Κατερίνα Τσιτούρα

Φιλόλογος


O Έλληνας ψηφοφόρος πασχίζει για το καλό του τόπου. Όλες οι δυνάμεις του σύμπαντος έχουν συνωμοτήσει εναντίον του κι αυτός με όπλα του την άμεμπτη ηθική και την αδιανόητη εξυπνάδα του πασχίζει απλώς να επιβιώσει.

Συμπληρώνει μια μια τις αιτήσεις για το δημόσιο ωστόσο του κλέβουν τις θέσεις άτομα με πιο ισχυρό μέσο από τον ίδιο. Θα επιθυμούσε τόσο να υπάρχει αξιοκρατία. Ή, για να είμαστε ειλικρινείς, θα επιθυμούσε κυρίως να διέθετε εκείνος το ισχυρό μέσο. Μέχρι να το εντοπίσει -και με θαυμαστή μαεστρία  το ψήσει να τον «τακτοποιήσει ως τη σύνταξη- δικαιούται απόλυτα να γκρινιάζει.

Ο Έλληνας ψηφοφόρος είναι σταθερά πιο έξυπνος από τον διπλανό του. Διαβάζει πίσω από τις λέξεις και δύναται με συγκλονιστική ακρίβεια να διαβλέψει ποιος πολιτικός θ’ αποδειχθεί ο δίκαιος, ο σωστός, ο έντιμος και κιμπάρης.

Λατρεύει δε να επιδεικνύει τις γνώσεις του και τη σπάνια οξυδέρκειά του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Πασχίζει να συνετίσει τον μικροαστό συντηρητικό ή τον επικίνδυνο σοσιαλιστή.

Όσο βέβαια ο Μπάμπης τσακώνεται με τον Νώντα για το ποιος από τους δύο σκοράρει υψηλότερα στο τεστ νοημοσύνης, ένα μικρό ποσοστό του πληθυσμού της χώρας παραμένει στο απυρόβλητο, απαλλαγμένο από φορολογία, βουτηγμένο στη διαπλοκή και, κυρίως, κινούμενο αθόρυβα.

Όταν ο κλοιός στενεύει λίγο, το εν λόγω μικρό ποσοστό δεν προλαβαίνει καν ν’ ανησυχήσει. Το ξέρει, άλλωστε, καλά πως μπορεί να βασιστεί στα μυρμήγκια του, που σφάζονται νυχθημερόν για το ποιος θα στεφθεί ο ευφυέστερος σκλάβος τους.

Ο μέσος Έλληνας ψηφοφόρος δυσφορεί με την κωλυσιεργία των δημοσιών υπηρεσιών αλλά μόλις διοριστεί σπεύδει να λάβει την πρώτη του αναρρωτική άδεια για τα τσιμπηματάκια στη μέση. Δεν παραλείπει φυσικά να περιαυτολογήσει στον περίγυρό του «πως τα ξεγέλασε τα κορόιδα».

Ορισμένες φορές τα βάζει και  με τους «τεμπέληδες». αφού ο ίδιος έχει το κούτελό του καθαρό κι αν δεν συμπληρώσει δεκαπέντε ώρες εργασίας με μειωμένα ένσημα δεν θα νιώσει πως αποτελεί άξιο γρανάζι του συστήματος.

Ο μέσος Έλληνας ψηφοφόρος εξοργίζεται με την αδιαφορία στην τήρηση των κανόνων, με τον «Ελληνάρα» που δε σέβεται τίποτα και κανέναν.

Βέβαια, μόλις μπει στην καφετέρια ανάβει το τσιγαράκι του κι αν κάποιος κάνει την παραμικρή αναφορά στον αντικαπνιστικό νόμο τον διαολοστέλνει κιόλας. Στην τελική δεν θα του υπαγορεύσει κανείς πως θα δράσει, λες κι είναι ένα ανόητο μαθητούδι. Μια απόλαυση του απέμεινε. Δεν θα του τη στερήσουν. Ας κόψουν τον λαιμό τους οι γύρω του κι ας εισπνεύσουν μαζί του το δηλητήριο. Λίγη αλληλεγγύη δε βλάπτει, βρε αδερφέ.

Ο μέσος Έλληνας ψηφοφόρος σβήνει το τσιγάρο του στο έδαφος, με το πόδι. Έπειτα απορεί για την κλιματική αλλαγή. Την αποδίδει στο στραβό κι ανάποδο σύμπαν, στον ανάδρομο Ερμή ή στους ασυνείδητους που δε φέρονται με τη δέουσα σοβαρότητα στον πλανήτη γη.

Επαναστατεί μονάχα όταν απειλείται η ζωούλα του. Τότε σπάει το κατεστημένο κι επιδιώκει την πολιτική ανατροπή. Επιθυμεί, βέβαια, η επανάσταση να πραγματοποιηθεί αναίμακτα, να μην ανοίξει ούτε μύτη ή -για να ακριβολογούμε – να μην ανοίξει η δική του μύτη.

Μόλις όμως αντιληφθεί πως η καλή νεράιδα ουδέποτε μερίμνησε για άλλον πέρα από τη Σταχτοπούτα, καταχωνιάζει τις αφίσες του Τσε Γκεβάρα στο συρτάρι με τα προφυλακτικά κι επιστρέφει σαν τη βρεγμένη γάτα στους παλιούς «προστάτες» του.

Ο μέσος Έλληνας ψηφοφόρος ξεχνάει γρήγορα και στολίζει τη λήθη του μ’ ένα σωρό περίτεχνα επιχειρήματα. Διόλου τον εξυπηρετεί, εξάλλου, να θυμηθεί. Αν θυμηθεί θ’ αναγκαστεί να παραδεχτεί και τη συνενοχή του στο έγκλημα, ν’ αντικρίσει κατάματα τον δειλό εαυτό του που βαφτίζει τον φόβο λογική και το βόλεμα ευτυχία.

Ο μέσος Έλληνας ψηφοφόρος καθόλου δε φιλοδοξεί ν’ αλλάξει τον κόσμο αφού δεν τον αφορά να εξελίξει ούτε καν στο ελάχιστο την αφεντιά του.

Προσκυνά τα θεία μα κρίνει και τον αέρα ακόμη που αναπνέει ο διπλανός του.  Δε δηλώνει παραδοσιακός αλλά βαθιά μέσα του ταυτίζει τον γάμο μ’ ένα είδος κοινωνικής καταξίωσης. Δεν έχει πρόβλημα με τους ομοφυλόφιλους-μην τον θεωρήσετε κανέναν ρατσιστή- αρκεί φυσικά να μη βγει το παιδί του. Λατρεύει την οικογένεια και συγχέει σταθερά την αγάπη με την καταπίεση.  Χτίζει με τον κόπο του σπίτια για τους απογόνους, όχι για να τα αξιοποιήσουν κατά βούληση μα για να τους  αλυσοδέσει κοντά του μέχρι τα βαθιά γεράματα.

Ο μέσος Έλληνας ψηφοφόρος οργίζεται χωρίς να ερευνά και ζητά επίμονα την αλήθεια δίχως να την αντέχει. Γυρεύει διαρκώς φταίχτες αφού είναι απείρως πιο εύκολο να θυμώσει με τους άλλους κι όχι με το γυμνό είδωλό του στον καθρέφτη.

Στο τέλος της ημέρας επιθυμεί απλώς να μην ξεβολευτεί, απαιτεί αλλά δεν αναθεωρεί, ονομάζει την κουτοπονηριά ευφυΐα, περιθωριοποιεί την αξία κι επιβραβεύει τη μετριότητα.

Και κάπως έτσι αποδεικνύεται πολύ πιο λίγος από ό,τι θα μπορούσε ποτέ να γίνει.