νικητήριο κείμενο του πρώτου λογοτεχνικού διαγωνισμού του Animartists με θέμα «Ένα μεγάλο μάθημα ζωής» στον συνεργατικό ραδιοφωνικό σταθμό «Μεταδεύτερο».
Ήταν όταν της είπαν ότι πρέπει να ετοιμάσει το γάλα του μωρού, να γεμίσει το μπιμπερό και να πάει να το δώσει. Δεν είχε ιδέα από βρεφικά γάλατα και δοσολογίες, δεν ήξερε πώς ετοιμάζει κανείς βρεφικό γάλα. Πρέπει να βράσεις τόσες μεζούρες σε τόσο νερό, της είπαν. Ρώτησε για την αποστείρωση. Ο άλλος έβαλε τα γέλια και της έδειξε το μπρίκι και το καμινέτο. Μέτρησε τη σκόνη με το πλαστικό κουταλάκι κι έριξε το ανάλογο νερό από το μπουκάλι στο μπρίκι. Άναψε με χίλια ζόρια το καμινέτο —απεχθανόταν τα γκαζάκια— και περίμενε να βράσει. Μετά το έβαλε στο μπιμπερό που δεν είχαν αποστειρώσει. Θυμήθηκε τη γιαγιά της να λέει ότι πριν δώσεις το γάλα στο μωρό το δοκιμάζεις στο χέρι σου. Το έκανε. Κάηκε. Δεν ήξερε τι να κάνει για να το κρυώσει. Της είπαν ότι η μάνα του θα ξέρει πόσο να περιμένει κι απλώς να της πάει το μπουκάλι. Εξάλλου, κρύο νερό για να το βάλουν σε λεκάνη δεν είχαν. Μέσα Σεπτέμβρη και ήταν ακόμα καλοκαίρι, το νερό από τους σωλήνες έτρεχε ζεστό.
Μα το πρόβλημά της δεν ήταν ούτε το μπιμπερό, ούτε το βρεφικό γάλα, ούτε το καμινέτο. Το πρόβλημα, ο φόβος της, ήταν ότι δεν αρκούσε να γεμίσει το μπουκάλι. Έπρεπε και να πάει να της το δώσει. Ευχήθηκε να κοιμόταν, να μπορούσε απλώς να το αφήσει δίπλα της και να φύγει. Να μην τη δει, να μην της μιλήσει, να μην την κοιτάξει. Μα ήξερε πως δεν κοιμόταν. Πήρε βαθιά ανάσα και μπήκε μέσα με το μπιμπερό στα χέρια. Εκείνη ήταν μόνη της μες στο μεγάλο δωμάτιο. Είχε φτιάξει μια γωνιά από στρώματα στη γωνία πίσω από την κόχη μιας κολώνας. Να θυμίζει σπίτι, να προστατεύει από τα πολλά μάτια. Εκεί καθόταν, δίπλα στο μωρό της, με μια κουβέρτα χρησιμοποιημένη υπερβολικά πολλές φορές από υπερβολικά πολλούς ανθρώπους τις τελευταίες μέρες.
Ήταν μικρή. Φόραγε μια μαύρη μαντίλα στα μαλλιά και κοίταζε μονίμως κάτω. Κάποτε ήταν πλούσια. Τώρα είχε μια αλλαξιά ρούχα, ένα διαβατήριο, τον άντρα και το μωρό της. Πέντε μηνών. Στο δρόμο το γέννησε. Εκεί που πήγαιναν την έπιασαν οι πόνοι. Ο οδηγός τους ήταν φιλεύσπλαχνος και δέχτηκε να περιμένουν για να γεννήσει. Την επόμενη μέρα περπατούσαν και πάλι. Το μωρό της δεν έκλαψε ποτέ. Εκείνη δε μίλαγε. Το ότι ήξερε μόνο τη γλώσσα της ήταν απλώς βολικό. Μα και να μπορούσε να εξηγήσει, να πει τι; Για την κρύα έρημο τη νύχτα, τα καραβάνια που τα κυνηγούσαν οι στρατιώτες, τον φόβο για το άγνωστο, την πρώτη της γέννα, τη θάλασσα που ήταν μεγάλη, παγωμένη και τόσο τρομαχτική όταν την τύλιγαν τα σκοτεινά νερά; Είχαν σωθεί όμως. Η ελπίδα της σαν να έπαιρνε σχήμα και το όνομα μια νέας χώρας. Ίσως γι’ αυτό να χαμογελούσε αχνά. Σαν τον άνθρωπο που μετά από μεγάλη και δύσκολη αρρώστια αναρρώνει και ανακτά σιγά-σιγά τις δυνάμεις του.
Την πλησίασε με το μπουκάλι στα χέρια. Ακόμα ντρεπόταν. Της άπλωσε το χέρι με το μπιμπερό. Εκείνη άπλωσε το χέρι της να το πάρει. Της χαμογέλασε. Εκείνη απέφυγε το βλέμμα της. Μα για μια στιγμή κοιτάχτηκαν. Και ήταν ίδιες. Ολόιδιες. Τυχαία η μια δεν ήταν στη θέση της άλλης. Εκείνη τη στιγμή κατάλαβε. Ο τοίχος, που στο κεφάλι της χώριζε τους ανθρώπους σε κουτάκια, γκρεμίστηκε με θόρυβο. Μπορεί να της το είχαν μάθει στο σπίτι και στο σχολείο ότι όλοι οι άνθρωποι είμαστε το ίδιο, μα ποτέ δεν το είχε καταλάβει. Μέχρι τη στιγμή που τα χέρια εκείνης ακούμπησαν το μπιμπερό και είδε φευγαλέα τα μάτια της. Ήταν ίδιες. Και δεν της άρεσε που της έκανε εντύπωση.