Κείμενο: Δημήτρης Σούκουλης
Συγγραφέας

Επιμέλεια: Στέλλα Πυρένη
Φιλόλογος


Κάτι για να αφηγούμαι πέρα από τις δικές μου αισθήσεις πέρα από τις δικές μου σκέψεις μονολόγους προσευχές λαχνίσματα μαγικές φόρμουλες και α μπε μπα μπλομ εγώ κρύβομαι όταν τα «βγάζω» κι είμαι ο κυνηγός κι είμαι το θήραμα ο αμνός κι ο λύκος κι όταν με ανακαλύπτω στην ίδια κρυψώνα επίτηδες στο ίδιο στέρνο πάντα τον ίδιο με βρίσκω κι αν με ζυγίζω κι αν με πλάστιγγα με σηκώνω ψηλά με καρφώνω πάνω στον ήλιο δε γέρνει μοίρα ο ορίζοντας δε γέρνει η θάλασσα μόνος μου θαλασσοπνίγομαι σε πέλαγος βαθύ και ξεβράζομαι σε στεριά με κούτσουρα σακούλες νεκρές μέδουσες και πλέουσες λεμονόκουπες‧ κάτι για να θυμάμαι πέρα από τις ρωγμές της ξερολιθιάς του συρμάτινου πλέγματος του χωματόδρομου της ανηφόρας βουστροφηδόν όπως τυλίγεται γύρω στον λαιμό μου και στον αριστερό οφθαλμό σε σπηλιά μαζεύεται ένας φόβος και το ένα ποδάρι του χάσκει έξω αν και διπλώνει τον αγκώνα το γόνατο εξάλλου ωραία πουλιούνται τα πλαστικά παιχνίδια τα ανθρώπινα ομοιώματα οι κινέζικες κούκλες στις υπαίθριες αγορές των πακιστανών κοψοχρονιά η φθήνια τρώει τον παρά τιμή ευκαιρίας αλλά ραγίζει γαμώτο το ανακυκλωμένο PVC σπάνε κομμάτια στα βουβά πάνω κάτω τα βλέφαρα κοίτα πώς με κοιτάζει τώρα γουρλωτά σφάζει το καρπούζι ο αγοραστής ξεφλουδίζει το γαλάζιο σμάλτο της ίριδας τρίβει με το ίδιο νύχι που κάνει εξόρυξη το κερί από το αυτί‧ μ’ αγαπώ μ’ αγαπώ αλλά πού με βάζω που όλο κάτι για να αφηγούμαι ξεφεύγει από τις άκρες τα κιγκλιδώματα και με χτυπά στο κορμί μού πληγώνει τη γλώσσα άφθα ανεξομολόγητη βαριά αμαρτία ύβρη μού ραβδίζει ο διπλανός τα επιφωνήματα μού ανακόβει για σύνεση τον λυγμό με τσιμπιές στα οπίσθια‧ κάτι για να λέω κι εγώ στις χειμερινές ομηγύρεις, αλλά κοίτα πώς με παιδεύει ο άγριος καιρός το κατακαλόκαιρο πώς με τσούζει το ιώδιο στα μάτια η θαλασσινή αρμύρα που κάνει καλό και δε θα αρρωσταίνεις τον χειμώνα από γρίπη αλλά όσο κι αν φυσάς δε βγαίνει ο κόκκος άμμου κι εγώ σου λέω πως το νιώθω αγκωνάρι αυτό το καλοκαίρι και μού ‘γινε καταρράκτης αυτό το ηλιοβασίλεμα που γέρνουν τα κορμιά από το αντιηλιακό κι όχι από έρωτα‧ κι ήθελα απλά κι απέριττα κάτι για να θυμάμαι μια ιστορία από τη μέση αυτοτελή ή καλύτερα κάτι να διηγούμαι για να θυμάμαι κι ήμουν ο πρώτος μαθητής στο σχολείο με γερό μνημονικό κι ο πρώτος στους γλωσσοδέτες αλλά ο αλλοδαπός εραστής πίσω στην πλάτη μου που αγκομαχά ν’ ανέβει με αγύμναστες λεπτές γάμπες κι όλο κάτι μου υπαγορεύει για την άβολη θέση κι αν είναι να το αφήσουμε για άλλη μέρα καθώς δεν προλαβαίνουμε να φτάσουμε σε οργασμό πριν το προπληρωμένο βραδινό γεύμα κρίμα τόσα λεφτά να πάνε χαμένα δε λέει τίποτε άλλο γκρινιάζοντας παρεκτός «βαρ βαρ βαρ βαρ χάιντε!» και δε με βοηθούν τα ξενόγλωσσα λεξικά να καταλάβω μου κόπηκε σύριζα η γλώσσα τόσα χρόνια να μαθαίνω την προπαίδεια του δύο κι είναι του πολλαπλασιασμού το σύμβολο ο σταυρός του αγίου αντρέα έλεγα στη δασκάλα έτσι εμένα μου μοιάζει το χ να κάνουμε το σταυρό μας παναγία μου να κάνουμε το σταυρό μας χριστέ μου μονογενή κι εγώ αδερφέ μου τέτοιο κακό να μη μας έβρει‧

Εγώ απλά ήθελα κάτι να διηγούμαι με δύο. Κάτι να μου λέω για να το θυμάμαι.