Κείμενο: Αντώνης Κοντάκης
Φυσικοθεραπευτής
Επιμέλεια: Στέλλα Πυρένη
Φιλόλογος
Καθισμένος στην άβολη, πλαστική και ψυχρή καρέκλα, δίπλα ακριβώς από το ασταθές και άχρωμο κρεβάτι, με το κεφάλι του γερμένο στο πλάι, ανέπνεε έντονα και με μεγάλη συχνότητα. Ο θώρακάς του ανεβοκατέβαινε σα πιστόνι κινητήρα, μα έτσι αδύνατος που ήταν, ένιωθες πως κάθε αναπνοή θα μπορούσε να καταστρέψει το οστέινο προστατευτικό περίβλημα. Μια ασυνήθιστη συμπεριφορά για την ηλικία του, αν αναλογιστεί κανείς, ότι τα τελευταία χρόνια δεν υπήρχε τίποτα που θα μπορούσε να τον ταράξει από την εσωτερική του ηρεμία. Κατασταλαγμένος, αποδεχόμενος ό,τι του έφερε και οτιδήποτε θα του έφερνε η μοίρα, ζούσε μαζί με τη σύζυγό του στο χωριό στο οποίο γεννήθηκαν, ερωτεύτηκαν και δημιούργησαν την οικογένειά τους. Μόνοι πλέον, έχοντας τον γιο τους στο εξωτερικό, είχαν μοναδική συντροφιά ο ένας τον άλλο, έναν μικρό αριθμό από φίλους τους που απέμειναν ζωντανοί και τον αγαπημένο τους κήπο, τον οποίο και οι δύο φρόντιζαν σα να ήταν το μοναδικό κομμάτι του εαυτού τους που παρέμενε αιώνια συντροφιά τους.
Το σώμα του άρχισε να κλονίζεται, η ένταση του θώρακα σταδιακά επεκτεινόταν σε κάθε σημείο του περιφερικού του σώματος, τα δάκτυλά του έσφιγγαν τον αέρα έτοιμα να στραγγαλίσουν το άυλο, το πρόσωπό του πραγματοποιούσε τους πιο ευφάνταστους και αλλοπρόσαλλους μορφασμούς, ενώ τα μάτια του κινούνταν σαν απορημένα μα πάντα κλειστά, σα να αντίκριζαν μπροστά τους τη ζωή και το θάνατο ταυτόχρονα. Έξαφνα, σαν όλη η ενέργεια να έφτασε στο αποκορύφωμά της, αναπήδησε από την καρέκλα και σηκώθηκε, ιδρωμένος, ταλαιπωρημένος και εμφανώς τρομαγμένος. Με τα μάτια ορθάνοιχτα, γεμάτα υγρό τρόμο και απύθμενη αγωνία, στράφηκε προς το κρεβάτι και ένα αίσθημα μερικής ανακούφισης πλημμύρισε τη σκέψη του. Δεν είχε πραγματοποιηθεί κάποια ανεπίστρεπτη αλλαγή αλλά πρέπει να είναι πιο συγκεντρωμένος και να μην αφήσει τον εαυτό του να παρασυρθεί από τα καλέσματα του θεού ύπνου, γιατί το αισθανόταν ότι έφτασε η ώρα.
Με γρήγορα και σταθερά βήματα, ασύμβατα με την εξωτερική γεροντική και κυφωτική του εμφάνιση, κατευθύνθηκε προς το ντουλαπάκι, άνοιξε το φθαρμένο στην αριστερή πλευρά συρτάρι και έβγαλε από μέσα ένα κινητό τηλέφωνο. Το κράτησε στα χέρια του περιεργάζοντάς το και προσπάθησε να ηρεμήσει, να ανασύρει από τα βάθη της ψυχής του τη χαμένη του ψυχραιμία και να θυμηθεί βήμα προς βήμα τα λεγόμενα του γιου του. Εδώ και μία εβδομάδα είχαν τηλεφωνική επικοινωνία για αυτόν ακριβώς τον σκοπό. Για αυτήν ακριβώς τη στιγμή. Μα τώρα ένιωθε ανήμπορος και ανίκανος να επεξεργαστεί τις οδηγίες. Το γερασμένο του πνεύμα ερχόταν σε αντίθεση με την τεχνολογία, η οποία αναζητούσε πλαστικότητα νόησης και νεανικό ενθουσιασμό για να τιθασευτεί. Αυτός διέθετε μοναχά την ανάγκη και τη θέληση να εκπληρώσει μια υπόσχεση που έδωσε στον ίδιο του τον εαυτό. Κοιτούσε πότε το κρεβάτι και πότε το κινητό. Αποσβολωμένος στεκόταν στη μέση του δωματίου σα να είχε αντικρίσει τη Μέδουσα, σαν η φιδίσια κόμη της να είχε τυλιχτεί γύρω από τα πόδια του και να εμπόδιζε την οποιαδήποτε κίνηση.
Τέντωσε τον ταλαιπωρημένο κορμό του και αισθάνθηκε ψηλότερος από ποτέ. Πίεσε με δύναμη τα τρεμάμενα και ανίσχυρά του πόδια στα κιτρινισμένα πλακάκια και αισθάνθηκε δυνατότερος από ποτέ. Συγκέντρωσε την προσοχή του στο κινητό και αισθάνθηκε ικανότερος από ποτέ. Με απαράμιλλη προσήλωση, πίεσε μυσταγωγικά και στη σειρά τα σημεία που απαιτούνταν και κάθε σωστή κίνηση τον έφερνε πιο κοντά στην εκπλήρωση της επιθυμίας του. Σταμάτησε απότομα ενώ απέμενε ένα τελευταίο άγγιγμα. Πλησίασε το κρεβάτι με το συνηθισμένο ράθυμο και επώδυνο βάδισμά του. Με θλίψη στα μάτια κοιτούσε μία το monitor και μία το ανεβοκατέβασμα του κατάλευκου σεντονιού. Σταδιακά έσβηναν, χάνονταν οι ενδείξεις ζωής και των δύο. Κράτησε με το ένα χέρι το κινητό και άπλωσε το άλλο στο ανοιχτό χέρι της ξαπλωμένης και ετοιμοθάνατης γυναίκας του. Το έσφιξε τόσο παθιασμένα όσο ποτέ άλλοτε. Σα να αποζητούσε απελπισμένα τα δύο χέρια να γίνουν ένα. Είχε ακούσει πως η τελευταία αίσθηση που χάνεται είναι η ακοή και ήθελε τώρα πριν τις τελευταίες ανάσες της συζύγου του, να της αφιερώσει το αγαπημένο της τραγούδι. Πίεσε τον αντίχειρά του στην οθόνη και από το κινητό ακούστηκε η μελωδία.
«Ας ερχόσουν για λίγο μονάχα για ένα βράδυ, να γεμίσεις με φως το φριχτό μου σκοτάδι. Και στα δυο σου τα χέρια να με σφίξεις ζεστά, ας ερχόσουν για λίγο και ας χανόσουν μετά».
*Οι στίχοι του τραγουδιού «Ας ερχόσουν για λίγο» είναι του Μίμη Τραϊφόρου (1948).