Κείμενο: Δημήτρης Σούκουλης
Συγγραφέας
Επιμέλεια: Στέλλα Πυρένη
Φιλόλογος
Εγώ σε θέλω, όπως το «όσο» το «τόσο». Όπως η μακροσκελής βαρύγδουπη παράγραφος την τελεία της. Εσύ με αρνείσαι με υποθέσεις, κι έτσι εγώ χάνομαι στις αποδόσεις, στις παρενθέσεις, στις δευτερεύουσες προτάσεις. Πότε Ιησούς, πότε ο Ιούδας. Πότε η Κασσιανή, πότε η Μαγδαληνή. Με βαφτίζεις με ονόματα περίεργα που δεν γνωρίζω. Βιβλικά. Συνοπτικά. Ατελή, χωρίς παρόν, χωρίς μέλλον. Ο αλέκτωρ σου λαλεί τρις το πρωί, κι έπειτα το μεσημέρι και μια το δειλινό, κι έπειτα πάλι μετά τη δύση του αποσπερίτη. Μου βάζεις λόγια στο στόμα που δεν είπα. Εσένα σε καταπίνουν τα συμπεράσματα, τα «εν κατακλείδι», εμένα τα δίπολά μου τεστάρουν τις αντιστάσεις. Πνίγομαι στον ιδρώτα των αφορισμών σου, στις διδασκαλίες των γερόντων, των ευκαιριακών συνδαιτυμόνων σου, των συμπαιχτών σου σε μια παρτίδα, των φτωχών τω πνεύματι και τη καρδία Διοσκούρων, Κοσμά και Δαμιανού σου, των αρχετύπων σου, των προτύπων σου. Με μπερδεύεις με ήρωες που επιστρέφουν και πάντα επιμένουν. Εγώ είμαι απλά ένας άλλος Πάτροκλος. Θνητός και αναλώσιμος.
Κι εγώ σε θέλω, όπως τα ελλειπτικά ουσιαστικά που ζήλεψαν τις πτώσεις, τα ανώμαλα ρήματα τα δάνεια από συνώνυμα. Σε θέλω αλλά δεν ξέρεις, όμως, πόσο κουράζει και πόσο βαραίνει τις πλάτες να περιμένεις έναν δειλό, έναν που αναβάλλει, που δεν δίνεται. Έναν που τον τρώει μια διαπίστωση που δεν ισχύει και μέσα του το σαράκι του ροκανίζει το ασπράδι, τρώει τους οφθαλμούς και μπροστά του πια δεν βλέπει.