Κείμενο: Αντώνης Κοντάκης
Φυσικοθεραπευτής
Επιμέλεια: Στέλλα Πυρένη
Φιλόλογος
Αισθανόμενη τις δυνάμεις της να την εγκαταλείπουν, αποκαμωμένη από το επίπονο τελευταίο χρονικό διάστημα, έγειρε στη βαθουλωμένη από τη χρήση πολυθρόνα, κοιτώντας συνεχώς το δημιούργημά της. Αυτόματα και στιγμιαία, θα μπορούσε κάποιος να παρατηρήσει ότι ένα πέπλο ανακούφισης σκέπασε το ταλαιπωρημένο της σώμα και το διαυγές μα κουρασμένο της πνεύμα. Όλα ξεκίνησαν από δύο κύτταρα που ενώθηκαν, τη σκέψη και την πράξη. Και τα δύο, σα μια ανώτερη και υπερβατική κινητήρια δύναμη να έδρασε πάνω τους, πολλαπλασιάστηκαν, αθροίστηκαν, στοιβάχτηκαν, οριοθετήθηκαν. Ακινητοποιήθηκαν στο κατάλληλο σημείο και έδρασαν σα στέρεα βάση για την επέκταση της γενικότερης δομής. Ένα άθροισμα από κατάλληλα τοποθετημένα στοιχεία, από λάθη τα οποία διορθώνονταν ακαριαία ή αφήνονταν να υποστούν την επεξεργασία μετά το τελείωμα του τοπικού τους περιβάλλοντος. Μα οι αναγκαίες θυσίες ανταμείφτηκαν και το σημερινό βράδυ υπάρχει δίπλα της η προέκταση της ίδιας, ένα κλαδί από το μεσήλικο κορμό της, η απάντησή της στο πεπερασμένο της ζωής του ανθρώπου και το χάδι της προς την αθανασία.
Νύχτες αγρύπνιας, στις οποίες με γυμνά πόδια βάδιζε μέσα στο σπίτι, προσπαθώντας άλλοτε επιτυχημένα και άλλοτε μάταια να ηρεμήσει την ανησυχία της. Σκεπτόμενη τις αντοχές της την επόμενη ημέρα στη δουλειά και την επανάληψη μιας πιθανής παρόμοιας περιπατητικής βραδινής ακολασίας. Ο σύζυγός της, σχεδόν πάντα δίπλα της, πότε να κοιμάται εκείνη κατάκοπη στην αγκαλιά του και πότε ο ίδιος, ηττημένος από την κούραση, να γέρνει με ευλάβεια στο στήθος της, να ανοίγει με μεθοδικότητα τα κοκάλινα κουμπιά από την μπλούζα της και να κλείνει τα μάτια του δίπλα ακριβώς από τις ερεθισμένες θηλές της.
Αμέτρητα λεπτά, ώρες και ημέρες που βίωνε η ίδια τόσο έντονα την αλλαγή. Υπήρχαν στιγμές που ο χρόνος σα να σταματούσε ή σαν η ίδια να έβαζε όση δύναμη είχε το σώμα της και να συγκρατούσε τους λεπτοδείκτες σταθερούς, αρνούμενη να κάνει οτιδήποτε άλλο. Ήθελε να ζήσει με κάθε λεπτομέρεια το παρόν, να το διατηρήσει αναλλοίωτο στη μνήμη της, να το αισθανθεί με κάθε της κύτταρο και να δραπετεύσει σε μια μαύρη τρύπα, η οποία θα ρουφήξει πέρα από την ίδια και τον ασυγκράτητο χρόνο.
Άπλωσε με αυτοπεποίθηση και συνάμα με τρυφερότητα τα δύο της χέρια. Το άγγιξε σα να άγγιζε ένα ιερό σκεύος, ένα κειμήλιο εύθραυστο που δεν άντεχε την ανθρώπινη βιασύνη και απροσεξία. Το δέρμα της και το δέρμα του, με μια ανυπέρβλητη έλξη κόντρα στη φυσική ροή της απώθησης των ομοίων, έκρυβαν μέσα τους την ίδια τη ζωή της. Το μύρισε και αισθανόταν πως μύριζε τον ίδιο της τον εαυτό τις στιγμές που ξάπλωνε μετά το μπάνιο γυμνή στα καθαρά της σεντόνια, αρνούμενη να υποβάλει το σώμα της στην ταλαιπωρία μιας σεμνότυφης ενδυμασίας.
Το αγκάλιασε όσο πιο βλαστερά μπορούσε και το έφερε μπροστά στο στέρνο της, ακριβώς πάνω από το σημείο που η καρδιά της έστελνε μανιωδώς οξυγόνο σε ολόκληρο το σώμα της. Έκλεισε τα μάτια της προσγειώνοντας τα βλέφαρα με αργό ρυθμό, σε μια προσπάθεια να ενισχύσει τους ήχους και τις δερματικές αισθήσεις της. Με επίκεντρο της υπόστασής της το στέρνο, ένοιωσε τους παλμούς της ακόμη πιο βασταγερούς. Ακόμη πιο ζωντανούς, ακόμη πιο έντονους, ακόμη πιο περήφανους, έτσι όπως έσφιγγε με όλη της τη ματαιοδοξία το βιβλίο που έγραφε τους τελευταίους 9 μήνες και μόλις σήμερα κυκλοφόρησε.