Άρθρο: Ζωή Τσίχλα
Ψυχολόγος
Επιμέλεια: Στέλλα Πυρένη
Φιλόλογος
Καλλιόπη Κουτούση
Ψυχοθεραπεύτρια Gestalt
Γεώργιος Φραγκάκης
Κλινικός Ψυχολόγος – Προσωποκεντρικός Ψυχοθεραπευτής
Το παρόν άρθρο πραγματεύεται τη σύντομη περιγραφή και σύγκριση δύο θεραπευτικών προσεγγίσεων, της Προσωποκεντρικής και της Gestalt θεραπείας. Σκοπός μας είναι να φωτίσουμε ορισμένες πτυχές και έννοιες από τον πλούτο των δύο προσεγγίσεων και να προβούμε σε μια πρώτη προσπάθεια σύγκρισής τους. Η σύγκριση δεν στοχεύει στο να αναδείξει την υπεροχή της μιας προσέγγισης εις βάρος της άλλης. Αντίθετα, οι διαφορές που μπορεί να παρουσιάζουν και οι ομοιότητες που πιθανόν προκύπτουν, επισημαίνονται σε ένα πλαίσιο ανοιχτότητας και ενδεχόμενης αλληλοπροσφοράς.
Βασικές αρχές της Gestalt θεραπείας
Ιδρυτής της ψυχοθεραπείας Gestalt ήταν ο πρώην γιατρός και ψυχαναλυτής Fritz Perls, η σύζυγός του Laura Perls και ο Paul Goodman τη δεκαετία του 1940 (Φατούρου-Χαρίτου, 1999). Το μεγαλύτερο μέρος της θεραπείας Gestalt προήλθε από διάφορες συνθέσεις ψυχολογικών θεωριών και φιλοσοφικών ρευμάτων, όπως των Freud, Reich, Freidlander και Moreno, την ψυχολογία Gestalt[1] και τον υπαρξισμό (Ginger, 2002).
Μία από τις βασικές αρχές της θεραπείας Gestalt είναι η πίστη πως η διαδικασία της ζωής είναι μια συνεχής κίνηση ανάμεσα σε δύο πόλους, την ενέργεια και την ύλη (Φατούρου-Χαρίτου, 1999). Ανάμεσα στους δύο πόλους υπάρχει συγχρόνως έλξη και απώθηση, ανάλογα με τη δύναμη που κυριαρχεί κάθε φορά, ενώ η ένωσή τους σημαίνει την έναρξη μιας νέας διαδικασίας, καθώς η ενέργεια υλοποιείται. Η συνειδητοποίηση της ύπαρξης των δύο πόλων είναι απαραίτητη (Yontef, 1993). Στόχος της θεραπείας είναι η ανακατάταξη της ενέργειας μέσα στη διαδικασία και η ένωση των δύο πόλων, ώστε να ξεκινήσει μια νέα διαδικασία (Φατούρου-Χαρίτου, 1999).
Σύμφωνα με την Gestalt προσέγγιση, στον πυρήνα της θεραπευτικής διαδικασίας βρίσκεται η ολοκλήρωση της προσωπικότητας του ατόμου, με όλα εκείνα τα στοιχεία που έχει αρνηθεί ως αποτέλεσμα της χρήσης των σχετικών μηχανισμών άμυνας, η αναγνώριση και η επίγνωση των απαρνημένων πτυχών του εαυτού του, η βίωση της εμπειρίας στο «εδώ και τώρα», η απόκτηση υπευθυνότητας και προσωπικής επιλογής και η ενίσχυση της τάσης του ατόμου για αυτορρύθμιση (Yontef, 1993; Corey, 2001).
Επιπλέον, μία βασική έννοια της Gestalt θεραπείας για τη θεραπευτική σχέση είναι ο I-Thou διάλογος ανάμεσα στον θεραπευτή και τον πελάτη του (Corey, 2001). Ο I-Thou διάλογος δεν είναι κάτι που απλά κάνουν δύο άτομα, κάτι που συζητιέται, αλλά είναι κάτι που συμβαίνει, είναι αλληλεπίδραση που δεν περιορίζεται στις λέξεις (Yontef, 1993). Μέσω αυτής της επαφής δύο άτομα αναπτύσσονται και διαμορφώνουν τις ταυτότητές τους, βιώνουν το άλλο άτομο όπως αληθινά είναι και δείχνουν ο καθένας τον αληθινό τους εαυτό. Ο I-Thou διάλογος ενσωματώνει την αυθεντικότητα και την υπευθυνότητα (Yontef, 1993).
Ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, η θεραπεία Gestalt έχει αναπτύξει σημαντικά την σχεσιακή προσέγγιση, η οποία υποστηρίζει ότι ο άνθρωπος είναι γεννημένος να βρίσκεται σε σχέση, δηλαδή ότι είναι σχεσιακός από τη φύση του. Σύμφωνα με την θεωρία Gestalt, το σχεσιακό εκφράζεται στην έννοια της επαφής οργανισμού/περιβάλλοντος. Μέσα από αυτό το πρίσμα, ο εαυτός προσεγγίζεται να έχει στον πυρήνα του το θεμελιακό γεγονός ότι προσδιορίζει και προσδιορίζεται από την επαφή οργανισμού/περιβάλλοντος στο πεδίο. Ήδη, οι Perls, Goodman και Hefferline, είκοσι χρόνια πριν από τον Kohut, μίλησαν για έναν εαυτό που αποτελεί διαδικασία η οποία εκδηλώνεται στο σύστημα των επαφών του οργανισμού με το περιβάλλον, στο όριο του «εγώ» και «μη-εγώ». Το σχεσιακό επίσης εκφράζεται μέσα από την αφομοίωση της φιλοσοφίας του Martin Buber και την κατανόηση του ανθρώπου ως απαρχής σχεσιακού όντος (“In the beginning is the relation”): Σχέση I-Thou. Γενικότερα, η θεραπεία Gestalt εκφράζει διαχρονικά κάτι που βρίσκεται στη βάση της θεωρίας της, ότι δηλαδή η ύπαρξη είναι συνύπαρξη (“Τo be is to be with”), μια φράση που αποδίδεται στους Martin Heidegger και Gabriel Marcel (Spagnuolo-Lobb, 2014, 2017).
Στη θεραπευτική πρακτική η Gestalt είναι ιδιαίτερα ευρηματική καθώς διαθέτει μια μεγάλη ποικιλία πρακτικών και βιωματικών ασκήσεων με στόχο να ενισχύσει τη βίωση της εμπειρίας του πελάτη και την ενοποίηση των αντικρουόμενων πτυχών του εαυτού του (Corey, 2001).
Η Gestalt προσέγγιση, όπως όλες οι προσεγγίσεις, έχει δεχτεί και αυτή με τη σειρά της αρκετές κριτικές τόσο για την αποτελεσματικότητά της κατά τη θεραπευτική διαδικασία όσο και για την επιστημονική της εγκυρότητα. Πιο συγκεκριμένα, για πολλά χρόνια υπήρχε η άποψη ότι η θεραπεία Gestalt μπορεί να φανεί αποτελεσματική σε ένα ευρύ φάσμα περιπτώσεων και διαταραχών που χαρακτηρίζονται ως πιο «ήπιες», όπως είναι οι ψυχοσωματικές διαταραχές, οι αγχώδεις διαταραχές, οι φοβίες αλλά και οι κοινοί προβληματισμοί[2](Φατούρου-Χαρίτου, 1999). Στο φάσμα της ψυχοπαθολογίας και σε διαταραχές όπως η σχιζοφρένεια και η οριακή διαταραχή, η θεραπεία Gestaltσυνιστά την αποφυγή τεχνικών διαχείρισης ή διεύρυνσης του φάσματος, οι οποίες στηρίζονται στην παραδοχή ότι οι αισθητήριοι μηχανισμοί λειτουργούν ορθά. Διάφορες τεχνικές-πειράματα της Gestalt, όπως είναι η χρήση της καυτής καρέκλας καθώς και διάφορες αντιπαραθετικές παρεμβάσεις, οι οποίες παράγουν έντονες αισθητηριακές εντυπώσεις έχουν προσαρμοστεί τα τελευταία χρόνια με σκοπό την μείωση της εισροής έντονων αισθητηριακών εντυπώσεων (Spagnuolo-Lobb, 2014, 2017). Μέσα από υποστηρικτικές και μη-καταστροφικές μορφές έκφρασης, ο πελάτης μαθαίνει να διαχειρίζεται τα έντονα αισθητηριακά ερεθίσματα, «αποστραγγίζοντας» την κινητοποιημένη ενέργεια. Αυτό επιτυγχάνεται μέσα από την εστίαση, την γείωση και την νοηματοδότηση της εμπειρίας του πελάτη στο εδώ-και-τώρατης θεραπευτικής σχέσης (Spagnuolo-Lobb, 2014). Οι βασικές της αρχές μέσα από τον I-Thou διάλογο και η άμεση βίωση των συναισθημάτων και των εμπειριών, μέσα από τις βιωματικές ασκήσεις και τις τεχνικές που εφηύρε μπορούν, να έχουν επίδραση και να διευκολύνουν την εποικοδομητική ανάπτυξη και την αλλαγή του πελάτη, μόνο εάν ο θεραπευτής μπορεί να συσχετιστεί και να αλληλεπιδράσει μαζί του.
Ορισμένες από τις τεχνικές και τις βιωματικές ασκήσεις που χρησιμοποιεί η Gestalt κατά τη θεραπευτική διαδικασία οδηγούν στην ενίσχυση της βίωσης των συναισθημάτων και των εμπειριών, απαρνημένων και συγκρουόμενων, στο «εδώ και τώρα» (Corey, 2001). Εάν αυτά τα συναισθήματα που αναδυθούν δεν επεξεργαστούν συνειδητά και δεν αναγνωριστούν με γνώμονα την επίγνωση, υπάρχει πιθανότητα ο πελάτης να αισθανθεί μετέωρος ή εγκαταλειμμένος, η διαδικασία να μείνει μισοτελειωμένη και η ενοποίηση των επιμέρους στοιχείων να μην βιωθεί. Για αυτό τον λόγο χρειάζεται ορθή χρήση των βιωματικών ασκήσεων από τους θεραπευτές.
Άλλη μια κριτική έγκειται στο γεγονός πως οι βιωματικές ασκήσεις στις οποίες βασίζεται η Gestalt δεν συνιστώνταισε πελάτες που δυσκολεύονται να επιστρατεύσουν τη φαντασία τους και είναι συγκρατημένοι συναισθηματικά, καθώς δύσκολα θα συμμετάσχουν και θα δεσμευτούν στη διαδικασία (Corey, 2001).
Επιπρόσθετα, η Gestalt θεραπεία αποτελεί ένα μείγμα θεωρητικών προσεγγίσεων και φιλοσοφικών θέσεων (Φατούρου-Χαρίτου, 1999). Αυτή η πολυπλοκότητα από την οποία χαρακτηρίζεται, μπορεί να καταστήσει την εκπαίδευση ενός θεραπευτή στις αρχές της και τις τεχνικές της αρκετά δύσκολη και περίπλοκη (Corey, 2001), ενώ καθιστά δύσκολη και την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητάς της μέσω ερευνητικών δεδομένων (Φατούρου-Χαρίτου, 1999).
Τέλος, μέσα από μια φαινομενολογική και εστιασμένη στο πεδίο προσέγγιση, ο ρόλος του θεραπευτή Gestalt είναι να εστιάσει όχι στο άτομο αλλά στην θεραπευτική σχέση. Να εστιάσει δηλαδή στην ‘αισθητηριακή ατμόσφαιρα’, στον ενδιάμεσο χώρο ο οποίος συν-δημιουργείται μεταξύ θεραπευτή και θεραπευόμενου, χρησιμοποιώντας τις αισθήσεις του για να κατανοήσει την δια-υποκειμενική εμπειρία του θεραπευόμενου στο εδώ-και-τώρα της θεραπευτικής διαδικασίας (Spagnuolo-Lobb, 2014, 2017).
Βασικές αρχές της Προσωποκεντρικής Θεραπείας
Εμπνευστής της προσωποκεντρικής προσέγγισης υπήρξε ο Carl Rogers, για πολλούς ο «πατέρας» της συμβουλευτικής ψυχολογίας. Η γέννηση της Προσωποκεντρικής προσέγγισης τοποθετείται το 1940, όταν ο Rogers σε μια ομιλία του υποστήριξε ότι η βοήθεια που μπορεί να προσφέρει ένας θεραπευτής είναι να επιτρέψει στον θεραπευόμενό του να βρει τις δικές του λύσεις στα προβλήματά του (McLeod, 2005). Η αρχική του εργασία ήταν γνωστή ως «μη κατευθυντική ψυχοθεραπεία» και στηριζόταν στην υπόθεση ότι οι ψυχοθεραπευτές οφείλουν να βοηθούν τους πελάτες τους στην εξερεύνηση των αναγκών τους και στην ανακάλυψη των δικών τους διεξόδων, χωρίς οι ίδιοι να τους κατευθύνουν (Μέρυ, 2002). Στη συνέχεια, ο Rogers ονόμασε την προσέγγισή του «πελατοκεντρική θεραπεία» θέλοντας να τονίσει ότι στο κέντρο της διαδικασίας δεν είναι οι μέθοδοι και οι τεχνικές, αλλά οι πελάτες. Τέλος, ο Rogers άρχισε να χρησιμοποιεί τον όρο «Προσωποκεντρική προσέγγιση» θεωρώντας ότι όσα είχε διδαχθεί για τους ανθρώπους στο πλαίσιο της θεραπείας θα μπορούσαν να εφαρμοστούν και σε άλλα πλαίσια (Μέρυ, 2002).
Η Προσωποκεντρική προσέγγιση θεωρεί ότι στον άνθρωπο ενυπάρχει ένας εγγενής μηχανισμός που τον οδηγεί στην πραγματοποίηση των ικανοτήτων του (Μέρυ, 2002). Βασικό αξίωμά της είναι ότι ο άνθρωπος είναι από τη φύση του καλός και άξιος σεβασμού, έχει τη δυνατότητα να αναπτυχθεί και να θεραπεύσει τον εαυτό του και να αγωνίζεται για να γίνει ευτυχισμένος και ολοκληρωμένος (Kottler & Shepard, 2008). Βασικοί στόχοι της Προσωποκεντρικής θεραπείας είναι η διευκόλυνση των ατόμων να εξετάσουν τα προσωπικά τους χαρακτηριστικά και τις αξίες τους. Σύμφωνα με τον Rogers, οι άνθρωποι είναι κοινωνικά και δημιουργικά όντα που πασχίζουν για την πλήρη πραγμάτωση των δυνατοτήτων τους (Μέρυ, 2002). Η κεντρική υπόθεση της Προσωποκεντρικής ψυχολογίας είναι ότι «τα άτομα έχουν μέσα τους τεράστιες πηγές για αυτοκατανόηση και μεταβολή των αυτοαντιλήψεων, των βασικών στάσεων και της αυτοκατευθυνόμενης συμπεριφοράς τους. Οι πηγές αυτές μπορούν να αξιοποιηθούν, αν μπορεί να υπάρξει ένα προσδιορίσιμο περιβάλλον διευκολυντικών ψυχολογικών στάσεων» (Rogers, 2006, σελ. 100). Για τον Rogers (2006) οι συνθήκες που πρέπει να υφίστανται ώστε το περιβάλλον να προάγει την ανάπτυξη είναι η γνησιότητα ή αυθεντικότητα του θεραπευτή, η άνευ όρων αποδοχή και η ενσυναισθητική ακρόαση. Για τον λόγο αυτό, μια από τις βασικές της αρχές κατά τη θεραπευτική διαδικασία είναι η μη κατευθυντικότητα και η μη παρεμβατικότητα του θεραπευτή απέναντι στον πελάτη του, βάσει της εμπιστοσύνης που η ίδια η προσέγγιση έχει στις ικανότητές του για ανάπτυξη και αλλαγή (Ιωσηφίδη & Ιωσηφίδης, 2002).
Βασικές κριτικές που έχει δεχτεί ο Προσωποκεντρική προσέγγιση είναι η διαστρεβλωμένη πεποίθηση ότι μπορεί να επιδράσει θετικά μόνο σε ήπιες καταστάσεις και όχι στο ευρύ φάσμα της ψυχοπαθολογίας (Φατούρου-Χαρίτου, 1999). Το θεραπευτικό μοντέλο και η θεωρία της προσωπικότητας, έχουν δεχθεί κριτικές καθώς θεωρείτε πως δεν λαμβάνουν υπόψιν την ανομοιογένεια των ψυχοπαθολογικών φαινομένων, αλλά παραμένουν κοινές και ενιαίες για όλους τους πελάτες ως προς την αντιμετώπιση των ειδικών διαταραχών που μπορεί να παρουσιάζουν και την εξήγηση της συμπεριφοράς τους (Μπρουζός, 2004). Ωστόσο, η άποψη αυτή είναι αρκετά απαρχαιωμένη και σύγχρονα ευρήματα έχουν αποδείξει πως η Προσωποκεντρική προσέγγιση παρουσιάζει σημαντικά αποτελέσματα και είναι ιδιαίτερα βοηθητική σε άτομα με ψυχοπαθολογία (
Επίσης, κάποιοι πελάτες θα μπορούσαν να αισθάνονται την ανάγκη για μεγαλύτερη κατεύθυνση, αυστηρότερη θεραπευτική δομή, περισσότερες τεχνικές καθώς και άμεσες απαντήσεις. Ειδικά σε καταστάσεις κρίσης, η μη παρεμβατική στάση του θεραπευτή που “περιορίζει” τις απαντήσεις του σε αντανάκλαση των συναισθημάτων του πελάτη με στόχο την επίγνωση που θα αποκομίσει από την εμπειρία του, είναι πιθανόν να προβληματίζει (Corey, 2001). Τέλος, μπορεί το ερευνητικό έργο του Rogers να έχει παραλείψει την εξέταση ορισμένων σημαντικών πτυχών και φαινομένων της ζωής του ανθρώπου, όπως είναι το σεξ, η επιθετικότητα και οι ασυνείδητες διαδικασίες, θεματικές στις οποίες η σύγχρονή βιβλιογραφία και έρευνα έχει πλέον εμβαθύνει (Tudor, 2011; Pervin & John, 1999).Σύγκριση της προσωποκεντρικής προσέγγισης με την Gestalt θεραπεία
Η Προσωποκεντρική προσέγγιση του Carl Rogers και η θεραπεία Gestalt του Fritz Perls ανήκουν στον κλάδο της Ανθρωπιστικής Ψυχολογίας, την «Τρίτη δύναμη» της ψυχολογίας, η οποία αναπτύχθηκε στα μέσα του 20ου αιώνα ως αντιστάθμιση στις άλλες δύο δυνάμεις, την ψυχανάλυση και τον συμπεριφορισμό, οι οποίες κυριαρχούσαν στον χώρο της ψυχοθεραπείας εκείνη την εποχή (Μαλικιώση-Λοΐζου, 2012).
Τα βασικά σημεία που μοιράζονται ως ανθρωπιστικές προσεγγίσεις είναι η συνάφεια με τη φαινομενολογική προσέγγιση, η κεντρική πίστη στον αυτοκαθορισμό ως ανθρώπινη ικανότητα, η πίστη στην τάση του ατόμου προς ανάπτυξη ή πραγμάτωση και ο σεβασμός και η μέριμνα στην ατομική εμπειρία του θεραπευόμενου (Κουστένη, 2012).
Η πίστη και των δύο προσεγγίσεων στον αυτοκαθορισμό ως ανθρώπινη ικανότητα και στην τάση του ατόμου προς ανάπτυξη συνάδει με τις έννοιες της υπευθυνότητας και της προσωπικής επιλογής που τονίζονται τόσο από την Προσωποκεντρική προσέγγιση όσο και από την Gestalt. Συγκεκριμένα, η Gestalt θεωρεί πως το άτομο έχει την απόλυτη ευθύνη να καθορίσει τη συμπεριφορά του και τις επιλογές του (Yontef, 1993). Επισημαίνει πως το να κατηγορεί εξωτερικούς παράγοντες για τις επιλογές του στο «εδώ και τώρα» είναι απλά μια αυταπάτη. Παρόμοια, η προσωποκεντρική προσέγγιση θεωρεί ότι το άτομο είναι υπεύθυνο να δομήσει τη δική του μοναδική πραγματικότητα και να επιλέξει τον τρόπο να υπάρχει (Μέρυ, 2002). Παράλληλα, όμως, αναγνωρίζει τα εμπόδια και τους περιορισμούς που υπάρχουν καθώς και το θάρρος που χρειάζεται για να αναλάβει το άτομο την αποκλειστική ευθύνη των επιλογών του. Επιπλέον, τονίζει πως η ικανότητα επιλογής αυξάνεται και διαμορφώνεται όταν το άτομο βρίσκεται σε ένα προσδιορίσιμο περιβάλλον διευκολυντικών ψυχολογικών στάσεων (Μέρυ, 2002).
Για την Προσωποκεντρική προσέγγιση και σύμφωνα με τη θεωρία θεραπείας του Rogers, αυτό το διευκολυντικό περιβάλλον, που θα οδηγήσει το άτομο στην εποικοδομητική αλλαγή και ανάπτυξη, προάγεται από τα χαρακτηριστικά και τη στάση του θεραπευτή, η οποία διακρίνεται από ενσυναίσθηση, αποδοχή άνευ όρων και αυθεντικότητα (Μπρούζος, 2004). Παρόμοια, για την Gestalt η στάση του θεραπευτή και η επαφή ανάμεσα σε αυτόν και τον θεραπευόμενο συμπεριλαμβάνει παρουσία, αυθεντικότητα, αποδοχή και υπευθυνότητα (Yontef, 1993). Η αναγκαιότητα της θεραπευτικής οικειότητας, ζεστασιάς και αποδοχής είναι σημαίνουσας αξίας και για τις δύο προσεγγίσεις, η οποία και οδηγεί στην αποφυγή χρήσης κατά τη θεραπευτική διαδικασία διαγνώσεων, ψυχομετρικών τεστ και συλλογής στοιχείων από το ιστορικό του πελάτη[3](Φατούρου-Χαρίτου, 1999; Corey, 2001)
Με τη δημιουργία ενός ζεστού και ασφαλούς θεραπευτικού κλίματος, οι δύο προσεγγίσεις στοχεύουν στην απόκτηση επίγνωσης του ατόμου, την αναγνώριση των απαρνημένων πτυχών του εαυτού του στο «εδώ και τώρα», την αυτορρύθμιση και την υπευθυνότητα (Corey, 2001). Πιο συγκεκριμένα, η θεραπεία Gestalt στοχεύει στο να μάθει στον πελάτη να κινείται μόνος του προς την αυτορρύθμιση και την υπευθυνότητα, να αναπτύσσει μόνος του τις δικές του έννοιες και τις δικές του ερμηνείες (Yontef, 1993). Αντίστοιχα, η Προσωποκεντρική προσέγγιση στοχεύει στο να ενισχύσει, μέσα από ένα ασφαλές θεραπευτικό κλίμα, το εγγενές αίσθημα ελευθερίας και την αυτονομία του ατόμου, τα οποία πηγάζουν από την ίδια την τάση πραγμάτωσης (Ιωσηφίδη & Ιωσηφίδης, 2002).
Ο κοινός θεραπευτικός στόχος που μοιράζονται οι δύο προσεγγίσεις πηγάζει από την κοινή τους φιλοσοφία, η οποία δίνει έμφαση στην ολοκλήρωση του ατόμου και την επίγνωση των απαρνημένων σκέψεων, συναισθημάτων και συμπεριφορών του στο «εδώ και τώρα» (Corey, 2001). Η έμφαση στην ολοκλήρωση του ατόμου με όλα εκείνα τα στοιχεία που έχει αρνηθεί αναδύεται μέσα από την ολιστική αντίληψη που και οι δύο προσεγγίσεις υιοθετούν για το άτομο (Φατούρου-Χαρίτου, 1999). Ειδικότερα, στην Gestalt θεραπεία τονίζεται η σημασία του ατόμου ως «όλον» (Φατούρου-Χαρίτου, 1999). Η ανθρώπινη αντίληψη λειτουργεί ολιστικά και στόχος είναι η σύνθεση των επιμέρους στοιχείων για την απόδοση νοήματος (Ginger, 2010). Αντίστοιχα, η προσωποκεντρική προσέγγιση υιοθετεί μια ολιστική αντίληψη για το άτομο, καθώς αυτό αντιμετωπίζεται ως μια αδιάσπαστη ολότητα, της οποίας οι ψυχολογικές, νοητικές και φυσικές διαστάσεις αλληλεπιδρούν συνεχώς μεταξύ τους (Ιωσηφίδη & Ιωσηφίδης, 2002).
Η έμφαση στο «εδώ και τώρα», στην παρούσα κατάσταση και όχι σε παρελθοντικά γεγονότα είναι ένα ακόμα κοινό χαρακτηριστικό των δύο προσεγγίσεων (Corey, 2001). Για την Gestalt, τα «γιατί» του παρελθόντος είναι αποφυγές συνειδητοποίησης του παρόντος (Φατούρου-Χαρίτου, 1999). Τα παρελθοντικά γεγονότα παρουσιάζονται στη θεραπευτική διαδικασία μέσα από την εστίαση και την σύνδεση με το παρόν, ενώ ο πελάτης ενθαρρύνεται να εστιάσει στο εδώ-και-τώρατης εμπειρίας του. Η Προσωποκεντρική προσέγγιση επισημαίνει πως οι παρελθούσες εμπειρίες μας δεν ευθύνονται για το πώς συμπεριφερόμαστε στο παρόν, αλλά ο τρόπος που ερμηνεύουμε αυτές τις εμπειρίες μας στο «εδώ και τώρα» μπορεί να επηρεάσει και τον τρόπο που βλέπουμε τα πράγματα σήμερα (Ιωσηφίδη & Ιωσηφίδης, 2002).
Τέλος, ως προς την εξέλιξη της προσωπικότητας, οι δύο προσεγγίσεις ανέπτυξαν τις δικές τους θεωρίες, οι οποίες σε ορισμένα σημεία φέρουν ομοιότητες. Συγκεκριμένα, ο Perls αναφέρεται σε τρεις φάσεις, οι οποίες συνυπάρχουν από την αρχή της γέννησης του ατόμου: η κοινωνική φάση αναφέρεται στη συνειδητοποίηση των άλλων ως πηγή ευχαρίστησης και έμπνευσης, η ψυχοφυσική φάση στη συνειδητοποίηση του εαυτού ως πηγή ευχαρίστησης και έμπνευσης και η πνευματική φάση στη συνειδητοποίηση του εαυτού πέρα από τη σωματική οντότητά του (Φατούρου-Χαρίτου, 1999). Αντίστοιχα, οι τρεις αυτές φάσεις φέρουν ομοιότητες η πρώτη με την εξωτερική εστία αξιολόγησης ή το «πρέπει» της αυτοεικόνας, όπου η αξιολόγηση των σημαντικών άλλων αποτελεί το κριτήριο αξιολόγησης του εαυτού, η δεύτερη με την εσωτερική εστία αξιολόγησης ή το «θέλω» του οργανισμικού εαυτού, όπου στο επίκεντρο της αξιολόγησης βρίσκεται το άτομο και η τρίτη με το άτομο σε πλήρη λειτουργία, το έβδομο στάδιο του συνεχούς της θεραπευτικής διαδικασίας, όπου το άτομο εισέρχεται σε μια νέα διάσταση ζώντας πλήρως τον εαυτό του ως μια μεταβαλλόμενη ροή διαδικασίας (Μπρούζος, 2004).
Η Gestalt είναι μια συνθετική θεωρητική και θεραπευτική προσέγγιση η οποία επηρεάστηκε από ένα μείγμα φιλοσοφικών θέσεων, θεωρητικών προσεγγίσεων και πρακτικών, όπως είναι η φαινομενολογία, ο υπαρξισμός, η θεωρία πεδίου, η ψυχοδυναμική προσέγγιση, η ανατολική φιλοσοφία του ζεν, η yoga, η σωματική ψυχοθεραπεία, το θέατρο και ο χορός (Ginger, 2007). Αντίθετα, η Προσωποκεντρική προσέγγιση βασίζεται στη θεωρία θεραπείας και τη θεωρία προσωπικότητας (Μπρούζος, 2004).
Η θεωρία προσωπικότητας στην Προσωποκεντρική προσέγγιση παρουσιάστηκε από τον Rogers το 1959 με ένα ακόμα πιο συστημικό τρόπο, ως εξέλιξη της διατύπωσης των 19 θέσεών του[4] το 1951, έπειτα από επίπονη παρατήρηση και ακρόαση των συνεντεύξεών του με τους πελάτες του (Ιωσηφίδη & Ιωσηφίδης, 2002; Μπρούζος, 2004). Συγκεκριμένα, περιλαμβάνει τη δυναμική της προσωπικότητας, τη δομή της και την ανάπτυξη και αλλαγή της, ενώ ταυτόχρονα επιχειρεί να απαντήσει στα τι, πώς και γιατί ως εξήγηση της αλλαγής του πελάτη κατά τη θεραπευτική διαδικασία (Μπρούζος, 2004). Εν αντιθέσει, ο Perls στην προσπάθειά του να στηρίξει το θεραπευτικό του μοντέλο, διατύπωσε μια υποτυπώδη, απλοϊκή θεωρία για την εξέλιξη της προσωπικότητας[5] (Φατούρου-Χαρίτου, 1999).
Επιπλέον, σημαντικό στοιχείο του θεωρητικού υποβάθρου της Προσωποκεντρικής προσέγγισης και της Gestalt, είναι η χρήση των μηχανισμών άμυνας, αν και προσεγγίζεται με διαφορετικό τρόπο στην καθεμία. Πιο συγκεκριμένα, η Gestalt αναφέρεται στους μηχανισμούς άμυνας ως διαταραχές του ορίου ή εμπόδια στην επαφή (Nevis, 2007). Τονίζεται πως η χρήση των αμυντικών μηχανισμών είναι ένας υγιής τρόπος αυτορρύθμισης και επιβίωσης του ατόμου απέναντι σε ένα δύσκολο περιβάλλον όταν υπάρχει επίγνωση, μικρή συχνότητα και μικρή ένταση. Ως μηχανισμοί άμυνας αναφέρονται η προβολή, η συμβολή, η ενδοβολή, ο εγωτισμός, η αναστροφή και η ανάκλαση. Η Προσωποκεντρική προσέγγιση τονίζει ότι σε καταστάσεις ασυμφωνίας ανάμεσα στον εαυτό και τις οργανισμικές εμπειρίες, το άτομο υιοθετεί αμυντική συμπεριφορά στοχεύοντας στη διατήρηση της υφιστάμενης δομής του εαυτού του (Μπρούζος, 2004). Ο στόχος αυτός επιτυγχάνεται μέσα από τη διαστρέβλωση και άρνηση της εμπειρίας. Όσο αυτή η κατάσταση χρονίζει ή αφορά σημαντικές πτυχές του εαυτού, το άτομο οδηγείται σε αποδιοργάνωση του εαυτού και διαταραγμένη συμπεριφορά. Η τάση πραγμάτωσης αποκτά συγκεχυμένο ή και διχασμένο χαρακτήρα.
Όσον αφορά στη θεραπευτική διαδικασία, η Προσωποκεντρική προσέγγιση διατύπωσε τη θεωρία θεραπείας. Το 1959 ο Rogers επαναδιατύπωσε τη θεωρία του σε ένα μοντέλο τριών επιπέδων υπό τη μορφή «εάν-τότε» προτάσεων[6] για να εξηγήσει τις προϋποθέσεις που πρέπει να υπάρχουν κατά τη θεραπευτική διαδικασία, τις διεργασίες που προκύπτουν και τις αλλαγές που συντελούνται στο άτομο (Μπρούζος, 2004). Επιπλέον, ο Rogers (2006) για να προσδιορίσει τη διαδικασία αλλαγής, ανέπτυξε ένα συνεχές επτά διαδοχικών σταδίων, όπου το κάθε στάδιο μπορεί να δείξει τη θέση του πελάτη κατά τη διαδικασία αλλαγής. Σε αντίθεση, η Gestalt παρουσιάζεται ως ευρηματική στην ψυχοθεραπευτική πρακτική (Φατούρου-Χαρίτου, 1999) και βασίζεται στην παράδοξη θεωρία της αλλαγής (Beisser, 1970), η οποία περιγράφει την αλλαγή ως ένα υπαρξιακό παράδοξο, το οποίο συμβαίνει όταν κάποιος γίνεται αυτό που είναι και όχι όταν προσπαθεί να γίνει αυτό που δεν είναι (Yontef, 1993).
Η ευρηματικότητα αυτή έγκειται στη μεγάλη ποικιλία βιωματικών ασκήσεων και εργαλείων που χρησιμοποιεί η Gestalt, στοχεύοντας στην ενίσχυση του βιώματος του πελάτη και στην ενοποίηση των αντικρουόμενων επιμέρους στοιχείων του, όπως είναι η τεχνική της «άδειας καρέκλας», η καθοδηγούμενη φαντασία και η ανάλυση ονείρων (Corey, 2001). Αντίθετα, το μόνο εργαλείο στην προσωποκεντρική προσέγγιση είναι το πρόσωπο του θεραπευτή (Μέρυ, 2002). Ο Corey (2001) επισημαίνει πως η αντανάκλαση των συναισθημάτων και η ενεργητική ακρόαση είναι οι τεχνικές που χρησιμοποιεί ο θεραπευτής στην προσωποκεντρική προσέγγιση. Για τον Rogers (1986), όμως, η αντανάκλαση των συναισθημάτων και η ενεργητική ακρόαση δεν είναι μια απλή τεχνική στην οποία κάποιος εκπαιδεύεται, αλλά είναι ένα εργαλείο στα χέρια ενός ειλικρινούς και ενσυναισθητικού ακροατή. Ο θεραπευτής δεν κάνει αντανάκλαση συναισθημάτων στον πελάτη, αλλά προσπαθεί μέσω δοκιμαστικών ερωταποκρίσεων να επιβεβαιώσει εάν έχει κατανοήσει πλήρως τον εσωτερικό του κόσμο κι εάν καταλαβαίνει τι είναι αυτό που βιώνει ο πελάτης του εκείνη την στιγμή.
Στο πλαίσιο της κατανόησης του εσωτερικού κόσμου και του βιώματος του πελάτη, στην Προσωποκεντρική προσέγγιση, ο θεραπευτής παρουσιάζεται ως μη κατευθυντικός και μη παρεμβατικός αλλά και ως ένας ενσυναισθητικός, αυθεντικός και με άνευ όρων αποδοχή συνοδοιπόρος στη διαδικασία αυτοεξερεύνησης του πελάτη, με πλήρη εμπιστοσύνη στην ελευθερία επιλογής του για εσωτερική περιπλάνηση (Ιωσηφίδη & Ιωσηφίδης, 2002). Από την άλλη πλευρά, στην θεραπείαGestaltη ισότιμη θεραπευτική σχέση αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο πάνω στον οποίο οικοδομείται όλη η θεραπευτική διαδικασία. Αυτή η σχέση χαρακτηρίζεται από την καλλιέργεια τριών βασικών στοιχείων: η ασφαλές περιβάλλον, η θεραπευτική συμμαχία και η διαλογική σχέση (Joyce & Sills, 2010). Μέσα σε αυτή την σχέση, η έκφραση του εαυτού, των συναισθημάτων και των σκέψεων του θεραπευτή προς τον πελάτη του, γίνεται στο πλαίσιο της αυθεντικής επαφής και εμπειρίας που συν-δημιουργείται (Yontef, 1993; Spagnuolo-Lobb, 2014). Για την προσωποκεντρική προσέγγιση, όμως, η αυθεντικότητα ή η γνησιότητα είναι η ικανότητα του θεραπευτή να έχει επίγνωση των προσωπικών εσωτερικών του εμπειριών, διαδικασιών, σκέψεων και συναισθημάτων και να επιτρέπει την εμφάνισή τους στη θεραπευτική σχέση, καθώς προσπαθεί να κατανοήσει τις εμπειρίες του πελάτη (Μαλικιώση-Λοΐζου, 2012). Όντας ο εαυτός του μέσα στη θεραπευτική σχέση, ο θεραπευτής δεν συνεπάγεται ότι πρέπει να εκφράσει κάθε συναίσθημα, σκέψη ή διάθεση στον πελάτη, αλλά θα πρέπει να γνωρίζει πότε, πώς και γιατί θα εκφράσει τις σκέψεις και τα συναισθήματά του που συνδέονται πάντα με τη σχέση του με τον πελάτη[7] (Μέρυ, 2002).
Συμπερασματικά, καταλήγουμε στο ότι η Προσωποκεντρική προσέγγιση και η Gestalt θεραπεία μοιράζονται αρκετά κοινά σημεία, κυρίως λόγω της συνυπάρξής τους στον κλάδο της Ανθρωπιστικής ψυχολογίας. Η επίγνωση, η αναγνώριση, η αυτορρύθμιση, η υπευθυνότητα, η προσωπική επιλογή, η έμφαση στο «εδώ και τώρα», η θεραπευτική οικειότητα και ζεστασιά, η ολότητα του ατόμου, το «πρέπει» και το «θέλω» του εαυτού είναι έννοιες σημαίνουσες και κοινές και για τις δύο προσεγγίσεις.
Οι διαφορές τους, όμως, τόσο σε θεωρητικό υπόβαθρο όσο και σε πρακτικό επίπεδο, είναι εμφανείς, όπως αναφέρθηκε παραπάνω. Ωστόσο, θα ήθελα να εστιάσω στη διαφορά που παρουσιάζουν ως προς τη χρήση ή μη τεχνικών και εργαλείων, καθώς θεωρώ ότι, πέρα από τις ομοιότητες που παρουσιάζουν και τις διαφορές που προκύπτουν, αυτή η διαφορά είναι σημαντική και καθοριστική για τον διαχωρισμό τους. Πιο συγκεκριμένα, και όπως έχει ήδη αναφερθεί, η Gestalt χαρακτηρίζεται ως μια υπαρξιακή και σχεσιακή θεραπεία που εστιάζει στο εδώ-και-τώρατης θεραπευτικής σχέσης και στην συν-δημιουργία της φαινομενολογικής εμπειρίας τόσο του πελάτη όσο και του θεραπευτή. Επίσης, χαρακτηρίζεται ως ιδιαίτερα ευρηματική προσέγγιση στην ψυχοθεραπευτική πρακτική, καθώς συνδυάζειπολλές διαφορετικές τεχνικές με αυθεντικό τρόπο και πειραματισμούς: λεκτικές και μη λεκτικές, όπως αισθητήρια επίγνωση, ασκήσεις αναπνοής, ασκήσεις με το σώμα και την φωνή, συναισθηματική έκφραση, όνειρα και φαντασιώσεις, ψυχόδραμα και δημιουργικότητα όπως μουσική, χορός, ζωγραφική κ.α. (Ginger, 2007). Αντίθετα, για την προσωποκεντρική προσέγγιση το μόνο εργαλείο είναι το πρόσωπο. Για έναν θεραπευτή η εκπαίδευσή του στην προσωποκεντρική προσέγγιση δεν είναι απλά η εκμάθηση κάποιων θεωρητικών εννοιών που θα πάρουν μορφή μέσα από τα εργαλεία και τις τεχνικές· η εκπαίδευση σε αυτή την προσέγγιση αφορά την επαφή του με έναν διαφορετικό τρόπο ύπαρξης, με προεκτάσεις τόσο στη θεραπευτική του πρακτική όσο και στην πραγματική του ζωή. Ίσως, λοιπόν, αυτή η διαφορά να αποκτά μεγάλη σημαντικότητα, καθώς η Gestalt σου μαθαίνει έναν τρόπο να σχετίζεσαιαυθεντικά ως ολότητα, έναν τρόπο «να είσαι ο εαυτός σου, αντί να γνωρίζεις τον εαυτό σου» (Goodman, 1971)., ενώ η προσωποκεντρική σου προτείνει έναν τρόπο να υπάρχεις, χωρίς να σου αφαιρεί τη μοναδικότητά σου και την ελευθερία να επιλέξεις ανάμεσα σε τόσους άλλους τρόπους ύπαρξης.
[1] Η ομοιότητα με τον όρο Gestalt στον χώρο της ψυχολογίας της αντίληψης περιορίζεται στο ότι και στις δύο τονίζεται η σημασία του ατόμου ως «όλον».
[2] Παρόμοιες κριτικές έχει δεχτεί και η προσωποκεντρική προσέγγιση για την αποτελεσματικότητά της στο φάσμα της ψυχοπαθολογίας (Corey, 2001).
[3] Οι προσωποκεντρικοί θεραπευτές, αν και έχουν εκπαιδευτεί σε θέματα ψυχοπαθολογίας, δεν επιδιώκουν τη διάγνωση παρά μόνο αν απαιτείται φαρμακοθεραπεία ή συνεργασία ειδικοτήτων (Ιωσηφίδη & Ιωσηφίδης, 2002). Για την Gestalt, η διάγνωση είναι μια μεταβαλλόμενη, φαινομενολογική, δυναμική και σχεσιακή εμπειρία, η οποία εμπλουτίζεται κάθε φορά από την αλληλεπίδρασή μας με το πεδίο. Εστιασμός στην σχέση και όχι στο άτομο. Ο θεραπευτής είναι ανοιχτός στην αισθητική σχεσιακή γνώση(‘τι αισθάνομαι σαν απήχηση της εμπειρίας του θεραπευόμενου;’ ΄πώς και εγώ μπορεί να συμβάλω σε αυτή την εμπειρία;) (Spagnuolo-Lobb, 2014).
[4] Οι 19 θέσεις είναι η πρώτη προσπάθεια του Rogers να απαντήσει στο ποια είναι τα χαρακτηριστικά του ατόμου και πώς οργανώνονται μεταξύ τους, ποιες είναι οι συνιστώσες που καθορίζουν την προσωπικότητα του ατόμου και ποια είναι τα αίτια της συμπεριφοράς του (Μπρούζος, 2004).
[5] Μια θεωρία προσωπικότητας είναι απαραίτητο να απαντάει στα ερωτήματα τι, πώς και γιατί (Μπρούζος, 2004).
[6] Εάν υπάρχουν συγκεκριμένες προϋποθέσεις (ανεξάρτητη μεταβλητή), τότε προκύπτουν συγκεκριμένες διεργασίες (εξαρτημένη μεταβλητή) που χαρακτηρίζονται από συγκεκριμένα στοιχεία. Εάν προκύψουν αυτές οι διεργασίες και ολοκληρωθούν με επιτυχία (ανεξάρτητη μεταβλητή), τότε θα συντελεστούν αλλαγές στην προσωπικότητα και τη συμπεριφορά (εξαρτημένη μεταβλητή) (Kirschenbaum & Henderson, 1990; Μπρούζος, 2004).
[7] Η έννοια της αυθεντικότητας για την Gestalt είναι η παρεξηγημένη έννοια της αυθεντικότητας για την προσωποκεντρική, καθώς θυμίζει περισσότερο αυθορμητισμό και όχι μια βαθύτερη εσωτερική διεργασία.
Βιβλιογραφικές αναφορές
Corey, G. (2001). Theory and practıce of Counseling and Psychotherapy.USA: Brooks.Cole.
Ginger, S. (2007). Gestalt Therapy: The Art of Contact. London: Karnac.
Ginger, S. (2010). Θεραπεία GESTALT. Η τέχνη της επικοινωνίας. Αθήνα: Ασημάκης.
Iωσηφίδη, Π. & Ιωσηφίδης, Ι. (2002). Η Προσωποκεντρική Προσέγγιση Του C.Rogers. Στο Γ. Α. Ποταμιάνος, Θεωρίες της Προσωπικότητας και Κλινική Πρακτική. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Kirschenbaum, H. & Henderson, V.L. (1990). Theory & Research. In The Carl Rogers Reader (pp. 236-257). London: Constable.
Kottler, J.A., & Shepard, D.S. (2008). Introduction to Counseling. Voices from the Field (6 ed.). California: Thomson Brooks/Cole.
Kουστένη, Ι.Δ. (2012). Επιστημονικά τεκμηριωμένη ψυχοθεραπεία. Προβληματική, εφαρμογές και κριτική προσέγγιση. Αθήνα: Παπαζήσης.
Mαλικιώση-Λοΐζου, Μ. (2012). Συμβουλευτική Ψυχολογία. Αθήνα: Πεδίο.
McLeod, J. (2005). Εισαγωγή στην Συμβουλευτική. Αθήνα: Μεταίχμιο.
Mezzich, J. E., Botbol, M., Christodoulou, G. N., Cloninger, C. R., & Salloum, I. M. (2016). Person centered psychiatry. Springer International Publishing.
Mέρυ, Τ. (2002). Πρόσκληση στην προσωποκεντρική προσέγγιση. Αθήνα: Καστανιώτης.
Mπρούζος, Α. (2004). Προσωποκεντρική Συμβουλευτική. Θεωρία, Έρευνα και Εφαρμογές. Αθήνα: Τυπωθήτω.
Nevis, E. (2007). Θεραπεία Gestalt. Θεωρίες και Εφαρμογές. Αθήνα: Διόπτρα.
Pervin, L.A., & John, O.P. (1999). Θεωρίες Προσωπικότητας. Έρευνα και εφαρμογές. Αθήνα: Τυπωθήτω.
Rogers, C. (1986). Reflection of feelings. Person-Centred Review,1(4), pp. 125-40.
Rogers, C. (2006). Το γίγνεσθαι του προσώπου. Αθήνα: Ερευνητές.
Tudor, K. (2011). Roger΄s therapeutic conditions: A relational conceptualization. Person-Centred and Experiental Psychotherapies, 10(3), pp. 165-180.
Yontef, G. (1993). Gestalt Therapy: An Introduction. In Awareness, Dialogue, and Process. Gouldsboro: The Gestalt Journal Press.
Φατούρου Χαρίτου, Μ. (1999). Ψυχοθεραπευτική πράξη. Στο Σ. Βοσνιάδου, Εισαγωγή στην ψυχολογία. Κοινωνική ψυχολογία, Κλινική ψυxολογία (Τόμος Β’). Αθήνα: GUTENBERG.