Άρθρο: Δάφνη Τσιουκανά
Φοιτήτρια Φιλοσοφίας
Επιμέλεια: Στέλλα Πυρένη
Φιλόλογος
H ερμηνεία των έργων τέχνης είναι μια αρκετά δύσκολη υπόθεση και, για πολλούς θεωρητικούς, ο τρόπος με τον οποίο αυτή γίνεται είναι αμφίσημος. Ωστόσο, οι θεατές, όταν έρχονται σε επαφή με ένα έργο τέχνης, συχνά θεωρούν τη διαδικασία της ερμηνείας μια προσωπική και αρκετά εύκολη διαδικασία. Αυτό συμβαίνει, γιατί είναι γνωστό ότι τα νοήματα του κάθε έργου μπορούν να αποκαλυφθούν μέσω της φαντασίας, ένα εργαλείο που διατίθεται απλόχερα σε όλους μας.
Παρόλα αυτά, στα σύγχρονα έργα τέχνης, και κυρίως σ’ αυτά που ανήκουν στις εικαστικές τέχνες, παρατηρείται το φαινόμενο θεατών που δεν μπορούν να αντιληφθούν με ευκολία τη σημασία τους και έτσι καταλήγουν να ισχυρίζονται πως τα συγκεκριμένα έργα απομακρύνονται από τη λεγόμενη πραγματική τέχνη. Οι περισσότερες συζητήσεις μου με ανθρώπους που ενδιαφέρονται για τις καλλιτεχνικές πρακτικές μέσω επισκέψεων σε εκθέσεις, καταλήγουν σχεδόν πάντα στα ίδια ερωτήματα: «πώς γίνεται αυτό να θεωρείται τέχνη;», «πού βρίσκεται η τεχνική στο συγκεκριμένο έργο;» ή ακόμη στη δήλωση: «και εγώ θα μπορούσα να κάνω κάτι τέτοιο».
Τα ερωτήματα αυτά μας κατευθύνουν να αναλογιστούμε όχι τόσο αν η σύγχρονη τέχνη είναι το ίδιο αξιόλογη με παλαιότερες μορφές και ρεύματα αλλά στο πώς γίνεται η ερμηνεία του εκάστοτε έργου και πότε αυτή θεωρείται επιτυχημένη. Οι πιο σημαντικές απόψεις, τόσο ανάμεσα στους θεωρητικούς όσο και στο κοινό, μπορούν να διακριθούν σε δύο κατηγορίες: από τη μία, υπάρχει η απαίτηση από τον θεατή να έχει ένα ορισμένο γνωστικό υπόβαθρο και από την άλλη, η ερμηνεία του έργου τέχνης φαίνεται να εξαρτάται από την αισθητική εμπειρία και μόνο, καθώς δεν θεωρείται απαραίτητη η γνώση της ιστορικότητας του έργου τέχνης (Irvin, 2012).
Ποια είναι, όμως, τα προβλήματα αυτών των δύο θεωριών; Η γνώση της ιστορικότητας (καλλιτέχνης, τίτλος έργου κτλ.) ενός έργου τέχνης δυσκολεύει τους θεατές να έχουν μια αντικειμενική κρίση (π.χ. το όνομα του καλλιτέχνη να ισοδυναμεί με την αντίληψη ότι το έργο είναι αριστούργημα) όσον αφορά την αξιολόγηση του έργου, είτε αυτή πρόκειται για θετική είτε για αρνητική. Η άρνηση, όμως, στην ιστορικότητα του έργου τέχνης δημιουργεί προβλήματα τόσο στην αισθητική εμπειρία όσο και στην κατανόηση οποιωνδήποτε βαθύτερων νοημάτων. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να συμβεί μια επιτυχημένη ερμηνεία, αλλά ότι οι θεατές μπορεί να καταλήξουν σε μία πιο ακραία κριτική για έργα που απαιτούν σύνθετη σκέψη στην αξιολόγησή τους, με αποτέλεσμα να καταλήγουν στην κατηγορία ότι δεν είναι πραγματικά έργα τέχνης (Irvin, 2005).
Η δυσκολία να υπερισχύσει μία από τις δύο θεωρίες είναι πως σε πολλά έργα απαιτούνται θεατές με εξειδικευμένες γνώσεις, ώστε να μπορούν να συλλάβουν το νόημά τους, ενώ σε άλλα έργα το ενδιαφέρον επικεντρώνεται σε ένα αισθητικά όμορφο αποτέλεσμα και άρα διαθέτουν πολλαπλές ερμηνείες στην αποκρυπτογράφηση των συμβολισμών τους (Irvin, 2012).
Μία λύση στο συγκεκριμένο πρόβλημα είναι ο θεατής να έχει επίγνωση των καλλιτεχνικών αλλαγών και να παραμένει ενήμερος για τις σύγχρονες καλλιτεχνικές τάσεις. Η ανάγκη για μια στοιχειώδη γνώση της ιστορίας της τέχνης κρίνεται απαραίτητη, ώστε ο καθένας από εμάς να γνωρίζει πότε είναι απαραίτητο να επικεντρώνεται στην αισθητική εμπειρία και πότε στη νοητική αλληλεπίδραση με την αισθητική απόλαυση χωρίς να πέφτει σε «σφάλμα», με αποτέλεσμα να μην μπορεί να εκτιμήσει και να ερμηνεύσει έργα που απαιτούν μια πιο εξεζητημένη κριτική ματιά.
Βιβλιογραφικές Αναφορές
Irvin, S. (2005). Appropriation and Authorship in Contemporary Art. The British Journal of Aesthetics, 45 (2), 123-137.
Irvin, S. (2012). Artworks, Objects and Structures. The Continuum Companion to Aesthetics. New York: Continuum.