Κείμενο: Μανώλης Νικόλτσιος
Δικηγόρος

Επιμέλεια: Χαρούλα Ξανθοπούλου
Φιλόλογος


Ιστορίες μιας σελίδας, Σελίδα 45

Έμαθα ότι νοίκιασες ένα διαμέρισμα. Παρατηρούσα μέρες τώρα στη γειτονιά τα κίτρινα αγγελιόχαρτα˙ ήξερα ότι έψαχνες σπίτι. Πήγαινα κρυφά κάθε βράδυ μετά τη δουλειά, και σίγουρα πριν γυρίσω σπίτι, για να τα ξεκολλάω. Στον Σκλαβενίτη απ’ έξω, στο καφέ της Καλλιδρομίου, στις στάσεις και σε μια κολώνα απέναντι από την πιτσαρία. Δυο μήνες πάλευα με κόλλες και σελοτέιπ.

Άλλες φορές, πάλι, που δεν προλάβαινα να τα σκίσω άλλαζα μ’ ένα μαρκαδοράκι τυχαία τους αριθμούς και μετά σε παρηγορούσα, που σου ‘βγαιναν λάθος άνθρωποι στα τηλέφωνα, φιλώντας σου τα πόδια και τρίβοντάς σου τα μάγουλα.

Τις Κυριακές σήκωνα τις μπλε τέντες από μουσαμά, να μπαίνει ο ήλιος πιο πολύς στο σπίτι, να σε κρατήσει αυτός εδώ, αφού εγώ δεν τα κατάφερνα. Αυτές τις τέντες είδα και αγάπησα αυτό το σπίτι. Δεν λογάριασα κουφώματα παλιά και υψηλά κοινόχρηστα. Τις είδα μπλε και πίστεψα ότι θα ‘χω τον ουρανό δικό μου.  Κι όσο τις κράταγα κάτω ξέχασα πως αυτό που έβλεπα ήταν ο μουσαμάς, και πως τα μπαλώματα του δεν ήταν σύννεφα.

Και οι Κυριακές με τις σηκωμένες τέντες μου ‘γιναν συνήθεια. Σαν να είχε το σαλόνι φως από πάντα, σαν να ‘ταν δικιά σου η πράσινη πετσέτα πολύ πριν την αγοράσω.

Σήμερα μου είπες ότι έδωσες την προκαταβολή και πήρες τα κλειδιά.

Αύριο θα σε ακολουθήσω κρυφά. Θα δω το νούμερο της πολυκατοικίας κι όταν μπεις μέσα θα τρέξω και γρήγορα θα κατουρήσω την πόρτα της εισόδου.