Κείμενο: Νεκταρία Τσοπανέλη
Φοιτήτρια Ψυχολογίας

Επιμέλεια: Στέλλα Πυρένη
Φιλόλογος


Ό,τι ήρθε με δεμένα μάτια
και σκεπασμένη πρόθεση
έτσι το δέχτηκα
κι έτσι τ’ αποχωρίστηκα:
με δεμένα μάτια και σκεπασμένη πρόθεση.
Αίνιγμα δανείστηκα,
αίνιγμα επέστρεψα.

Κική Δημουλά

 

Κάποτε γεννήθηκα κι ήταν Αύγουστος κι ήμουν μωρό μέσα σε πανιά κι έβγαλα το πρώτο μου κλάμα. Από τότε έμαθα να κλαίω. Για να ζήσω, βγαίνοντας από τη μήτρα της μάνας που με αγάπησε, ανέπνευσα βαθιά τη ζωή κι έκλαψα για τον πρώτο μεγάλο αποχωρισμό μου. Με ξερίζωσαν από την κοιλιά που με αγκάλιαζε για μήνες. Έπειτα, στους αποχωρισμούς εξασκήθηκα και με το κλάμα έμαθα να αναπνέω.

Το βράδυ που κοιμήθηκα χωρίς το γάλα από το σώμα της, το πρώτο απόγευμα που περπάτησα χωρίς το χέρι της στο χέρι μου, εκείνο το πρωί που πήρα την τσάντα μου κι έφυγα κλείνοντας την πόρτα, λέγοντας με θάρρος «εγώ φεύγω», ήταν οι επόμενες φορές που την αποχωρίστηκα. Μετά άλλαξα σπίτι, άλλαξα αγάπη κι έγινα ενήλικας. Τότε άρχισα να αποχωρίζομαι κι άλλους˙ φίλους, έρωτες, αγάπες, γυναίκες μοιραίες, γυναίκες δοτικές μα και ψυχρές. Κυρίως αυτές αποχωριζόμουν πιο σκληρά.

Πάντα, όμως, με εγκατέλειπε κι ένας εαυτός μου. Με κάθε απώλεια έχανα κι έναν εαυτό που υπήρξα πριν την αλλαγή. Σε κάθε νέα συνθήκη, με κάθε νέο άνθρωπο, ήμουν κι ένας άλλος. Πόσοι πολλοί άλλοι υπήρξαν μέσα μου… Περιστασιακά με γνώρισα, μόνο μέσα σε κάθε νέα εμπειρία μου μπορούσα να με μάθω. Και ήμουν κάθε φορά ένας άλλος, ένας άγνωστος άλλος που μέχρι τότε δεν γνώριζα. Πόσες φορές χρειάστηκε να με πενθήσω μετά από έναν ναυαγισμένο έρωτα, μετά από μία αποτυχία ή έναν θάνατο. Έπρεπε να υπάρξω χωρίς εκείνον τον εαυτό που ήμουν μέσα στον έρωτα, πριν την αποτυχία ή μέσα στην προηγούμενη ζωή.  Όσο κι αν απόρησα με τους ανθρώπους, όσο κι αν ξαφνιάστηκα, όσο κι αν δυσκολεύτηκα να τους αναγνωρίσω όταν με απογοήτευαν ή με έθλιβαν, πάντα στο τέλος κατέληγα να λέω πως τελικά ήμουν «ξένος εγώ, ξένος πολύ». Ο πραγματικά και μόνος άγνωστος ήμουν πάντα εγώ, αυτό που με ξάφνιαζε ήμουν στο βάθος εγώ. Έφτασα 96 ετών και θυμάμαι πάντα τη σοφή μητέρα μου, κι ας έχω απομακρυνθεί τόσο από εκείνη τη μία μοναδική παιδική μου ζωή, να μονολογεί για να πείσει τον εαυτό της «ο άνθρωπος, αυτός ο άγνωστος» και να το λέει ξανά και ξανά. Γιατί, άραγε, ποτέ δεν το εμπεδώσαμε ούτε εκείνη, ούτε εγώ;

Με τα χρόνια τα πολλά που πέρασαν από πάνω μου, άρχισα να αποχωρίζομαι και το σώμα μου το ίδιο. Με εγκατέλειπε άσπλαχνα ψύχραιμα, μέρα με τη μέρα. Οι μύες μου χαλάρωναν, τα κόκαλά μου μίκραιναν, τα πόδια μου λύγιζαν σε κάθε βήμα, μετά δεν μπορούσα να στηρίξω την ύπαρξή μου πια σε αυτά τα δύο, κι έτσι επιστράτευσα τα χέρια μου. Μα κι αυτά με τον καιρό παραιτήθηκαν. Δεν άντεχαν άλλο βάρος. Σε αυτά εναπόθεσα συσσωρευτικά ό,τι κουβάλησα πάνω μου όλα τα χρόνια της ζωής μου˙ έπρεπε να σταθούν δυνατά αυτά αντί για μένα. Πια είμαι ξαπλωμένος σε ένα κρεβάτι, κοιτάω το ταβάνι ώρες κι έπειτα κουράζομαι στη σκέψη και κλείνω τα μάτια. Παραδίδομαι σε ύπνους ατέλειωτους. Άωρα ταξιδεύω στο παρελθόν μου, σε αυτό που υπήρξα και σε όλα όσα μέσα τους άνθισα ή χάθηκα. Βλέπω όνειρα που μου αποκαλύπτουν μονίμως εαυτούς παλιούς, δικούς μου, ολόδικούς μου, ξεχασμένους. Περπατάω πάλι στα ίδια στενά όπου περπάτησα μόνος, φορώντας παπούτσια χαμένα πια ή με συντροφιά, με τη μάνα μου, τον αδερφό μου, τη γυναίκα μου, τα παιδιά μου. Είδα πολλά κι ωραία όνειρα. Και είδα να ξεχνιέμαι. Τώρα που η μνήμη μου θέλησε να ελευθερωθεί, είδα καφέ λησμονημένα από τον κόσμο, εκεί όπου γνώρισα φίλους, γέλασα και ήπια, ένα παλιό διαμέρισμα στο Παρίσι, όπου κάποτε ζούσα ως φοιτητής, ακόμα και τα σκουπίδια που κάθε βράδυ πετούσα μετά τα μεσάνυχτα στους κάδους έξω από το ξενοδοχείο που δούλευα. Είδα πολλά κι ωραία όνειρα. Το πρώτο μας πλοίο που μας πήρε και μας πήγε τις διακοπές που σαν παιδιά ποθούσαμε με τη γυναίκα μου έπειτα από φρικτές οικονομίες, το κατάρτι που καθόταν και τους γλάρους που εκείνη χάζευε, τα σκισμένα γόνατα του γιου μου ένα απόγευμα σε αυλές που κάποτε κι εγώ έπαιζα.

Απόψε, όμως, κοιμήθηκα ώρες ατέλειωτες. Ξεκίνησα από τις οχτώ την αποψινή πρόβα θανάτου με τον ύπνο μου. Έτσι, έμαθα να προγεύομαι την άλλη ζωή, αναβιώνοντας την παλιά μου ζωή, άλλοτε ατόφια παρμένη από το παρελθόν κι άλλοτε υπό νέους όρους. Στον ύπνο μου, κάποτε κατευθύνω τα όνειρά μου. Λέω και πολλά ψέματα, ξέρεις. Ναι, αλήθεια! Λέω πολλά ψέματα στα όνειρά μου, σαν τους συγγραφείς που κυρίως γι’ αυτό γράφουν, για να έχουν την ελευθερία να πιστεύουν όσα ψέματα θέλουν για αλήθεια.

Απόψε, πρέπει να στο πω, ήταν διαφορετικά. Για πρώτη φορά πολλά χρόνια μετά ο υποσυνείδητος εαυτός μου ξέθαψε κάτι που από χρόνια είχα ξεγράψει για αλήθεια της ζωής μου. Τώρα, που πέθανε η γυναίκα μου, άνοιξαν παράθυρα που πριν δεν μου άνοιγαν, δεν μπαινόβγαινα ποτέ. Απόψε, όμως, πλανήθηκα στο νοσοκομείο που είχα νοσηλευτεί μετά από μια επέμβαση ρουτίνας που είχα κάνει τότε στο Παρίσι. Ήμουν, λέει, ξανά ξαπλωμένος στο κρεβάτι του νοσοκομείου εκείνου με τους άσπρους τοίχους και τα λευκά κολαριστά σεντόνια που έτριζαν και μύριζαν πράσινο σαπούνι και λεμόνι, το κίτρινο φως που με κούραζε από το ταβάνι και τους Γάλλους γιατρούς να μιλάνε ψιθυριστά από δω κι από κει. Τι δε θα ‘δινα να ήμουν πάλι ξαπλωμένος σε εκείνο το κρεβάτι κι όχι σε αυτό που τώρα είμαι. Να ‘μουν πάλι τριάντα, να μην είμαι πάλι άρρωστος, αλλά με την προοπτική της ζωής μπροστά μου. Είμαι και τώρα ψυχή ζώσα αλλά σε βίο ανέλπιδο, που οι ώρες μου σέρνονται μακριά από τη ζωή και τρέχουν κοντά στον θάνατο.

Σε εκείνη τη νοσηλεία μου είχα γνωρίσει τη Ζανέτ, μια Γαλλίδα βοηθό του γιατρού που με κούραρε. Η Ζανέτ ήταν μια κοπέλα με κλασική ομορφιά, άρια στα χρώματα και απαλή στο βήμα, στα χέρια της, στο βλέμμα της. Δεν θυμάμαι τα χαρακτηριστικά της, δεν μπορώ να φέρω τη μορφή της καν στα μάτια μου, όμως την αύρα της ακόμα την αναπολώ, τη νιώθω στον αέρα, μια φωνή αύρας λεπτής η ύπαρξή της στον χώρο και στα μάτια μου. Ερχόταν κάθε πρωί και μου έφερνε λουλούδια από τον κήπο της. Μια μέρα, εκεί, μέσα στο ψυχρό και γεμάτο νεκρική σιωπή νοσοκομείο του Παρισιού, δώσαμε όρκους αγάπης, τους φυλάξαμε με μια λεβάντα στο πορτοφόλι. «Για πάντα», είπαμε. Τι αστεία κουβέντα! Αλλά ας μην μας παρεξηγώ. Ίσως, ίσως τότε δεν ξέραμε. Το «για πάντα» της δικής μας δύναμης κράτησε έναν χρόνο πριν επέλθει η φθορά. Κι εκείνη η άμοιρη λεβάντα έμεινε μετέωρη στα πορτοφόλια μας, ασφυκτικά στριμωγμένη στα τσεπάκια μας, μαζί της το «για πάντα» μας. Δεν ξέρω γιατί χωριστήκαμε. Υπήρξαμε τόσο ερωτευμένοι! Ίσως γι’ αυτό… Γιατί δεν βρίσκαμε πού να κρεμάσουμε αυτόν τον άγγελο που τον λέγαμε έρωτα. Και μείναμε εμείς κρεμασμένοι στα καρφιά της μοναξιάς μας. Αλήθεια σου λέω. Ακόμα και τώρα που τίποτε δεν έχω να χάσω, που καμία απώλεια δεν με φοβίζει, δεν ξέρω γιατί τότε χωριστήκαμε.

Εισπνεύσαμε όνειρα, ταξιδέψαμε ανέφελα μαζί, αντέξαμε την κοντινότητα, να κοιτιόμαστε στα μάτια για πολύ, σχεδιάζαμε πουλιά και περιμέναμε να πετάξουν κι αυτά μαζί μας, αντικρίσαμε τον κόσμο σαν σε τελευταία και σαν σε πρώτη φορά. Στον ύπνο μου απόψε, είδα ξανά εκείνο το απόγευμα που καθόμασταν σε ένα ψαροχώρι στη Νορμανδία οι δυο μας και της μιλούσα για το ελληνικό Πάσχα, της έλεγα για το νησί και τον Εσταυρωμένο στον Επιτάφιό του κάθε Μεγάλη Παρασκευή βράδυ, μέσα στο καραβάκι, να λιτανεύεται πένθιμα στις γύρω ακρογιαλιές. Της έλεγα για τα κόκκινα αυγά και τις άσπρες αυλές, για τις πένθιμες καμπάνες και τις φλογίτσες να φωτίζουν τη νύχτα τις ψυχές των κεκοιμημένων στα νεκροταφεία του χωριού, για τις πασχαλιές που ανθίζουν και τον αέρα που μυρίζει λιβάνι, για τη συγχώρεση που ζητάμε και τη νηστεία στα λόγια που κρατάμε. Της έλεγα για όσα μου έλειπαν και όσα αγαπούσα. Στο όνειρό μου είδα πως κάναμε και μαζί ένα τέτοιο Πάσχα, ένα τέτοιο που ποτέ δεν καταφέραμε. Σκληρό και άσπλαχνο το υποσυνείδητο του ανθρώπου, δεν ξεχνάει ποτέ τίποτε που κάποτε από ανάγκη εσύ απώθησες. Στον πιο ακατάλληλο χρόνο έρχεται και σε βρίσκει, τότε που είσαι πια ένας ανήμπορος και κατάκοιτος και σχεδόν πεθαμένος γέρος. Ένας νεκρός γέρος που ακόμα ζει…

Μα γιατί να θυμηθώ ξανά τη Ζανέτ; Είναι αιθέρας η ανάμνησή της που σβήνει στον ουρανό μου. Με κανέναν δεν έχω να τη μοιραστώ, ούτε καν με μένα τον ίδιο. Είμαι τόσο άλλος πια και τόσο μη ζωντανός, καθηλωμένος στο κρεβάτι μου, που δεν αντέχω τον αλλοτινό, πρότερο βίο μου. Θέλω να ξεχάσω! Γι’ αυτό άλλωστε κοιμάμαι. Μα σαν να με εκδικείται για τη δειλία μου ο μέσα μου εαυτός.

Δε θέλω να θυμάμαι τη Ζανέτ, ούτε τον εαυτό που υπήρξα μαζί της και κυρίως εκείνον τον εαυτό που πόθησα να είμαι κάποτε μαζί της. «Αιωνία της η μνήμη», λέω και προσπαθώ να βυθιστώ στη λησμονιά της. «Αιωνία της η μνήμη» για τους άλλους, δεν ξέρω για ποιους, για εκείνους˙ μα για μένα όχι. Κάθε φορά που τη θυμάμαι, θα πρέπει εκ νέου να την αποχωρίζομαι και καθόλου δεν θέλω. Τι με έπιασε και θυμήθηκα τη Ζανέτ; Ποιος δαίμονας με κυρίευσε στον ύπνο μου και ακόμα με τυραννά; Να την αποδιώξω προσπαθώ και εκείνη αντιστέκεται σθεναρά. Να ζει ή να έχει πεθάνει; Να έκανε οικογένεια; Να αγάπησε άλλον; Να ευτύχησε; Να πόνεσε; Να έμεινε αναλλοίωτη και όμορφη; Όμορφη και αναλλοίωτη; Να κράτησε, άραγε, εκείνη τη λεβάντα; Να την έχασε ή να την πέταξε;

Δαίμονας, καλά σου λέω…

Ξέρεις, οι αποχωρισμοί δεν σταματάνε ποτέ. Πριν σαράντα μέρες πέθανε η γυναίκα μου, που μαζί περάσαμε την κάθε μέρα της ζωής που ξημέρωνε οι δυο μας, κι αναρωτιέμαι αν είναι θυμωμένη μαζί μου για τα όνειρα που με βρίσκουν στον ύπνο μου. Μακάρι να μη μου θυμώνει και μακάρι να πάρει αυτόν τον δαίμονα, τη μνήμη μακριά μου. Τη Ζανέτ την είχα αποξεχάσει τόσο χρόνια, την είχα σβήσει, την είχα φυλακίσει στα αμπάρια του νου μου σαν κάτι απαρχαιωμένο, βρώμικο, αταίριαστο με τη ζωή. Και τώρα που έμεινα μόνος κι ήσυχος, έρημος και μόνος, γυρίζει η ανάμνησή της στα μάτια μου και στη μύτη μου, στα χέρια μου και στο στήθος μου. Ξεπηδάει στα όνειρά μου ο πάλαι ποτέ έρωτάς μου, ένας έρωτας από χρόνια ξεχασμένος. Κι εγώ νιώθω ξανά νέος και κραταιός και ωραίος και περιχαρής και ενθουσιασμένος μαζί της. Τι ντροπή…! Τι ντροπή που νιώθω… Πάλι ένας εαυτός μου νέος μου αποκαλύπτεται, πάλι δεν με αναγνωρίζω, πάλι καινούργιος, πάλι κάποιος άλλος, έστω και πριν τον θάνατο καινούργιος. Ναι, μητέρα, είχες δίκιο πάντοτε˙ «Ο άνθρωπος, αυτός ο άγνωστος», λέω ακόμα όσο με αντικρίζω. Πάνω που νόμιζα πως είχα συμφιλιωθεί με την αλλοκοτιά μου, με τον λαβύρινθό μου.

Χθες άκουγα τραγούδια και μουσικές από το ραδιόφωνο. Ήθελα τόσο να σηκωθώ και να χορέψω, ίσως γιατί αύριο να μη μπορώ ούτε καν να θέλω. Να σηκωθώ στα δυο μου πόδια και να χορέψω. Αλλά δεν μπορούσα όχι γιατί είμαι ανάπηρος καθηλωμένος στο κρεβάτι, αλλά γιατί χωρίς εκείνη είμαι κάποιος άλλος πια.  Κι εγώ έμαθα όλα αυτά τα χρόνια να με αγαπώ όπως με εκείνη τη σπουδαία γυναίκα μου υπήρξα. Δυνάμεις αντίρροπες μέσα μου πολεμάνε. «Η ζωή προηγείται», σκέφτομαι. Μα η ζωή μου όλη ήταν εκείνη, καταλήγω αυθόρμητα. Τώρα που έφυγε, χάνομαι και γίνομαι εκ νέου κάποιος άλλος, που θυμάται και αγωνίζεται να ξεχάσει, που θυμάται και ανακατασκευάζει, που προλαβαίνει πια μόνο να θυμάται…


Βιβλιογραφικές Αναφορές

Δημουλά, Κ. (1994). Άφησα να μην ξέρω. Το λίγο του κόσμου. Αθήνα: Στιγμή.

Καβάφης, Κ. (2013). Μύρης˙ Αλεξάνδρεια του 340 μ.Χ. Δώδεκα μονόφυλλα με ποιήματα του Κ.Π. Καβάφη. Αθήνα: Νεφέλη.