Άρθρο: Αλεξάνδρα Ριζεάκου
Ψυχολόγος


Σκοπός του παρόντος άρθρου είναι να συγκρίνει την προσωποκεντρική προσέγγιση με τη κλασική ψυχαναλυτική προσέγγιση. Η σύγκριση δεν αφορά την ανάδειξη μιας εκ των δύο προσεγγίσεων ως καλύτερη ή ανώτερη από την άλλη. Αντιθέτως, αποσκοπεί στο να διερευνηθούν τα σημεία στα οποία αλληλοσυμπληρώνονται και τις περιοχές αυτές όπου η μία προσέγγιση ενδεχομένως να έχει κάτι ουσιαστικό να προσφέρει στην άλλη. Πρωτίστως ομως, είναι σημαντικό να παρουσιαστούν τα κεντρικά σημεία των δύο προσεγγίσεων καθώς και να σκιαγραφηθούν, σε ένα πρώτο επίπεδο, τα προφίλ τους ούτως ώστε να καταστεί πιο εύκολη η μεταξύ τους ανάλυση.

Βασικές έννοιες στην ψυχαναλυτική προσέγγιση

Έννοια κλειδί της ψυχαναλυτικής προσέγγισης αποτελεί η έννοια του ασυνειδήτου, όπου ο Freud ανέδειξε και μελέτησε συστηματικά, παρά το γεγονός ότι και άλλοι προγενέστεροι είχαν κάνει λόγο για ασυνείδητες νοητικές διεργασίες, οι οποίες επηρεάζουν την εξωτερικευμένη συμπεριφορά του ατόμου. Χαρακτηριστική είναι η παρομοίωση του ψυχισμού με ένα παγόβουνο, η κορυφή του οποίου αποτελεί το συνειδητό μέρος του νου. Το μη ορατό μέρος και μεγαλύτερο αναλογικά αποτελεί το ασυνείδητο, και οι ασυνείδητες διεργασίες είναι εκείνες που καθορίζουν τη συμπεριφορά του ατόμου σύμφωνα με το Freud. Η μελέτη του ασυνειδήτου ξεκίνησε βαθμιαία μέσα από τη θεραπεία υστερικών και νευρωτικών ασθενών, καθώς επίσης και μέσα από μια διαδικασία προσωπικής του ενδοσκόπησης, ουσιαστικά μέσα από την αυτό-ανάλυσή του (Dryden & Mytton, 1999).

Ακόμη μία κεντρική έννοια στη φροϋδική θεωρία αποτελεί η έννοια των ενορμήσεων. Πιο συγκεκριμένα, σκιαγραφεί τα εγγενή ένστικτα που πηγάζουν από την ψυχική ενέργεια του ατόμου. Οι βασικές ενορμήσεις είναι δύο και μάλιστα αντίθετες η μία από την άλλη. Η πρώτη, η λίμπιντο, (ή αλλιώς έρως, ένστικτο της ζωής), είναι η ενόρμηση κατά την οποία ο άνθρωπος στρέφεται προς δραστηριότητες που στόχο έχουν να διατηρήσουν την ύπαρξή του. Η τάση επομένως για δημιουργία και αυτοσυντήρηση συνδέεται με τη λίμπιντο. Στο αντικαθρέφτισμά της, η ενόρμηση του θανάτου αφορά στην τάση του ανθρώπου να επιστρέψει στην αρχική ανόργανη κατάσταση ύπαρξης, όπου τα επίπεδα έντασης στον ψυχισμό θα έχουν μειωθεί στο απόλυτο. Το ένστικτο του θανάτου γεννά συμπεριφορές αυτοκαταστροφής, επιθετικότητας και βίας, ενώ προκαλεί καταναγκαστικές επαναλήψεις οδυνηρών παρελθουσών εμπειριών. Οι δύο αυτές ενορμήσεις προκαλούν στο άτομο αντίθετες τάσεις και αντικρουόμενες επιθυμίες, με την κάθε επιθυμία να έχει ως στόχο τη μείωση της έντασης του ψυχισμού (Κωσταρίδου-Ευκλείδη, 2011).

Αναφορικά με τον ανθρώπινο ψυχισμό ο Freud τον διαίρεσε σε τρία μέρη (το εκείνο, το εγώ και το υπερεγώ) τα οποία αντίστοιχα αναδεικνύουν τρεις έννοιες κεντρικές στη θεωρία της ψυχανάλυσης. Η διαίρεση αυτή συνιστά τη δομική άποψη στη θεωρία του Freud, σύμφωνα με την οποία τα παραπάνω υποσυστήματα βρίσκονται σε σύγκρουση μεταξύ τους. Αναλυτικότερα, το Εκείνο είναι το ασυνείδητο κομμάτι του ψυχισμού, το αρχέγονο στοιχείο του. Ο ίδιος ο Freud αποκαλεί το Εκείνο “αληθινή ψυχική πραγματικότητα” και υποστηρίζει ότι αναπαριστά τον υποκειμενικό κόσμο του ανθρώπου, που δε λαμβάνει υπόψη την αντικειμενική πραγματικότητα. Το Εγώ έχει το ρόλο του διαμεσολαβητή ανάμεσα στο Εκείνο και την πραγματικότητα, καθώς ελέγχει το εφικτό των επιθυμιών ενώ το Υπερεγώ αφορά σε αξίες και τα ιδανικά της κοινωνίας που έχουν μεταδώσει οι γονείς στο παιδί, και εκείνο με την σειρά του τα έχει ενδοβάλει, προκειμένου να κερδίσει την επιδοκιμασία από αυτούς. Με άλλα λόγια το Υπερεγώ είναι υπεύθυνο για τη διαμόρφωση της ηθικής συμπεριφοράς του ατόμου και αποτελεί κληρονόμο του οιδιπόδειου συμπλέγματος (Κανελλοπούλου, 2007).

Σε συνέχεια, ο Freud σημείωσε τα αναπτυξιακά στάδια τα οποία διανύει ένα άτομο κατά τη διάρκεια του μεγαλώματός του. Ξεκινώντας από τη γέννηση ενός παιδιού, και μέχρι τα δύο έτη, διανύει το στοματικό στάδιο, κατά το οποίο το στόμα αποτελεί την πρώτη περιοχή διέγερσης. Το παιδί μέσα από δραστηριότητες όπως το τάισμα και το πιπίλισμα αντλεί ικανοποίηση και μειώνει την ενδοψυχική του ένταση. Το στοματικό στάδιο διακρίνεται σε πρώιμο, όπου το παιδί είναι παθητικό και δεκτικό, και σε προχωρημένο, κατά το οποίο χαρακτηριστική είναι η εμφάνιση των δοντιών που συνεπάγεται και την εμφάνιση επιθετικών ενστίκτων. Ακολουθεί το πρωκτικό στάδιο όπου η περιοχή διέγερσης είναι ο πρωκτός και η κένωση έχει αποτέλεσμα τη μείωση της έντασης του παιδιού καθώς και την πρόκληση ευχαρίστησης. Το παιδί καλείται στο σημείο αυτό να μάθει να ελέγχει την ανάγκη του και να καθυστερεί την απόλαυσή του, κάτι το οποίο επιβάλλεται κοινωνικά. Επομένως το άτομο θα βρεθεί στην πρώτη κρίσιμη σύγκρουση ανάμεσα στην επιθυμία και τις απαιτήσεις της πραγματικότητας. Το στάδιο που διαδέχεται το πρωκτικό ονομάζεται φαλλικό και η ερωτογενής ζώνη, η περιοχή δηλαδή στο σώμα η οποία διεγείρεται, είναι τα γεννητικά όργανα. Το φαλλικό στάδιο αφορά την ηλικία των τεσσάρων με πέντε ετών, και εξελίσσεται διαφορετικά στα δύο φύλλα. Στο αγόρι ξεκινά όταν αρχίζει να έχει στήσεις ενώ παράλληλα συνειδητοποιεί ότι τα κορίτσια δεν έχουν όμοιο γεννητικό όργανο με εκείνο, έτσι αναπτύσσεται το άγχος ευνουχισμού. Ταυτόχρονα το αγόρι θέλει να κατακτήσει τη μητέρα του και γι’ αυτό βιώνει εχθρικά αισθήματα απέναντι στον πατέρα του, τον οποίο θεωρεί αντίζηλό του. Την εχθρικότητα αυτή την προβάλλει πάνω στον πατέρα και έτσι φοβάται μήπως τον εκδικηθεί. Το οιδιπόδειο σύμπλεγμα βρίσκει τη λύση του καθώς εν τέλει το αγόρι μετατρέπει την εχθρικότητα προς τον πατέρα σε θαυμασμό και αγάπη ενώ προσπαθεί ταυτόχρονα να του μοιάσει. Μέσα από μια διαδικασία ταύτισης μαζί του, το παιδί αναζητά την εκπλήρωση της επιθυμίας του για τη μητέρα, θεωρώντας πως αν μοιάζει στο πρόσωπο που κατέχει το αντικείμενο του πόθου θα μπορέσει και το ίδιο να το κατακτήσει. Από την άλλη, για το κορίτσι το φαλλικό στάδιο εξελίσσεται με διαφορετική πορεία. Τη στιγμή που συνειδητοποιεί ότι εκείνη δεν έχει πέος όπως τα αγόρια αναπτύσσει εχθρικά αισθήματα προς τη μητέρα την οποία θεωρεί υπεύθυνη γι’ αυτή την απώλεια. Στη φροϋδική θεωρία το κορίτσι βιώνει φθόνο του πέους, ενώ επιλέγει ως αντικείμενο αγάπης τον πατέρα και επιθυμεί το παιδί του. Έτσι, καταλήγει στην ταύτιση με τη μητέρα προκειμένου και αυτό να κερδίσει το αντικείμενο της αγάπης της. Ακολουθεί το λανθάνον στάδιο, όπου το παιδί της νηπιακής και σχολικής ηλικίας αποσύρει τις σεξουαλικές του ορμές, μέχρι να επανεμφανιστούν στο γεννητικό στάδιο που ξεκινά κατά την αρχή της εφηβείας και το άτομο έρχεται και πάλι αντιμέτωπο με άλυτες προγενέστερες συγκρούσεις (Pervin & John, 2001).

Βασικές έννοιες στην Προσωποκεντρική προσέγγιση

Η προσωποκεντρική προσέγγιση με κεντρικό της εκπρόσωπο τον Carl Rogers, βασίζεται σε μια ολοκληρωμένη θεωρία θεραπείας κατά την οποία η αλλαγή επέρχεται μέσα σε ένα κλίμα ασφάλειας και άνευ όρων (όχι άνευ ορίων) αποδοχής. Ο θεραπευτής εμπλέκεται στην θεραπευτική σχέση ως αληθινό, γνήσιο πρόσωπο έτοιμος να σταθεί δίπλα στον πελάτη και στην εσωτερική ασυμφωνία που ο τελευταίος βιώνει. Κατά τη διάρκεια της θεραπείες, ο πελάτης εξελίσσεται και έρχεται σταδιακά σε επαφή με τα αθέατα κομμάτια του εαυτού του (Corey, 1999).

Μία εκ των βασικών εννοιών της ροτζεριανής προσέγγισης είναι η τάση πραγμάτωσης, όπου αναφέρεται στην έμφυτη τάση που έχουν όλοι οι οργανισμοί στη φύση και τους ωθεί να εξελίσσονται από απλές δομές σε ολοένα και πιο σύνθετες. Η τάση προς ανάπτυξη, διαφοροποίηση, αυτονομία και εξέλιξη βοηθά το άτομο στο να αξιολογεί τις εμπειρίες του με βάση τις εκάστοτε ανάγκες του οργανισμού διαμορφώνοντας με αυτόν τον τρόπο μια οργανισμική αξιολόγηση εμπειριών κατά την οποία ο οργανισμός κρίνει αν μια εμπειρία συμβάλλει στην ανάπτυξή του ή όχι, με κριτήριο την ικανοποίηση των αναγκών του. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η αίσθηση της πείνας ενός βρέφους, όπου αξιολογείται αρνητικά από το ίδιο, ενώ θετικά η λήψη τροφής που του προσφέρει η μητέρα (Rogers, 1963).

Καθώς το άτομο αναπτύσσεται, εμφανίζεται μια δεύτερη τάση που δρα επηρεάζοντας τη συμπεριφορά του, την οποία ο Rogers ονομάζειτάση αυτό-πραγμάτωσης. Η τάση αυτό-πραγμάτωσης εντοπίζεται στην αυτό-εικόνα του ατόμου (την αίσθηση και την αντίληψη του εαυτού) και αφορά στην ανάγκη του για αποδοχή από τους σημαντικούς άλλους. Η ανάγκη αυτή είναι καθολική και η κάλυψή της κρίνεται απαραίτητη για τη διατήρηση της αίσθησης του εαυτού. Όταν μια εμπειρία έρχεται σε κόντρα με την αυτό-εικόνα ενός ατόμου, τότε δεν ενσωματώνεται στον εαυτό, με αποτέλεσμα κάποιες εμπειρίες να μένουν στην υπό-αντίληψη, και το άτομο είτε να τις αρνείται είτε να τις διαστρεβλώνει σε μια μορφή πιο σύμφωνη με την αυτό-εικόνα του. Ο Rogers, επηρεασμένος από τη φαινομενολογική προσέγγιση χρησιμοποιεί τις έννοιες του φαινομενολογικού πεδίου, όπου περιλαμβάνει όλες τις εμπειρίες που είναι διαθέσιμες στο άτομο καθώς και του αντιληπτικού πεδίου, όπου περιλαμβάνει τις εμπειρίες οι οποίες γίνονται αντιληπτές από το άτομο λόγω της παρουσίας μιας σχετικής με την εμπειρία αυτή ανάγκης (Rogers, 1963).

Σύγκριση προσεγγίσεων: Ομοιότητες και διαφορές ψυχανάλυσης και προσωποκεντρικής προσέγγισης.

Αφού παρουσιάστηκαν οι θεμελιώδεις έννοιες της κάθε προσέγγισης, η μεταξύ τους σύγκριση μπορεί να πραγματοποιηθεί μέσα από επιμέρους άξονες. Οι άξονες αυτοί περιλαμβάνουν τη θεωρία προσωπικότητας που η κάθε προσέγγιση έχει να προτείνει, την αιτιολογία της εμφάνισης ψυχοπαθολογίας, τις θεραπευτικές πρακτικές που εφαρμόζει, τη μεθοδολογία έρευνας που χρησιμοποιεί καθώς και την κριτική που της έχει ασκηθεί. Με αυτόν τον τρόπο είναι δυνατό να καλυφθούν όσο το δυνατό επαρκέστερα όλα τα επίπεδα στα οποία οι δύο υπό σύγκριση προσεγγίσεις  παρουσιάζουν ομοιότητες και διαφορές.

Ο πρώτος άξονας σύγκρισης των δύο προσεγγίσεων είναι εκείνος που αφορά τη θεωρία προσωπικότητας. Τόσο ο Freud όσο και ο Rogers διαμόρφωσαν μια θεωρία που επιχειρεί να ερμηνεύσει την εξέλιξη της προσωπικότητας, ξεκινώντας από τη βρεφική ηλικία, επισημαίνοντας το καθοριστικό αντίκτυπο που διαδραματίζει η στάση των γονέων. Πιο συγκεκριμένα, ο Freud έκρινε πως το άτομο δρα και εξελίσσεται στην προσπάθειά του να μειώσει την ανεξάντλητη ενδοψυχική ένταση, αναζητώντας πάντα την ευχαρίστηση, με τη συμπεριφορά του να οδηγείται από την ενόρμηση της ζωής. Η ενόρμηση αυτή κινητοποιεί το άτομο προς μια κατεύθυνση δημιουργικότητας, εξέλιξης, ανάπτυξης. Σύμφωνα με τους Ποταμιάνο και Αναγνωστόπουλο (2012) οι ενορμήσεις της ζωής έχουν την τάση να δημιουργούν ολοένα και πιο μεγάλες ενότητες καθώς επίσης και να διατηρούν αυτές που ήδη υπάρχουν. Η δημιουργική φύση επομένως των ενορμήσεων της ζωής, μοιάζει με ένα τρόπο με τη δημιουργική φύση της ροτζεριανής τάσης πραγμάτωσης, η οποία καθορίζει τη συμπεριφορά του ατόμου και το ωθεί σε ενέργειες που θα διατηρήσουν και θα εξελίξουν το άτομο με βάσει τις οργανισμικές του ανάγκες (Rogers, 1963). Παρά την ομοιότητα της έννοιας “ενόρμηση” με την “τάση πραγμάτωσης”, δεν πρέπει να παραληφθεί το γεγονός ότι πρόκειται για δύο διαφορετικές έννοιες καθώς η ενόρμηση της ζωής είναι ένα είδος ενστίκτου, ενώ η τάση πραγμάτωσης όχι.

Μία επίσης σημαντική διαφορά μεταξύ των δύο προσεγγίσεων, εντοπίζεται στο γεγονός πως ο Freud διακρίνει ξεκάθαρα αναπτυξιακά στάδια με βάση την διεγειρόμενη κάθε φορά ερωτογενή ζώνη στο σώμα, τα οποία ονομάζει ψυχοσεξουαλικά (Βοσνιάδου, 1999), ενώ ο Rogers (1980) αντιμετωπίζει την ανάπτυξη ως μια συνεχή διαδικασία.

Ένα ακόμη ζεύγος εννοιών προερχόμενο από την κάθε προσέγγιση που μπορεί να συγκριθεί, αποτελεί η φροϋδική έννοια του Υπερεγώ σε σχέση με τη ροτζεριανή τάση αυτοπραγμάτωσης. Και οι δύο πιθανώς να λειτουργούν και να επηρεάζουν το άτομο κατά έναν παρόμοιο τρόπο, ταυτόχρονα όμως αποτελούν δύο διαφορετικές έννοιες. Όσον αφορά το Υπερεγώ, προκύπτει μέσα από μια διαδικασία κοινωνικοποίησης κατά την οποία το αναπτυσσόμενο άτομο ενδοβάλλει τις απαγορεύσεις και τους κανόνες που επιβάλλουν οι γονείς και αφορούν τη ρύθμιση της αποδεκτής συμπεριφοράς, με αποτέλεσμα οι αληθινές επιθυμίες του ατόμου συχνά να παραβλέπονται από το άτομο, ιδιαίτερα όταν έρχονται σε σύγκρουση με τις κοινωνικές επιταγές (Nasio, 2009). Αντίστοιχα, ο Rogers (1963) αναφέρεται σε στιγμές όπου το άτομο παραβλέπει και υποτιμά ίσως τις επιθυμίες που πηγάζουν από τις ανάγκες του οργανισμού αν εκείνες ενδέχεται να λειτουργήσουν ως εμπόδιο στην αποδοχή του από τους σημαντικούς άλλους, μέσα από μια διαδικασία ενδοβολής των όρων αξίας που θέτουν στο αναπτυσσόμενο άτομο. Αυτό οφείλεται στην τάση αυτό-πραγμάτωσης, βάση της οποίας  προκειμένου ο εαυτός να διατηρηθεί χρειάζεται να λαμβάνει αποδοχή από τους σημαντικούς άλλους. Συμπερασματικά, Υπερεγώ και τάση αυτό-πραγμάτωσης αφορούν στη ρύθμιση της αποδεκτής συμπεριφοράς την οποία οφείλει να ακολουθεί το άτομο, ενώ ταυτόχρονα του στερούν τις πιο βαθιές και αληθινές του επιθυμίες. Προκύπτουν μέσα από μια διαδικασία ενδοβολής, η πρώτη κοινωνικών κανόνων και η δεύτερη όρων αξίας, το Υπερεγώ συνεπώς έχει μια ηθική χροιά ως έννοια, ενώ η τάση αυτό-πραγμάτωσης όχι.

Τόσο κοινές όσο και διαφορετικές οι απόψεις των δύο εκπροσώπων και στο επίπεδο της ψυχοπαθολογίας. Κοινή συλλογιστική πορεία ακολουθούν αμφότεροι, καθώς εντοπίζουν την αιτία της εμφάνισης ψυχοπαθολογίας στη ενδοψυχική σύγκρουση που προκαλεί άγχος στο άτομο και το ωθεί στη διαμόρφωση μηχανισμών άμυνας. Η φύση της σύγκρουσης είναι εκείνη που διακρίνει τις δύο προσεγγίσεις, αφού για τον Freud η σύγκρουση εντοπίζεται ανάμεσα στο ένστικτο της ζωής και του θανάτου σε πρώτο επίπεδο, καθώς και ανάμεσα στο “Εκείνο” και στο “Υπερεγώ” σε ένα δεύτερο επίπεδο (Βοσνιάδου, 1999), ενώ για τον Rogers (1963) η σύγκρουση υπάρχει ανάμεσα στις δύο τάσεις, πραγμάτωσης και αυτό-πραγμάτωσης. Αν και οι δύο εντόπισαν τη διαμόρφωση μηχανισμών άμυνας ενάντια στο άγχος που προκαλεί μια εσωτερική σύγκρουση, για τον Rogers (1963) υπάρχουν δύο είδη άμυνας που εμφανίζονται ανάλογα με την ένταση του άγχους: η διαστρέβλωση και η άρνηση, ενώ για τον Freud υπάρχουν πολύ περισσότεροι, με πιο γνωστούς την απώθηση, τον αντιδραστικό μηχανισμό και την καθήλωση (Βοσνιάδου, 1999)

Όσον αφορά τις θεραπευτικές πρακτικές, ψυχανάλυση και προσωποκεντρική τοποθετούν τον θεραπευτή ως το κύριο εργαλείο της θεραπείας. Πιο συγκεκριμένα, και στις δύο περιπτώσεις, ο θεραπευτής  χρειάζεται να είναι σε επαφή με τον εσωτερικό του εαυτό και να δημιουργήσει θεραπευτική σχέση με τον πελάτη. Βασική διαφορά των δύο προσεγγίσεων είναι πως η προσωποκεντρική προσέγγιση βασίζεται στην φαινομενολογία ενώ, η ψυχανάλυση στο ψυχο-βιολογικό μοντέλο. Κατ΄ επέκταση, στην προσωποκεντρική θεραπεία, ο θεραπευτής επικεντρώνεται στο εσωτερικό πλαίσιο αναφοράς του πελάτη (Corey, 2005) παρέχοντάς του ένα κλίμα άνευ όρων αποδοχής, ενσυναίσθησης και αυθεντικότητας ενώ στην ψυχανάλυση, ο θεραπευτής προσπαθεί να ερμηνεύσει το ασυνείδητο μέρος του ψυχισμού του αναλυόμενου, μέσα από τη μέθοδο ελευθέρων συνειρμών, την ανάλυση των ονείρων, της μεταβίβασης κ.α. (Χριστοπούλου, 2008).

Ταυτόχρονα, ενδιαφέρουσα διαφορά παρατηρείται και στον χρόνο στον οποίο εστιάζει η κάθε προσέγγιση. Η προσωποκεντρική θεραπεία επικεντρώνεται κυρίως στο “εδώ και τώρα” του πελάτη, καθώς ο Rogers υποστηρίζει ότι το παρελθόν από μόνο του δεν επηρεάζει τη συμπεριφορά, παρά μόνο η αντίληψη που έχει το άτομο στο σήμερα για αυτό ενώ κατά τον Freud, το παρελθόν είναι εκείνο που επηρεάζει άμεσα τη συμπεριφορά και ειδικά τα πέντε πρώτα χρόνια της ανάπτυξης (Βοσνιάδου, 1999)

Δύο έννοιες προερχόμενες από τις δύο προσεγγίσεις αντίστοιχα που αξίζει να μελετηθούν είναι εκείνες της μεταβίβασης/αντιμεταβίβασης και της αυθεντικότητας. Σύμφωνα με τον Wilikns (1997) η μεταβίβαση και η αντιμεταβίβαση αποτελούν προϊόντα της σχέσης αναλυτή και αναλυόμενου, και χρησιμοποιούνται από τον πρώτο  προκειμένου να ερμηνεύσει τον δεύτερο, ενώ η αυθεντικότητα είναι η προσωπική στάση του θεραπευτή και αφορά στη συμφωνία ανάμεσα σε εσωτερικό βίωμα και εξωτερική συμπεριφορά.

Τέλος, η κλασσική ψυχαναλυτική θεραπευτική διαδικασία εξελίσσεται χωρίς να υπάρχει βλεματική επαφή των δύο προσώπων, καθώς κάτι τέτοιο κρίνεται ως απειλητικό για τον αναλυόμενο. Επίσης ο αναλυτής τείνει να συμπεριφέρεται σύμφωνα με τις αρχές της ανωνυμίας και της ουδετερότητας προκειμένου να ενισχυθεί η μεταβίβαση του αναλυόμενου. Στην προσωποκεντρική θεραπευτική διαδικασία από την άλλη, η σχέση ανάμεσα σε θεραπευτή και πελάτη είναι περισσότερο ισότιμη και πρόσωπο-με-πρόσωπο, ενώ ενθαρρύνεται η αυθεντική επικοινωνία χωρίς άμυνες και προσωπεία με το θεραπευτής να μην μπαίνει σε ρόλο ειδικού.

Σε επίπεδο μεθοδολογίας και οι δύο προσεγγίσεις χρησιμοποιούν ποιοτικές μεθόδους για να καταγράψουν τις παρατηρήσεις τους. Η μέθοδος αυτή έχει τόσο δυνατά όσο και αδύναμα σημεία. Το θετικό που προσφέρει είναι ότι επιτρέπει στον ερευνητή τη συγκέντρωση πολλών πληροφοριών για ένα άτομο και δημιουργεί ένα λεπτομερές και εξατομικευμένο προφίλ ενώ ως αρνητικό σημειώνεται η αδυναμία σύγκρισης των αποτελεσμάτων και το γεγονός ότι δεν μπορούν να ελεγχθούν στατιστικά. Σύμφωνα με τη Χριστοπούλου (2008) στην ψυχανάλυτική θεωρία συναντάμε μια πληθώρα περίπτωσιολογικών μελετών, όπου οι αναλυτές συλλέγουν και καταγράφουν πληροφορίες για τους αναλυόμενους με αποτέλεσμα να συγκεντρώνεται ένα πλούσιο υλικό το οποίο τους επιτρέπει να εξετάσουν επαναλαμβανόμενα μοτίβα και να παραβούν σε ερμηνείες. Επιπλέον, ο Freud χρησιμοποίησε τη μέθοδο της συνέντευξης, όχι μόνο ως κλινικό εργαλείο, αλλά και ως μέθοδο συλλογής δεδομένων για τη μελέτη των νευρώσεων. Ο Rogers, χρόνια αργότερα, επηρεασμένος από τη φαινομενολογική προσέγγιση, θεωρεί πως ο κάθε άνθρωπος έχει ένα δικό του μοναδικό τρόπο να αντιλαμβάνεται τον κόσμο γύρω του και η έρευνα οφείλει σύμφωνα με αυτόν να αναδεικνύει ακριβώς αυτήν την υποκειμενικότητα της εμπειρίας και της αντίληψης. Έτσι εισάγει τη φαινομενολογική μέθοδο έρευνας στο χώρο της ψυχολογίας και της συμβουλευτικής (Χριστοπούλου, 2008).

Κλείνοντας τη σύγκριση των δύο προσεγγίσεων θεωρώ σκόπιμο να αναφερθούμε στην βασική κριτική που τους έχει ασκηθεί και αυτή αγκιστρώνεται στο κατά πόσο υποστηρίζουν την αυτονομία του θεραπευόμενου ή όχι. Από τη μια η ψυχαναλυτική προσέγγιση χαρακτηρίζεται από την επιρροή που της έχει ασκηθεί μέσω του ντετερμινιστικού ιατρικού μοντέλου, το οποίο καθιστά τον άνθρωπο υπερβολικά εξαρτημένο από το περιβάλλον του και ως εκ τούτου δεν προάγει την αυτονομία του ενώ, στον αντίποδα, η προσωποκεντρική στηρίζεται σε μια παρερμηνεία της μη κατευθυντικής στάσης του θεραπευτή ως παθητική, με αποτέλεσμα να αφήνει αβοήθητο τον πελάτη. Παρόλαυτα, η μη κατευθυντικότητα, δεν ισοδυναμεί με παθητικότητα, αλλά αποσκοπεί στην ενδυνάμωση της αυτονομίας του πελάτη (Ιωσηφίδη & Ιωσηφίδης, 2002).

Επίλογος

Μέσα από τη θεωρητική ανασκόπηση των βασικών εννοιών και αρχών των δύο προσεγγίσεων, κατέστη δυνατή η προσπάθεια σύγκρισής τους. Έτσι, επισημάνθηκαν τόσο τα κοινά τους σημεία όσο και τα σημεία στα οποία διαφοροποιούνται. Η φιλοσοφική τους βάση μπορεί να είναι εκ διαμέτρου αντίθετη αυτό όμως έχει ως αποτέλεσμα την υιοθέτηση διαφορετικής θεώρησης της ανθρώπινης φύσης και κατ’ επέκταση διαφορετικών θεραπευτικών πρακτικών οι οποίες προσφέρουν στα άτομα την πολυτέλεια να στραφούν προς αυτή που ταιριάζει καλύτερα στην προσωπικότητα αλλά και στις ανάγκες τους.


Βιβλιογραφικές αναφορές

Corey, G. (2005). Θεωρία και Πρακτική της Συμβουλευτικής και της Ψυχοθεραπείας. Αθήνα: ‘Ελλην.

Dryden, W., & Mytton, J. (1999). Four approaches to counselling and psychotherapy. Florence, KY, US: Taylor & Frances/Routledge.

Nasio, J.-D. (2004). Διδασκαλία επτά βασικών εννοιών στην ψυχανάλυση (επιμ. Ελληνικής έκδοσης: Β. Κανελλοπούλου). Αθήνα: Πατάκη.

Pervin, L. A., Cervone, D., & John, O. P. (2005). Personality: Theory and research. Hoboken, NJ: Wiley.

Rogers, C. R. (1963). Actualizing tendency in relation to “Motives” and to consciousness. In M. R. Jones (Ed.), Nebraska symposium on motivation (σελ. 1-24). Oxford, England: U. Nebraska Press.

Rogers, C. R. (1980). A way of being. Boston: Houghton Mifflin.

Wilkins, P. (1997). Counselling : the BACP counselling reader. Volume 2.Londo : Sage.

Βοσνιάδου, Σ. (1999). Εισαγωγή στην ψυχολογία. Αθήνα: Gutenberg.

Ιωσηφίδη, Π., & Ιωσηφίδης, Ι. (2002). Η Προσωποκεντρική Προσέγγιση Του C. Rogers. Θεωρίες της Προσωπικότητας και Κλινική  Πρακτική. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Κανελλοπούλου, Λ. (2007). Ψυχαναλυτικές θεωρίες προσωπικότητας.Αθήνα: Πανεπιστημιακές σημειώσεις.

Κωσταρίδου-Ευκλείδη, Α. (2011). ΨυχολογίαΚινήτρωνΑθήνα: Πεδίο.

Ποταμιάνος, Γ. & Αναγωστόπουλος, Φ. (2012). Προσωπικότητα. Θεωρίες, Κλινική Πρακτική και Έρευνα.  Αθήνα: Παπαζήση.

Χριστοπούλου, Α. (2008). Εισαγωγή στην Ψυχοπαθολογία του Ενήλικα. Αθήνα: Τόπος.