Άρθρο: Ηλίας Φιλίππου
Φοιτητής Νομικής
Επιμέλεια: Δέσποινα Πάνου
Φοιτήτρια Κοινωνικής Ανθρωπολογίας
Ο Πολυχρόνης Λεμπέσης γεννήθηκε στη Σαλαμίνα το 1848, στο νησί όπου είχε βρει καταφύγιο η με καταγωγή από τη Βοιωτία οικογένεια των προγόνων του, για να γλιτώσει από τους Τούρκους (Ζίας, 2008). Φοίτησε στη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα και ολοκλήρωσε τις σπουδές του στην Ακαδημία του Μονάχου, εκμεταλλευόμενος την υποτροφία που έλαβε με τη βοήθεια του πολιτικού Δημητρίου Βούλγαρη. Στο Μόναχο συνδέθηκε φιλικά με το Νικόλαο Γύζη και υπήρξε μαθητής του Wilhelm Lindenschmit του Νεότερου και του Ludwig von Löfftz. Επέστρεψε στην Αθήνα το 1880, όπου εργάστηκε αναλαμβάνοντας παραγγελίες για προσωπογραφίες για λογαριασμό ευκατάστατων αστών της εποχής (Σερπιέρης, Σανταρόζας κ.α.). Υπήρξε επίσης προσωπογράφος της οικογένειας Δραγούμη, από την οποία έλαβε στήριξη σχεδόν σε όλη του τη ζωή. Ασχολήθηκε επίσης, για βιοποριστικούς λόγους, με την αγιογραφία και εργάστηκε στον Άγιο Γεώργιο Καρύτση στην Αθήνα, στους Αγίους Θεοδώρους στο Α Νεκροταφείο Αθηνών, στον Άγιο Κωνσταντίνο Πειραιά κ.α.
Ο Λεμπέσης θεωρείται ως ένας από τους σπουδαιότερους εκπροσώπους της λεγόμενης “Σχολής του Μονάχου” («Δομή», 2002). Η δημιουργία του εν λόγω εικαστικού κινήματος (που ονομάζεται και ακαδημαϊκός ρεαλισμός) οφείλεται στις στενές σχέσεις που αναπτύχθηκαν μεταξύ Ελλάδας και Βαυαρίας την περίοδο του Όθωνα. Το ελληνικό κράτος ενθάρρυνε και υποστήριξε τους Έλληνες ζωγράφους να σπουδάσουν στην Ακαδημία του Μονάχου εικαστικές τέχνες και ιδίως ζωγραφική. Οι εκπρόσωποι της εν λόγω σχολής, που άρχισαν να επιστρέφουν στην Ελλάδα ύστερα από την έκπτωση του Όθωνα από το θρόνο το 1862, επηρέασαν για δεκαετίες την καλλιτεχνική ζωή της χώρας. Χαρακτηριστικό της Σχολής του Μονάχου είναι το νατουραλιστικό στιλ και η χρήση της τεχνικής του κιαροσκούρο, η χρήση δηλαδή έντονων αντιθέσεων μεταξύ φωτεινών και σκοτεινών σημείων του ζωγραφικού πίνακα.
Τα πιο συνήθη θέματα στη ζωγραφική του Πολυχρόνη Λεμπέση είναι οι προσωπογραφίες, οι νεκρές φύσεις, τα τοπία και οι ρωπογραφίες (στις ρωπογραφίες αναπαριστώνται σκηνές της καθημερινής ζωής με ρεαλιστικό τρόπο) (Munro, 1964). Ο Σαλαμίνιος ζωγράφος διακρίθηκε ιδιαιτέρως στις προσωπογραφίες, με έργα όπως ¨Ο Φερδινάνδος Σερπιέρης”, “Η κόρη της Κούλουρης”, “Ο στρατιώτης” (στον εν λόγω πίνακα πιθανότατα αποδίδεται το πρόσωπο του αδελφού του), “Ο παπάς”, “Το πορτρέτο κοριτσιού”. Από τις ρωπογραφίες ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν “Το Ορφανό”, “Στην Κρήνη”, “Το Κουβεντολόι (1880), “Το μεράκι του τσολιά” (1884), ενώ πολύ όμορφα αποδίδει και το τοπίο της ελληνικής υπαίθρου (“Άρειος Πάγος”, “Μικρούλα στα χορτάρια”). Στις ωραιότερες εικαστικές δημιουργίες του συγκαταλέγονται επίσης “Το παιδί με τα κουνέλια” και “Το κορίτσι με τα περιστέρια” (Μεντζαφού-Πολύζου, 2008).
Ο Λεμπέσης έζησε και εργάστηκε κυρίως στη Σαλαμίνα και τον Πειραιά. Όταν άρχισαν να περιορίζονται οι προσωπογραφίες που του ανέθεταν να συνθέσει οι Αθηναίοι αστοί, στράφηκε, όπως προαναφέρθηκε, στην αγιογραφία, στην οποία ωστόσο δεν ξεδίπλωσε το καλλιτεχνικό του ταλέντο και συνέθεσε έργα μικρότερης σημασίας. Τούτο οφείλεται στο γεγονός ότι υποτάχθηκε στις επιθυμίες των εργοδοτών του, με αποτέλεσμα να μην ακολουθήσει ούτε την ορθόδοξη παράδοση ούτε το καλλιτεχνικό του ένστικτο (Λυδάκης, 2002). Οι αγιογραφίες του φιλοτεχνήθηκαν σύμφωνα με τα πρότυπα ξένων καλλιτεχνών που εργάστηκαν στην Ελλάδα και θέλησαν να αλλοιώσουν τη βυζαντινή αγιογραφία προσαρμόζοντάς την προς τη δυτική θρησκευτική ζωγραφική του 19ου αιώνα. Πέρα από τις εκκλησίες στις οποίες αναφερθήκαμε προηγουμένως, ο Λεμπέσης επίσης φιλοτέχνησε το τέμπλο του ναού στον Άγιο Δημήτριο Σαλαμίνας, καθώς και τη Γέννηση και την Πλατυτέρα του ιερού ναού Εισοδίων της Θεοτόκου στην περιοχή των Αμπελακίων της νήσου. Έργα του βρίσκει κανείς και στον Άγιο Μηνά, πολιούχο άγιο της Σαλαμίνας.
Ο Πολυχρόνης Λεμπέσης ήταν άνθρωπος ταπεινός και ήπιων τόνων. Πέθανε μόνος, ξεχασμένος και πάμφτωχος στην Αθήνα το 1913 (Ζίας, 2008). Είναι χαρακτηριστικό ότι προκειμένου να συγκεντρωθούν τα απαιτούμενα χρήματα για την κηδεία του, πωλήθηκαν στην αγορά του Πειραιά, σ’ έναν ψαρά και έναν μπακάλη, όσα έργα βρέθηκαν στο εργαστήρι του για 2 ή 5 δραχμές το καθένα και το συνολικό ποσό που συγκεντρώθηκε ανήλθε στις 60 δραχμές! Παρά το γεγονός ότι τα έργα του δεν ξεπερνούν τα εκατό και το ότι δεν κατάφερε να διακριθεί επαγγελματικά και να αναγνωριστεί, η υψηλή καλλιτεχνική αξία των έργων του είναι αδιαμφισβήτητη. Τα πιο δυνατά του σημεία ήταν η χρωματική ακρίβεια και η καθαρότητα του σχεδίου. Γενικότερα, το έργο του είναι ρεαλιστικό, δεν ανήκει δηλαδή στους ζωγράφους που εξιδανικεύουν την πραγματικότητα, αλλά αντίθετα, αποτυπώνει την ομορφιά και τη δύναμη της φύσης, αποφεύγοντας τις περιττές λεπτομέρειες και τον εξωραϊσμό (Τσεβά, 2018). Αξίζει να σημειωθεί ότι ο σύλλογος “Ευριπίδης” διοργάνωσε τον Μάρτιο του 1963 στη Σαλαμίνα αναδρομική έκθεση των έργων του σπουδαίου ζωγράφου.
Βιβλιογραφικές Αναφορές
«Δομή». (2002). «Πολυχρόνης Λεμπέσης». Εγκυκλοπαίδεια Δομή (σσ. 641-643). Αθήνα: Εκδόσεις ΔΟΜΗ Α.Ε.
Λυδάκης, Σ. (2002). Έλληνες Ζωγράφοι, Τόμος Α’. Αθήνα: Εκδόσεις Μέλισσα.
Μεντζαφού-Πολύζου, Ο. (2008). Έλληνες ζωγράφοι από τη συλλογή της Εθνικής Τράπεζας. Εκδόσεις: Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος.
Munro, Ε. C. (1964). «Ρωπογραφία». Παγκόσμια Εγκυκλοπαίδεια της Τέχνης (σ. 324). Αθήνα: Εκδόσεις Φυτράκης.
Τσεβά, Μ. (2018). Πολυχρόνης Λεμπέσης. Ανακτήθηκε το 2019, από https://www.salaminionvima.gr/salamis/2018/11/05/πολυχρόνης-λεμπέσης-βιογραφία/
Ζίας, Ν. (2008). Ο πιο σπουδαίος έλληνας ζωγράφος. Το Βήμα. Ανακτήθηκε το 2019, από https://www.tovima.gr/2008/11/24/opinions/o-pio-spoydaios-ellinas-zwgrafos-2/