Κείμενο: Αναστασία – Μαρία Ζαβιτσάνου,
Βιοχημικός Μοριακής Ογκολογίας &
Ανοσολογίας

Επιμέλεια: Μαρία Σουρτζή,
Φιλόλογος


Όσο βρίσκω ικανοποίηση να επιβεβαιώνω τις πεποιθήσεις μου συνομιλώντας με ανθρώπους που έχουν τις ίδιες απόψεις με τις δικές μου, άλλο τόσο με εξιτάρει να συζητώ με ανθρώπους που έχουν εκ διαμέτρου αντίθετες ιδέες με τις δικές μου. Ανθρώπους που έρχονται από ένα τελείως διαφορετικό κοινωνικό, οικογενειακό, εργασιακό, οικονομικό υπόβαθρο. Όταν τους συναντώ, σιωπώ. Σιωπώ για να μπορέσω να ακούσω το «εσύ» τους, σε όλη του τη διάσταση και την καθαρότητα, πριν γίνει κράμα με το «εγώ» μου.

Αθήνα, 17 Αυγούστου 2018

Βγήκα επί της Ελ. Βενιζέλου στη Ν. Σμύρνη για να πάρω ταξί να κατέβω στο Μικρολίμανο του Πειραιά να συναντήσω τους γονείς μου. Οι ράγες του τραμ απλώνονται μπροστά μου γεμάτες ολοπράσινο αλλά κακοκουρεμένο γρασίδι. Περνώ απέναντι και σηκώνω το χέρι μου. Μετά από καμιά δεκαπενταριά αυτοκίνητα, όλα με κλεισμένα τα παράθυρα μιας και ο κλιματισμός είναι απαραίτητος λόγω του καλοκαιρινού καύσωνα, σταματάει ένα Scoda Octavia κίτρινο ταξί. Ο οδηγός, άντρας γύρω στα πενήντα, με ξύρισμα δύο τριών ημερών, μαύρα μακρόστενα γυαλιά -σίγουρα όχι της μόδας- και κόκκινο Polo μπλουζάκι με μερικές ζάρες. Κατεβάζει το παράθυρο…

«Πού πάμε

«Πειραιά, Mικρολίμανο. Κοντά στις…»

«Έλα μπες!»

Μπαίνω μέσα και κάθομαι. Ο κρύος αέρας που μου χτυπάει το πρόσωπο είναι ό,τι πρέπει. Ξεκινάμε το δρόμο μας προς τον Πειραιά.

«Πολύ ζέστη σήμερα» του απευθύνομαι.

«Άσ’ τα. Είναι να κάτσεις μέσα στο σπίτι σου και να μη βγεις καθόλου έξω σήμερα. Σκάει ο τζίτζικας. Αλλά τι να τα κάνεις. Πρέπει να βγει το μεροκάματο. Φροντιστήρια βλέπεις του χρόνου. Ο γιος δίνει Πανελλήνιες.»

Κουνάω το κεφάλι με κατανόηση.

«Και με αυτό και με το άλλο, μη νομίζεις δε βγάζεις και τίποτα. Λίγο η βενζίνη, λίγο οι ασφάλειες… Από τόσο δεν μπαίνω και μέσα.»

«E και τι το κρατάτε;» είπα γελώντας.

«Τι το κρατάω; Και τι άλλο να κάνω; Μου είπαν να κάνω και κούρσα σε κάτι ονόματα στη Βάρη… Αλλά τι τα θες… Τα λεφτά καλύτερα είναι, αλλά σκλαβιά… Όταν σε θέλουν πρέπει να ‘σαι εκεί. Χαράματα, μεσάνυχτα εκεί. Δεν είσαι λεύτερος βρε παιδί μου πώς να το κάνουμε.»

Κουνάω συγκαταβατικά το κεφάλι.

«Τώρα είμαι το αφεντικό μου. Θέλω να το αφήσω να βγάλω τη Σμαραγδή για ένα κρασάκι, το αφήνω. Σμαραγδή είναι η γυναίκα μου. Θέλει ο γιος να τον γυρίσω από τη βραδινή κρεπάλη… μπορώ. Αν πάω σ’ αυτούς πάνε όλα τούτα. Η ζωή σου δική τους.»

«Μ’ αφήνετε εδώ όπου μπορείτε… Κρατείστε!»

«Σ’ ευχαριστώ πολύ!»

«Κι εγώ. Καλημέρα!»

Νέα Υόρκη, 12 Φεβρουαρίου 2019

Βγήκα από το Κέντρο Γονιδιώματος της Νέα Υόρκης, πάνω στην Έκτη Λεωφόρο. Μόλις είχα αφήσει τα δείγματά μου σε κάποιους συνεργάτες, με την ελπίδα ότι θα με βοηθήσουν να κατανοήσω καλύτερα, γιατί το ανοσοποιητικό κάποιων ασθενών με καρκίνο είναι πιο ισχυρό από αυτό κάποιων άλλων.

Βγάζω το κινητό από την τσέπη του μπουφάν μου και πατώ την εφαρμογή της Uber ώστε να καλέσω τον οδηγό για να γυρίσω πίσω στο νοσοκομείο που εργάζομαι. Το καλώ. Σε τρία λεπτά θα είναι εδώ. Κοιτώ προς την κατεύθυνση από την οποία θα έρθει. Ένα γκρι Honda σταματάει μπροστά μου. Ο οδηγός, άντρας γύρω στα σαράντα, με μουσάκι πέντε εκατοστών περίπου και απεριποίητη αλογοουρά. Φοράει μαύρο ξεφτισμένο αντιανεμικό μπουφάν με δύο άσπρες ρίγες στο πέτο. Μπαίνω μέσα. Η μυρωδιά από το αρωματικό αυτοκινήτου μου ερεθίζει ενοχλητικά την μύτη.

«Καλημέρα!» λέω χαμογελώντας.

«Ωραία μέρα σήμερα…» μου αποκρίνεται.

«Έχει περισσότερη ζέστη από χθες, αλλά δυστυχώς καθόλου ήλιο.»

«Ναι σωστά!»

Συνεχίζουμε προς τον προορισμό μας.

Μετά από μερικά λεπτά χτυπάει το κινητό του. Είναι σε ανοιχτή ακρόαση. Πρόκειται για κάποια συνέντευξη που έχει. Απαιτεί και κάποιο τεστ μαθηματικών. Στην προηγούμενη συνέντευξη που πήγε δεν χρειαζόταν, αλλά σε αυτή είναι αναγκαίο. Κλείνει το τηλέφωνο.

«Συγγνώμη», μου λέει.

«Κανένα θέμα. Πολλές συνεντεύξεις…» χαμογελώ.

«Ψάχνω για δουλειά. Πάλι δουλειά οδηγού είναι. Κοιτάω σε διάφορα μέρη.»

«Μάλιστα. Γιατί αυτό; Η Uber δεν πληρώνει καλά;»

«Όχι, όχι δεν είναι αυτό. Τώρα βγάζω ίσως και περισσότερα. Αλλά να, δεν μπορώ να ελέγξω τον εαυτό μου. Την προηγούμενη βδομάδα πήγα διακοπές. Χθες πάλι δεν δούλεψα χωρίς λόγο συγκεκριμένο. Θέλω να έχω ένα κανονικό αφεντικό από πάνω μου. Να μου λέει πρέπει να έρχεσαι τότε και να φεύγεις τότε. Να με ελέγχει γιατί αλλιώς δεν μπορώ. Θέλω και έναν σταθερό μισθό κάθε μήνα. Με το Uber εάν δεν δουλέψεις, δεν έχει λεφτά.»

Κουνάω συγκαταβατικά το κεφάλι.

«Μπορείτε να με αφήσετε εδώ στα δεξιά. Ευχαριστώ πολύ. Καλημέρα!»

«Κι εγώ, ευχαριστώ!»

Αυτές οι δύο συζητήσεις έγιναν με χρονική διαφορά περίπου πέντε μηνών και χωρική διαφορά ενός Ατλαντικού.

Ο ένας αντιπροσωπεύει τη στάση του ήρωα, του αγωνιστή, του ελεύθερου ανθρώπου που θέλει να αποφασίσει εκείνος πότε θα βγάλει τη Σμαραγδή για κρασί.

Ο άλλος πάλι αντιπροσωπεύει τη στάση του υπηρέτη, που δεν είναι ποτέ κύριος του εαυτού του, που πάντα ακολουθεί το φανάρι και ποτέ δεν το κρατά. Αυτός που υποτάσσεται σε ανθρώπους αλλά και στερεότυπα όπως αυτά της υπερκαταξίωσης και του αμερικανικού ονείρου. Η Αμερική είναι γεμάτη από αυτούς τους υπηρέτες και οι περισσότεροι δεν φοράνε αντιανεμικά μπουφάν αλλά κοστούμια.

Δεν ήξερα πώς να ονομάσω αυτό το κείμενο. Ένας υποψήφιος τίτλος ήταν «Ένας λόγος που τα παιδιά μου δεν θα μεγαλώσουν στην Αμερική». Τελικά το ονόμασα «Οδηγοί ταξί» για να ευχαριστήσω τους δύο αυτούς τόσο διαφορετικούς ανθρώπους που με πήγαν στον προορισμό μου.