Κείμενο: Ελπίδα Βεριτά
Ψυχολόγος
Επιμέλεια: Στέλλα Πυρένη
Φιλόλογος
Σου έχει συμβεί ποτέ να μπερδέψεις ένα όνειρο με την πραγματικότητα; H ζωή σου να προχωρά μα να νιώθεις ότι δε ζεις; Να βρίσκεσαι σε ένα τρένο που είναι σταματημένο μα να νιώθεις ότι προχωρά; Μερικές φορές σκέφτομαι πως όταν μιλάω για όνειρα και τα μπερδεύω με τη ζωή, προσπαθώ να εξηγήσω πράγματα που σε άλλες συνθήκες δε θα τολμούσα. Κάπου εύχομαι να μη συμβαίνει, όμως συμβαίνει. Ίσως σε ένα άλλο σύμπαν, σε έναν άλλον κόσμο, να μπορούσα να είμαι ειλικρινής και ταυτόχρονα να μην αποφεύγω την αλήθεια. Για τώρα, θεώρησα τα όνειρα ως μοτίβα επιβίωσης ώστε να υπομένω τα τραύματά μου.
Παρέδωσα την καρδιά μου στη λύπη, πριν καιρό. Ήξερα πως το να εκραγώ, θα ήταν θέμα χρόνου. Έφτασα σε ένα σημείο της ζωής μου που κρατήθηκα από πράγματα τα οποία ήξερα ότι έπρεπε να αφήσω πίσω. Μίλησα πολύ. Στους ανθρώπους, στις φωτογραφίες˙ κυρίως, σε φωτογραφίες. Χώθηκα σε μια κατάσταση που άκουγα τον εαυτό μου να με ρωτά: «Γιατί είσαι τόσο ήσυχη;» και δεν έβρισκα τις λέξεις να απαντήσω ότι αυτός ήταν ο τρόπος που έμαθα να λειτουργώ. Σιωπή. Υπήρχαν νύχτες που τα δάκρυά μου είχαν τη μορφή ονείρων. Τώρα τα δάκρυα τα συνοδεύει μια απόλυτη ησυχία. Αν η επιβίωση έρχεται σε κύματα, απόψε νιώθω ότι βυθίζομαι. Κάπου εμπιστεύομαι ακόμη την εμπειρία μου ότι ο κόσμος έχει τελειώσει για μένα αρκετές φορές και ξεκινάει πάλι το επόμενο πρωί. Ωστόσο το κορίτσι που πίστευε στη μαγεία και στα παραμύθια έχει φρακάρει στην πραγματικότητα των δαιμόνων της και της ανησυχίας ότι ποτέ δε θα αγαπηθεί. Και σαν να μην έφτασε αυτό, έχει σφηνώσει στην ταραχή της πιο δύσκολης απόφασης να τα παρατήσει οριστικά ή να προσπαθήσει περισσότερο. Ευάλωτη εκδοχή μου.
Έχω ανθρώπους να με αγαπούν αλλά συνήθισα να απομονώνομαι στη σκέψη ότι υποφέρω και τελικά κάθε μέρα νιώθω όλο και πιο μόνη. Κάτι μέσα μου πονάει τόσο πολύ, που δεν ξέρω γιατί συμβαίνει ούτε πώς να το κάνω να σταματήσει. Και το μόνο που λαχταρώ, αν έκανα πίσω, είναι να με κρατήσει κάποιος σφιχτά, γιατί φοβάμαι. Να με κρατήσει και να ηρεμήσει το χάος της ψυχής μου, λέγοντάς μου να θυμάμαι να αναπνέω κάπου κάπου. Ενώ αντιλαμβάνομαι ότι η προσπάθεια των ανθρώπων αντανακλά το ενδιαφέρον τους για μένα, ακόμη περιμένω τρυφερές λέξεις, όπως «Πήρα να δω αν είσαι καλά», «Δεν είσαι μόνη», «Να προσέχεις, καληνύχτα». Ήθελα απελπισμένα να ξέρω ότι κατοικώ στις σκέψεις κάποιου από εκείνους που έμεινα να κοιτώ με άδειο βλέμμα, με γυμνή ψυχή. Ξέρω ότι θα απολογούμουν αν τους κοίταζα στα μάτια, γιατί πιάστηκα ανάμεσα σε όλα όσα εύχομαι και όλα όσα δείχνω.
Δεν ήξερα σε περίπτωση που αφήσω τον πόνο πίσω αν θα είμαι ένας άνθρωπος πλήρης ή κενός. Μέσα σε αυτές τις σκέψεις, κάπου δεν ήμουν ειλικρινής με τον εαυτό μου. Ίσως και να απολαμβάνω μια βολεμένη οικειότητα. Για αρκετό καιρό έπειθα τον εαυτό μου ότι έχω σημασία μόνο όσο είμαι ψυχικά ασταθής, γεμάτη ανασφάλειες και φοβισμένη. Πως οι άνθρωποι θα επιλέγουν εμένα τότε αντί να με αφήσουν, αν μια μέρα εμφανιστεί στον δρόμο τους κάποιος πιο ενδιαφέρων. Πως θα μείνω μια προτεραιότητα και σαν τέτοια δε θα πονάω μόνη. Μακάρι να μπορούσα να σου περιγράψω πόσο με εξαντλεί όλο αυτό. Με εξαντλεί τόσο, ώστε δε με νοιάζει πλέον πώς είμαι και πώς δείχνω. Κάτι πιο δυνατό από τα λόγια, έγινε συναίσθημα. Κάπου, κάποτε, οι άνθρωποι προσπαθούσαν για μένα. Τώρα παλεύω να αποδεχτώ τις υποθέσεις μου ότι μάλλον σταμάτησαν. Το αισθάνομαι όταν κοιταζόμαστε στα μάτια και εγώ δε μιλάω, γιατί νιώθω μεγαλύτερη οικειότητα με τις αναμνήσεις μου παρά με τον άνθρωπο που έχω μπροστά μου. Θα ανοίξω την ψυχή μου μόλις πάω να κοιμηθώ και μπορεί κοντά μου να τους βρω και πάλι. Κι όταν τους βρω, θα μαζέψω τις δυνάμεις μου για να απομακρυνθώ από το βασίλειο των δαιμόνων μου.
Πίστευα ότι οι άνθρωποι δεν είναι δίπλα μας μονάχα για όσα είμαστε αλλά για όσα μπορούμε να γίνουμε. Αλλά συνήθισα να κρύβω κάθε ικανότητά μου να αναπτυχθώ και δυσκολεύτηκα να αναγνωρίσω ότι οι άλλοι δεν κλείνουν τα μάτια τους στα ενδεχόμενα. Αντίθετα, βλέπουν! Η αλήθεια είναι ότι έμεινα να συζητάω για τον παλιό μου εαυτό και εκείνοι δε συναντούν συχνά τα νέα μου χαρακτηριστικά.
Αρχίζω να παρατηρώ ότι ακόμη ζω στο χθες. Ακούω πάλι αυτή τη φωνή. Τη φωνή που επιμένει να μου λέει να μη με βοηθήσω, να μην παίρνω την αγωγή, να μένω κλεισμένη στον εαυτό μου αλλιώς μπορεί να σπάσω. Αυτή η φωνή σε κάθε κατάθλιψη που δε θέλει να την εγκαταλείψω και ψεύδεται για να με αποτρέψει. Με έκανε να φοβάμαι την ευαλωτότητα που θα νιώθω αν επουλώσω αυτά που πονάνε. Με έκανε να φοβάμαι πως αν θελήσω να προχωρήσω θα έχω μέρες που θα αισθάνομαι καλύτερα και μέρες που θα θέλω να πεθάνω. Μα τελικά, τις νύχτες εκείνες που πονάει τόσο φρικιαστικά πολύ που δε μπορώ να αναπνεύσω, τότε είναι που επιβιώνω.
Σου έχει συμβεί ποτέ να σε σαγηνεύει ο πόνος σου; Να είναι για λίγο η φρίκη του πιο απαλή από την πραγματικότητα;
Ναι, είμαι λυπημένη τώρα αλλά υποθέτω πως όλα θα βγάζουν ένα νόημα κάποια μέρα.
Μαζεύω τις δυνάμεις μου και φεύγουμε…