Κείμενο: Αντώνης Κοντάκης
Φυσικοθεραπευτής

Επιμέλεια: Στέλλα Πυρένη
Φιλόλογος


Άντζι Βαλέρια

κάπου στις όχθες του Rio Grande

Σε ό,τι αναφερθώ σε αυτό το κείμενο η αλήθεια είναι ότι θα είναι λίγο μεταφυσικό. Λίγο επειδή η ηλικία μου δεν είναι αντίστοιχη ώστε να χρησιμοποιώ αυτό το λεξιλόγιο, μα πολύ περισσότερο εξαιτίας της δυστυχίας μου να βρίσκομαι σε μία υπαρξιακή κατάσταση στην οποία αμφιβάλλω αν διαθέτω τη δυνατότητα παραγωγής αντίστοιχων σκέψεων. Η πραγματικότητά μου όμως ωχριά μπροστά σε τέτοιες υπερβάσεις, οπότε ας μου δοθεί το ελεύθερο να καταλύσω τους φυσικούς νόμους.

Νιώθω πιασμένη έτσι όπως είμαι ξαπλωμένη στις όχθες του ποταμού δίπλα στον πατέρα μου, μα η αλήθεια είναι ότι υπομένω ενσυνείδητα για να ανταμειφτώ συλλογικά για την ατομική μου καρτερικότητα. Κάθε φορά που έπιανα στα χέρια μου το χώμα της άλλης μεριάς, αυτό το αίσθημα της ιστορίας και του χαϊδέματος του ποταμού που θα μου χάριζε μια άλλη ζωή πλημμύριζε με όμορφες αισθήσεις το παιδικό μου σώμα. Άλλωστε κάθε απόδραση στο ποτάμι ήταν μια ευκαιρία για εμένα να στιγματίσω το υγρό χώμα με τις πατούσες μου, να χαράξω στην όχθη πολιτείες ψεύτικες για την πεζότητα των ενηλίκων, να μετασχηματίσω τον δηλητηριασμένο υλικό κόσμο σε άυλο παράδεισο μέσα από την αθώα μου φαντασία. Και στο τέλος αποκαμωμένη, εκστασιασμένη με τη δημιουργικότητά μου, άφηνα ελεύθερα τα όρια του σώματός μου να συμμαχούν και να συγχωνεύονται με την απτικές παρακλήσεις του ποταμού. Έκλεινα τα μάτια κάτω από τον καυτό ήλιο και ένιωθα το νερό να με ταξιδεύει πίσω στην εποχή της μήτρας, να με περικλείει και να με προστατεύει. Τώρα είναι ίσως η πρώτη φορά που νιώθω το νερό να σφυρηλατεί τόσο επώδυνα το σώμα μου, να ειρωνεύεται κάθε παιδική μου αντοχή, να αφουγκράζεται τον ακίνητό μου θώρακα που ακόρεστος έχει απομείνει.

Υπερβατικά νιώθω ένα παιδικό χέρι να αγγίζει το ακατάδεκτο δικό μου. Υπερβατικά νιώθω ένα τρεμάμενο χέρι να με χαϊδεύει στο παγωμένο μου μάγουλο. Αισθάνομαι μια εξωτερική ανάσα να επιχειρεί να αναστήσει το εσωτερικό μου τέλος, αλλά το τέλος είναι οριστικό. Μα το παιχνίδι δεν πρέπει να έχει τέλος. Και το παιδικό χέρι πρέπει να στραγγίξει ξανά το νερό μέσα στις παλάμες του και να με ποτίσει με το δικό του χαμόγελο. Πρέπει να σχεδιάσει ξανά πάνω στο χώμα με τα ελπιδοφόρα του νύχια και να με ταΐσει με τον δικό του ιδρώτα. Και τα παιδικά πόδια πρέπει ξανά να αφήσουν αποτύπωμα στο χώμα και να με σηκώσουν με τα δικά τους άλματα. Και το παιδικό σώμα πρέπει ξανά να κυλιστεί μέσα στα λασπόνερα και να με αναστήσει με τη δική του αναπνοή.

Ένα μόνο ζητώ. Να μη γίνω μια εικόνα λησμονημένη. Να μην περιτριγυρίζομαι από δακρύβρεχτα σχόλια και εύηχα μελαγχολικά τραγούδια. Θέλω εδώ να μείνω, στην όχθη του ποταμού, με τα μούτρα γυρισμένα στον σκληρό κόσμο που με καταδίκασε, να αφεθώ να λιώσω, να αφεθώ στη μυρωδιά του θανάτου που θα αντανακλά καλύτερα την οσμή όλου του κόσμου, να γίνω μέχρι τέλους σύμβολο παρακμής και τραγωδίας, να σαπίσω οριστικά, μήπως τότε κάποιοι αποφασίσουν να κοιτάξουν βαθύτερα, μακροχρόνια, αυτοκριτικά, λυτρωτικά˙να βλέπουν τις συνέπειες των πράξεών τους στο παιδικό μου σώμα, να παρομοιάζουν την εξωτερική μου φθορά με την εσωτερική δική τους. Αφήστε με να σαπίσω μαζί με την κοινωνία. Μην κρύψετε το αποκρουστικό θέαμα στο οποίο μετατρέψατε τα σπινθηροβόλα μάτια μου. Μόνο τότε θα υπάρξει ελπίδα να αναστηθώ πλάι σε μια ανθρωπότητα που θα έχει κοιτάξει τις συνέπειες της δράσης της μέχρι τέλους. Μόνο τότε θα ξαναγεμίσουν τα ποτάμια με παιδικά σώματα λουσμένα από το φως του ήλιου, με παιδικά χαμόγελα γεμάτα χαρά και παιδικούς θώρακες πλημμυρισμένους με ανάσες.