Κείμενο: Αντώνης Κοντάκης
Φυσικοθεραπευτής

Επιμέλεια: Στέλλα Πυρένη
Φιλόλογος


Κάθε μέρα ξυπνάω ακριβώς την ίδια ώρα. Τις περισσότερες φορές τα μάτια μου ανοίγουν λίγο πριν χτυπήσει το ξυπνητήρι. Οι κινήσεις μου προγραμματισμένες, ακριβείς και απόλυτα αποτελεσματικές. Στην αρχή τεντώνω λίγο το πιασμένο μου κορμί και σταδιακά, αφού κάτσω στην άκρη του κρεβατιού και πάρω απόφαση ότι η καινούργια ημέρα ξημέρωσε, με γυμνά τα πόδια όπως μου αρέσει, αποφασίζω να σηκωθώ. Τα μάτια μου, είτε ανοιχτά είτε κλειστά, δε διατηρούν την ευκρίνεια που συνήθως έχουν και έτσι αυτόματα σχεδόν ανοίγω τα χέρια μου για να με βοηθήσουν να προστατεύσω το σώμα μου από κάποιο χτύπημα σε αντικείμενο.

Καθημερινά η ίδια διαδρομή για τη δουλειά. Το ίδιο ξεκίνημα του αυτοκινήτου από την ίδια αρχική θέση. Το πάτημα του ίδιου κουμπιού για να αρχίσει να παίζει ο ίδιος σταθμός, συνήθως ίδια τραγούδια. Η ίδια οπίσθια κίνηση για να βγω στον κεντρικό δρόμο. Οι ίδιες απότομες στροφές, οι ίδιες μονότονες ευθείες. Τα ίδια πρόσωπα να περπατάν’ αμίλητα, σαν θύματα μιας μαζικής ύπνωσης, εγκλωβισμένο το καθένα στην ατομικότητά του. Η οδήγηση μια αυτόματη δραστηριότητα και αυτή, σε σημείο που να αμφιβάλω αν θα μπορέσω να ανταποκριθώ στον πρώτο κίνδυνο που θα προκύψει.

Η μοναδική διαφορά ήταν η σύμπτωση των τελευταίων δύο ημερών να συναντήσω στη μεγάλη ευθεία, με το δάσος των πεύκων ολόγυρά μας, ανθρώπους οι οποίοι ζητούσαν κάποιον να τους μεταφέρει, πιθανά στην πόλη. Όρθιοι στο ίδιο σημείο, με το χέρι δειλά, παρατεταμένα ανασηκωμένο και τον αντίχειρα προτεταμένο, να αναζητούν τον πρώτο οδηγό ο οποίος θα αποδεχτεί το κάλεσμά τους. Επιπόλαια σκέφτηκα να σταματήσω, στο αυτοκίνητο άλλωστε οι θέσεις ήταν άδειες, όμως παρά τις απροσδιόριστες τύψεις αύξησα με αποφασιστικότητα την ταχύτητα και με μια δόση αλαζονείας πέρασα από μπροστά τους επιδεικνύοντας έμμεσα την καλύτερή μου τύχη. Δεν μπήκα καν στον κόπο να ρωτήσω ποιος ήταν ο προορισμός τους. Ίσως στην τελική και να μη βόλευε. Προτίμησα να διατηρήσω την απάθεια και την αδιαφορία μου.

Άλλωστε τώρα που το σκέφτομαι, οι περισσότεροι θα έπρατταν με τον ίδιο τρόπο. Ο πρώτος άγνωστος ήταν διαφορετικής εθνικότητας, διαφορετικού χρώματος και ίσως από φόβο δείλιασα να σταματήσω. Τα ρούχα του πρέπει να ήταν δανεικά, γιατί δεν ταυτίζονταν με το σώμα του. Πριν από δύο ημέρες άκουσα το συμβάν με τον αλλοδαπό που έκανε εισβολή στο σπίτι μιας ηλικιωμένης και της έκλεψε τα χρήματα που είχε κρυμμένα στο ντουλαπάκι της. Ο δεύτερος υπέθεσα, από διάφορα οπτικά στερεότυπα, πως ήταν άστεγος. Τα σκισμένα και αταίριαστα ρούχα, το λερωμένο του πρόσωπο, τα ατημέλητα μαλλιά, τα παλιά και διαλυμένα σχεδόν σανδάλια του, το σκούρο από ταλαιπωρία δέρμα του δε θα μπορούσαν να με οδηγήσουν σε οποιοδήποτε άλλο συμπέρασμα.

Αυτό που μου έκανε εντύπωση είναι ότι περνώντας από μπροστά τους, ασυναίσθητα το χέρι μου έπιασε το πορτοφόλι που έχω πάντα στη διπλανή θέση όταν οδηγώ. Λες και θα ερχόταν ένα μαγικό χέρι σταλμένο από μια δύναμη κοινωνικής δικαιοσύνης και θα άρπαζε τα χρήματα που είχα μέσα του. Το δερμάτινο πορτοφόλι που μου είχε κάνει δώρο πριν πολλά χρόνια μια Σύρια, με την οποία ήμουν βαθιά ερωτευμένος. Τόσα χρόνια πέρασαν από τότε και ποτέ δεν το αποχωρίστηκα. Το πρόσεχα σαν κομμάτι του εαυτού μου και μου ανταπέδωσε τη φροντίδα διατηρώντας ανέπαφες τις ραφές του και τα μικρά του φερμουάρ. Μόνο μία μικρή κηλίδα στο μπροστινό μέρος, μία πληγή μεταφορικά στο σώμα του, φανέρωνε μια στιγμή ασυγχώρητης απροσεξίας μου.

Και σήμερα να επαναλαμβάνω τις ίδιες συνήθειες. Το ξύπνημα, ο δρόμος, οι στροφές, το δάσος των πεύκων, το πορτοφόλι στη θέση του συνοδηγού. Και πάλι μια φιγούρα σαν σκιά από μακριά, η οποία όσο πλησιάζω αποκτάει λεπτομέρειες. Μια φιγούρα διαφορετική από τις προηγούμενες, ευθυτενής, δυναμική, σαγηνευτική, καθάρια, θηλυκή. Μειώνω την ταχύτητα του αυτοκινήτου για να μπορέσω να αποκρυπτογραφήσω τις λεπτομέρειες και πλέον μπορώ να διακρίνω με μεγάλη ευγνωμοσύνη και ευχαρίστηση, ένα ηδονικό γυναικείο σώμα με λαμπερά, αστραφτερά ρούχα που αγκαλιάζουν κάθε σπιθαμή του υπέροχων καμπυλών της, καλοχτενισμένα ανέμελα μαλλιά, αψεγάδιαστα βαμμένο πρόσωπο και μια αίσθηση άγχους και μελαγχολίας στα σκουρόχρωμά της μάτια. Ο αντίχειρας προτεταμένος και το ελαφρύ ανέμισμα των μαλλιών να με καλεί να σταματήσω το αυτοκίνητο. Μια τσάντα γραφείου στο αριστερό της χέρι μού επιβεβαιώνει την υπόθεση ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση αναφερόμαστε σε μια εργαζόμενη, πιθανότατα διευθύντρια, η οποία ποιος ξέρει τι μπορεί να της συνέβη και αναγκάζεται να ζητάει τη βοήθεια των περαστικών. Σε μια πρωτόγνωρη εσωτερική ορμονική μάχη, οι ενδορφίνες κατακλύζουν όλο μου το σώμα και με ωθούν να αφήσω πίσω μου τους ενδοιασμούς και να αντιληφθώ ότι εδώ μιλάμε για μια τελείως διαφορετική περίπτωση από τις ύποπτες φιγούρες των προηγούμενων ημερών. Με μια ήρεμη κίνηση το δεξί μου πόδι πιέζει το φρένο και το αυτοκίνητο ακινητοποιείται ακριβώς μπροστά της. Ανοίγω την πόρτα, παίρνω το πορτοφόλι από τη θέση του συνοδηγού και το τοποθετώ στο βοηθητικό ντουλαπάκι ακριβώς δίπλα μου.

Από αυτό το σημείο, την περιγραφή την αναλαμβάνουμε εμείς και αυτό στο οποίο θα δώσουμε έμφαση είναι ότι το πορτοφόλι βρέθηκε μετά από 2 ημέρες, θαμμένο ανάμεσα σε μια συστάδα πεύκων. Τα ελάχιστα χρήματα που υπήρχαν μέσα ήταν εξαφανισμένα. Η ταυτότητα, οι πιστωτικές κάρτες και η φωτογραφία μιας γυναίκας κρυμμένη σε ένα μικρό τσεπάκι ήταν ό,τι είχε απομείνει. Μα αυτή τη φορά, πέρα από τη μικρή κηλίδα στο μπροστινό μέρος, υπήρχαν και πολυάριθμες σταγόνες από το δικό του αίμα, έτσι όπως πετάχτηκαν καθώς τον σκότωνε με ένα αιχμηρό αντικείμενο.