Άρθρο: Γεώργιος Φραγκάκης
Κλινικός Ψυχολόγος – Προσωποκεντρικός Ψυχοθεραπευτής
Διαταραχή πανικού
Η διαταραχή πανικού (ΔΠ) είναι μια αγχώδης διαταραχή που εκδηλώνεται με ψυχολογικά και σωματικά συμπτώματα. Είναι μια από τις πιο συχνές ψυχικές παθήσεις κατά την οποία το άτομο παρουσιάζει ξαφνικά και απρόσμενα επεισόδια έντονου φόβου και άγχους. Τα επεισόδια αυτά ονομάζονται κρίσεις πανικού και η διάρκειά τους μπορεί να κυμαίνεται από λίγα λεπτά ως μερικές ώρες. Η ένταση των συμπτωμάτων αυξάνει προοδευτικά φτάνοντας στο μέγιστο μέσα σε δέκα περίπου λεπτά και διαρκούν συνολικά από μία μέχρι τρείς ώρες. Μια κρίση πανικού μπορεί να συμβεί ξαφνικά και απροειδοποίητα, κατά τη διάρκεια μιας συνηθισμένης δραστηριότητας, ενώ η αιτία έναρξής της μπορεί να θεωρείται άγνωστη, μπορεί όμως να εμφανιστεί και μετά από συγκεκριμένα στρεσογόνα γεγονότα που βιώνει το άτομο τη δεδομένη στιγμή της ζωής του. Για τη διάγνωση της διαταραχής πανικού απαιτούνται τουλάχιστον δύο αιφνίδιες κρίσεις που όμως δεν συνδέονται με κάποιο στρεσογόνο παράγοντα. Είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι τα άτομα με εμπειρία κρίσης πανικού δεν σημαίνει τελικά ότι θα αναπτύξουν διαταραχή πανικού (Elahi & Apoorva, 2012).
Τα συμπτώματα των κρίσεων πανικού είναι τόσο ψυχολογικά όσο και σωματικά. Τα ψυχολογικά συμπτώματα περιλαμβάνουν έντονο φόβο, άγχος, αίσθημα επέλευσης τρέλας, έλλειψη ελέγχου και φόβο για επερχόμενο θάνατο. Μπορεί επίσης το άτομο να έχει αίσθημα έλλειψης της πραγματικότητας, δηλαδή να νιώθει ότι παρακολουθεί τον εαυτό του και τη ζωή του σαν να πρόκειται για άλλον άνθρωπο. Αυτό το αίσθημα ονομάζεται αίσθημα αποπραγματοποίησης ή αποπροσωποποίησης. Τα σωματικά συμπτώματα που συνοδεύουν τις κρίσεις πανικού είναι πολύ έντονα και περιλαμβάνουν: τρέμουλο, ταχυπαλμία, δύσπνοια, ζάλη, ναυτία, αίσθημα ασφυξίας και πνιγμού, ιδρώτα, πόνο στο στήθος, μουδιάσματα στο σώμα, αίσθημα αδυναμίας και τάση λιποθυμίας. Μια κρίση πανικού με όλα τα παραπάνω συμπτώματα, σίγουρα προκαλεί σοκ και έντονο φόβο στο άτομο που το βιώνει. Έτσι το άτομο έχει το άγχος της προσδοκιμότητας, αρχίζει δηλαδή να ασχολείται επίμονα με την πιθανότητα ότι θα ακολουθήσει και άλλη κρίση πανικού. Αρχίζει τότε να αλλάζει τον τρόπο ζωής του για να προλάβει μια πιθανή κρίση πανικού. Περιορίζει τις δραστηριότητές του και αποφεύγει χώρους ή συνθήκες που συνέβη η πρώτη κρίση πανικού. Οπωσδήποτε αυτή η συμπεριφορά αποφυγής εδραιώνει το φόβο απέναντι στην κρίση πανικού. Ο φόβος πολλές φορές τείνει να γενικεύεται με την αποφυγή του ατόμου από πλαίσια που τον αγχώνουν ή τον «πλακώνουν», όπως τα μέσα μαζικής μεταφοράς ή από άλλους χώρους ψυχαγωγίας. Η ποιότητα της ζωής επηρεάζεται σημαντικά σε θέματα που αφορούν στις προσωπικές και κοινωνικές σχέσεις, στην εργασία, στην οικογένεια. Το άτομο χάνει γενικά τις κοινωνικές του επαφές γιατί αποφεύγει να βγαίνει έξω, νιώθει συνεχώς άρρωστο, αποξενώνεται από το σύντροφό του λόγω της συνεχούς ενασχόλησης με τον πανικό, γίνεται εξαρτημένο από τους άλλους με αποτέλεσμα να τους κουράζει, επιζητά συνεχώς την παρουσία και την παρέα των άλλων μέσα στο σπίτι, έχει αϋπνίες και εκνευρισμό, δυσκολεύεται να εργαστεί ή νιώθει ανίκανο για εργασία όσο οι κρίσεις πανικού αυξάνονται (Ehlers & Clark, 1999).
Προσωποκεντρική προσέγγιση και αγχώδης διαταραχή
Η Προσωποκεντρική προσέγγιση (PCT) έχει αντιταχθεί φανερά στην ψυχιατρική ταξινόμηση και στη εμβάπτιση των πελατών με συγκεκριμένες διαγνώσεις οι οποίες, πολλές φορές, τους καλουπώνουν με αποτέλεσμα να απομακρύνονται όλο και περισσότερο από τον οργιαστικό τους «εαυτό». Παρόλα αυτά, υπάρχει ένα μακροχρόνιο, ακόμη και θεμελιώδες ενδιαφέρον πάνω στις διαταραχές άγχους (McEwen, 1999). Ο Rogers (1957, σελ. 96) πρότεινε ότι η δεύτερη συνθήκη για την ψυχολογική αλλαγή είναι ότι: το άτομο που ο ίδιος θα χαρακτηρίσει ως πελάτης βρίσκεται σε κατάσταση ασυμφωνίας, είναι ευάλωτος ή ανήσυχος. Με άλλα λόγια, θα μπορούσαμε να πούμε πως η διατύπωση του Rogers πάνω στην ασυμφωνία του πελάτη έχει κοινά μα την διαταραχή του άγχους. Εάν η ασυμφωνία είναι η κεντρική διατύπωση της ψυχολογικής δυσλειτουργίας και της δυσφορίας, τότε το άγχος ενδεχομένως να είναι το κλειδί για την κατανόηση του Rogers για την ανθρώπινη λειτουργικότητα, δυσλειτουργικότητα και αλλαγή. Σε κάθε περίπτωση, κατά την συγκεκριμένη προσέγγιση, η ψυχολογική δυσφορία γενικά και το άγχος συγκεκριμένα προέρχονται κυρίως από τις διαφορές μεταξύ των πτυχών του εαυτού, οι οποίες αναφέρονται ποικιλοτρόπως ως «πραγματικές / οργανικές», «αντιληπτές» και «ιδανικές» ή«πρέπει». Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τον Rogers (1959), η ασυμφωνία απορρέει από τις θετικές και αρνητικές κρίσεις που προσφέρονται από τους σημαντικούς άλλους, ειδικά τους γονείς. Η προσφωνήσεις και απαιτήσεις των φροντιστών εσωτερικοποιούνται από τα άτομα γίνοντας ένας όρος αξίας βαρύς, συνιστώντας μια αντίφαση ή ασυμφωνία μεταξύ του τρόπου με τον οποίο το άτομο αντιλαμβάνεται τον εαυτό του και το πώς αισθάνεται ότι πρέπει να είναι. Αντιστρόφως, η θεωρία της διαδικασίας της θεραπευτικής αλλαγής του Rogers (1959) θεωρεί ότι η απεριόριστη θετική στάση του θεραπευτή για τον πελάτη αντισταθμίζει άμεσα την αρνητική αυτοπεποίθησή του, ενώ η ενσυναίσθηση και η αυθεντικότητα συμβάλλουν στη διαδικασία αυτή καθιστώντας την βαθύτερη και πιο αξιόπιστη. Είναι σαν να αισθάνεται ο πελάτης: «Εάν με καταλαβαίνετε αληθινά, τότε μπορώ να αρχίσω να πιστεύω ότι η θετική σας άποψη είναι αυθεντική και όχι μια στάση που βασίζεται στην άγνοια. Και αν συμβαίνει αυτό, τότε μπορώ να αρχίσω να σκέφτομαι και να αισθάνομαι καλύτερα για τον εαυτό μου». Με αυτόν τον τρόπο, ο πελάτης έρχεται να εσωτερικεύσει την απεριόριστη θετική στάση του θεραπευτή.
Ο θεραπευτής στέκεται στην φαινομενολογία του πελάτη του, δηλαδή προσπαθεί να κατανοήσει την πραγματικότητά του έτσι όπως την αντιλαμβάνεται ο ίδιος ο πελάτης, σαν να λέμε να μπει, με τις συνθήκες της Προσωποκεντρικής, στα «παπούτσια» του. Πιστεύει ότι ο άνθρωπος έχει μια έμφυτη τάση για αυτο-πραγμάτωση και θετική αυτο-εκτίμηση και γι’ αυτόν τον λόγο ενδιαφέρεται για το παρόν που ζει και όχι για το παρελθόν του – εκτός αν ο ίδιος θέλει να το φέρει στο «εδώ και τώρα». Τονίζει την προσωπική ευθύνη που έχει το άτομο τόσο για τη διατήρηση των προβλημάτων του όσο και για την αλλαγή της προσωπικότητάς του και των σχέσεών του με τους γύρω του (Cooper, O’Hara, Schmid, & Wyatt, 2007).
Στόχος της Προσωποκεντρικής θεραπείας είναι η απελευθέρωση των συναισθημάτων, η σύγκλιση μεταξύ εαυτού και εμπειρίας, η αποδοχή του πραγματικού εαυτού, η αναγνώριση του προβλήματος και η αύξηση της προσωπικής ευθύνης για το πρόβλημα (Merry, 1994).
Περιστατικό – Ανάλυση μέσα από την Προσωποκεντρική Προσέγγιση
(Υποθέτουμε πως το παρακάτω είναι ένα πραγματικό περιστατικό που συναντώ εβδομαδιαία. Θα προσπαθήσω να μπω στον ρόλο όσο μπορώ για να αποδώσω με όση περισσότερη ευκρίνεια μπορώ την θεωρία και την προσωπική μου στάση).
Η Γεωργία είναι 28 ετών, απόφοιτος του ΙΕΚ και εργάζεται σαν γραμματέας σε δικηγορικό γραφείο τα τελευταία 6 χρόνια. Στα 18 της χρόνια έχασε ξαφνικά τον πατέρα της εξαιτίας καρδιακής ανακοπής και έκτοτε έζησε με την μητέρα η οποία δεν ξεπέρασε ποτέ τον θάνατο του. Τα τελευταίο τρία χρόνια διατηρεί σχέση με έναν άνδρα 31 ετών πυροσβέστη. Σκιαγραφεί την σχέση της ως υποστηρικτική, με σεβασμό και έντονα συναισθήματα. Τον τελευταίο χρόνο αναφέρει ότι βιώνει στρες λόγω ενός προβλήματος υγείας της μητέρας της. Παράλληλα η σχέση της την πιέζει να προχωρήσουν την σχέση τους και να νοικιάσουν σπίτι μαζί.
Σε μένα ήρθε αφότου έκανε μια σειρά εξετάσεων οι οποίες αποκλείσανε κάποιον ιατρικά παθολογικό παράγοντα. Λόγω του ότι είχε μια δυσκολία να αποδεχτεί ότι το πρόβλημά της ήταν μόνο ψυχολογικό πέρασε αρκετός καιρός οπού ο πανικός εμφανιζόταν συχνά και την επηρέαζε αρνητικά σε διάφορες πτυχές της ζωής της. Σήμερα αποφεύγει τα μέσα μαζικής μεταφοράς και δυσκολεύεται να κινηθεί σε μέρη μακριά από το σπίτι της ή τον χώρο εργασίας. Σταμάτησε να γυμνάζεται και στις εξόδους της θέλει να συνοδεύεται από την μητέρα της ή τον σύντροφό της. Προσήλθε για ψυχοθεραπεία με αίτημα να απαλλαγεί από το άγχος να της ξανασυμβεί κάποια κρίση πανικού
Λόγο της δυσφορίας που ζούσε και της αποδιοργάνωσής της πρότεινα στην τρίτη μας συνάντηση το ενδεχόμενο -αν ήθελε- να επισκεφτεί κάποιο ψυχίατρο οπού θα μπορούσαν να εξετάσουν μαζί το ενδεχόμενο να λάβει κάποια φαρμακευτική αγωγή η οποία θα την βοηθήσει στην λειτουργικότητά της, να σταθμίσει το συναίσθημά της και θα τις προσφέρει τον χώρο και τον χρόνο να δουλέψει μέσα από την ψυχοθεραπεία κομμάτια της ζωής της ώστε να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες που της στερούν την ποιότητα ζωής.
Αφού μου εξέφρασε πως δεν θέλει να λάβει κάποια φαρμακευτική αγωγή γιατί θεωρεί ότι τα φάρμακα «χαζεύουν το μυαλό» και ότι αν τα αρχίσει κάποιος δύσκολα τα σταματά όπως η μητέρα της που παίρνει φάρμακα τα τελευταία 10 χρόνια. Ταυτοχρόνως όμως μου ανέφερε ότι λόγω υποθυρεοειδισμού λαμβάνει αγωγή τους τελευταίους 6 μήνες και φάνηκε αρκετά συμφιλιωμένη με αυτό. Έτσι μπήκα στην διαδικασία να διερευνήσω γιατί κάνει αυτόν τον διαχωρισμό ανάμεσα στα δυο είδη φαρμάκων. Καθώς προσπαθούσε να προσεγγίσει την ερώτησή μου αντιλήφθηκα πως θα χρειαστεί κάποια στιγμή να εξετάσω μαζί της την εικόνα που έχει για την μητέρα της, πως άλλαξε, πως κατά την γνώμη της τα «φάρμακα» την επηρέασαν και πως θα ήθελε να ήταν τα πράγματα. Από τα λόγια της κατάλαβα την έντονη αγωνία μην την χάσει και αυτή, μια αγωνία που κυοφορεί έντονα μέσα της. Ωστόσο δεν βιάστηκα να προσεγγίσω αυτές τις πτυχές ακόμα μιας και αισθάνθηκα πως ήταν τόσο βαρύ για εκείνη να αντέξει το συνεχόμενο «παλαντζάρισμα» που βίωνε από τις κρίσεις πανικού που δεν μπορούσε ακόμα να σταθεί στο έντονο πένθος που υπόγεια και ανεπαίσθητα είχε αρχίσει να μου κοινοποιεί. Έτσι της αναγνώρισα την δυσκολία της και την ενημέρωσα πως έχουν τα πράγματα ιατρικά ώστε να μπορεί να τοποθετήσει στο μυαλό της «σωστά» αυτήν την πληροφορία σε περίπτωση που ήθελε να την αξιοποιήσει κάποια στιγμή.
Έτσι λοιπόν, την ενημέρωσα με καθησυχαστικό τόνο φωνής και ηρεμία πως έχει βρεθεί ότι τα αγχολυτικά μπορούν να βοηθήσουν στη θεραπεία των κρίσεων πανικού και πως σε συνδυασμό με την θεραπεία θα αναπτύξει την επίγνωση του τι ακριβώς συμβαίνει μέσα της, γιατί της συμβαίνει, καθώς και στην αναγνώριση και αλλαγή του τρόπου σκέψης που διατηρεί το άγχος. Εκείνη βιάζεται να με ρωτήσει για το ποσό καιρό θα κρατήσει ακόμα αυτή η κατάσταση και τότε της εξηγώ πως δεν υπάρχει συγκεκριμένο χρονικό διάγραμμα αλλά πως εξαρτάται από τον κάθε άνθρωπο. Υπάρχουν άτομα που καταφέρνουν σε σύντομο χρονικό διάστημα να ξεπεράσουν το πρόβλημά τους και άλλοι χρειάζονται περισσότερο χρόνο.
Κατά την διάρκεια των επομένων συναντήσεων μπήκα στην διαδικασία να της αντανακλώ τα συναισθήματά της ώστε να την βοηθήσω να δει που βρίσκεται. Βήμα βήμα την παρατήρησα να εμβαθύνει μέσα της, να αναγνωρίζει τα βιώματά της και να αρχίζει να τα αποδέχεται σιγά σιγά. Σαν να άρχισε, όλο αυτό που της φαινόταν θηριώδες μπροστά της να συμφιλιώνεται και να μικραίνει με τον καιρό. Στάθηκα με μεγάλη αποδοχή, αυθεντικότητα και ενσυναίσθηση απέναντι της και παρατήρησα πως με τον καιρό είχε αρχίσει να υιοθετεί αυτές τις συνθήκες ως προς τον εαυτό της.
Πελάτης: Δεν ήξερα τι να κάνω, ήμουν τόσο μπερδεμένη και θυμωμένη.
Σύμβουλος: Έτσι αισθάνεσαι, μπερδεμένη και θυμωμένη.
Πελάτης: Ναι, τόσο πολύ που απλά απομακρύνομαι για να μην πνιγώ…
Φαρμακευτική αγωγή δεν πήρε ποτέ. Σεβάστηκα το όριό της και την δυσκολία γιατί αντιλαμβανόμουν πως είχε μια συγκροτημένη επαφή με τα παρελθόν της και το βίωμά της. Την εμπιστεύτηκα πως ήθελε να το αντιμετωπίσει μονή της ακόμα και αν, ενδεχομένως, θα ήταν πιο δύσκολο για εκείνη. Ωστόσο, αυτό το όριό της δεν το άφησα ανεκμετάλλευτο. Λειτούργησε ως μια σημαντική αφετηρία να ξεκινήσουμε να ξετυλίγουμε βήμα – βήμα, τόσο όσο άντεχε, τόσο όσο ήθελε, τόσο όσο μπορούσε, το κουβάρι των βιωμάτων της. Από τον φόβο της για τα φάρμακα μεταφερθήκαμε στην απότομη μεταμόρφωση της μητέρας της από φωτεινή φιγούρα θαυμασμού και σταθερό σημείο αναφοράς της σε μια αδύναμη γυναικά, μελαγχολική και ευάλωτη. Έχασε απότομα τα στηρίγματά της, την οικογένειά της και αναγκάστηκε, η ίδια, να γίνει η μητέρα της μητέρας της. Σήμερα, ο σύντροφός της την πιέζει να κάνουν το δικό τους«σπίτι» και ο δρόμος προς αυτόν πατούσε στα σπασμένα γυαλιά του πατρικού της.
Πλέον αναγνωρίζει καθαρότερα όλα αυτά τα σκόρπια βιώματα και συναισθήματα και έχει αρχίσει να τα τακτοποιεί μέσα της. Αναγνωρίζει τις ανάγκες της και έμαθε να σέβεται τα όριά της, ξεκινώντας από αυτό των φαρμάκων και συνεχίζοντας στα όρια της ζωής της που έβαλε αλλά και που δεν έβαλε, στην μητέρα, στον σύντροφο ή ακόμα και στην ίδια, και πάνω από όλα έμαθε πως τελικά, δεν μπορούσε και ίσως και να μην χρειαζόταν να αναλαμβάνει και να έχει πάντα τον έλεγχο όλων και αυτή ήταν μια εξαιρετικά συγκινητική «νίκη» για εκείνη!
Κλείνοντας θα ήθελα να δανειστώ και να τιμήσω με αυτόν τον τρόπο μια φράση, του ίδιου του Rogers (1989), που κρατάω σφιχτά μέσα μου, ένα από τις θεμελιώδης σκέψεις για την ανεύρεση της πνευματικότητάς μου:
«Το ακόμα πιο παράδοξο είναι πως ο καθένας μας, στο βαθμό που είναι πρόθυμος να είναι ο εαυτός του, ανακαλύπτει πως δεν αλλάζει μόνο αυτός, αλλά και αυτοί με τους οποίους συνδέεται. Πρόκειται για ένα πολύ ζωντανό κομμάτι της εμπειρίας μου κι ένα από τα πιο ουσιαστικά πράγματα που νομίζω πως έχω μάθει στην προσωπική και επαγγελματική μου ζωή».
Βιβλιογραφικές αναφορές
Ehlers, A. & Clark, D.M. (1999). A cognitive model of posttraumatic stress disorder, διαθέσιμο online στο: http://kognitifterapi.com/cbtistanbul/wp- content/uploads/2014/04/Ehlers_Clark_2000_ptsd.pdf
Cooper, M., O’Hara, M., Schmid, P. F., & Wyatt G. (2007). The Handbook of Person-Centered Psychotherapy and Counselling. Palgrave Macmillan, New York.
Elahi & Apoorva., (2012). A detail study on Length of Service and Role Stress of Banking Sector in Lucknow Region. Research Journal of Management Sciences, 1.
McEwen, B.S. (1999). Stress and Hippocampal Plasticity. Annual Reviews of Neuroscience, Vol 22, pp: 105-122.
Merry, T. (1994). Invitation to person-centered psychology. Whurr Publishers Ltd, London, England.
Rogers, C.R. (1957). The necessary and sufficient conditions of therapeutic personality change. Journal of Counseling Psychology, 21, 95-103.
Rogers, C.R. (1959). A Theory of Therapy, Personality and Interpersonal Relationships as Developed in the Client-centered Framework. In (ed.) S. Koch, Psychology: A Study of a Science formulation Vol 3 Formulation of the person and social context, pp: 184-256. New York: McGraw Hill.
Rogers, C.R. (1989). On becoming a person. Houghton Mifflin, 2nd Edition.