Κείμενο: Χριστίνα Βαϊζίδου
Ψυχίατρος- Ψυχοθεραπεύτρια
Επιμέλεια: Μαρία Κουσαντάκη
Συνθετική Ψυχοθεραπεύτρια- Ψυχολόγος
Στην κλινική πράξη συναντάμε ολοένα και περισσότερους εφήβους με κοινές συμπτωματολογίες: απομονώνονται, κλείνονται στο σπίτι, παίζοντας παιχνίδια ή σερφάροντας στο ίντερνετ. Η ζωή τους αναλώνεται σε αυτό το παράλληλο, εικονικό σύμπαν. Η εικόνα που παρουσιάζουν τρέφεται από την κουλτούρα μας.
Σχετικά με τη δική τους, εικονική πραγματικότητα, ο Γάλλος φιλόσοφος Pierre Levy αναφέρει ότι «Το εικονικό δεν είναι διόλου το αντίθετο του πραγματικού αλλά ένας τρόπος ύπαρξης γόνιμος και ισχυρός που παρέχει χώρο για δημιουργικές διεργασίες, ανοίγει μελλοντικές προοπτικές, σκάβει πηγάδια νοημάτων κάτω από τη μονοτονία της άμεσης φυσικής παρουσίας» (Levy, 2001). Σε κλινικές περιπτώσεις, από την άλλη, οι έφηβοι οδηγούνται σε παγίδευση στον εικονικό κόσμο και αυτό μπορεί να πυροδοτήσει μια συγκρουσιακή κλιμάκωση στις οικογενειακές σχέσεις. Η συμπτωματολογία αυτή αποκτά περισσότερη βαρύτητα όταν τη δούμε μέσα στο πλαίσιο των σχέσεων που έχει αναπτύξει ο έφηβος με την οικογένεια, τους φίλους και το ευρύτερο κοινωνικό δίκτυο.
Οι κοινωνικοί δεσμοί χαλαρώνουν και η μορφή του σχετίζεσθαι στους σημερινούς εφήβους μεταβάλλεται. Η κοινωνικοποίηση γίνεται μόνο μέσα από το διαδίκτυο και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και έτσι συχνά συναντάμε ένα φαινόμενο εφήβων με χιλιάδες διαδικτυακούς φίλους, οι οποίοι ζουν μέσα στη μοναξιά. Πολλές από τις συμπεριφορές των εφήβων αποτελούν μία προσπάθεια του ατόμου για εξατομίκευση, εδραίωση της ατομικής ταυτότητας, ανεξαρτητοποίησης και αυτονομίας. Πρόκειται για μια περίοδο αλλαγής, στην οποία ο φόβος της απώλειας ελέγχου, τα τραυματικά επεισόδια στο οικογενειακό πλαίσιο, η αδυναμία έκφρασης συναισθημάτων στο ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο, ταυτόχρονα με την αίσθηση ότι ο κόσμος βιώνεται ως απειλητικός, οδηγεί συχνά τους εφήβους είτε στην επίθεση είτε στην απόσυρση. Προκύπτουν ουσιαστικά ασυνείδητες συγκρούσεις, οι οποίες εξωτερικεύονται ως “σύμπτωμα” ή ευρύτερα, ως προβληματική συμπεριφορά.
Ο έφηβος αποτελεί συχνά το “σύμπτωμα” μίας πάσχουσας οικογένειας. Το παιδί, ως το πιο αδύναμο μέλος γίνεται ο δέκτης των συμπτωμάτων μίας νευρωτικής οικογένειας (Richter, 1960). Σε ορισμένες περιπτώσεις οι γονείς είχαν αναπτύξει συγκεκριμένες προσδοκίες σε σχέση με τα παιδιά τους, βασιζόμενοι συνήθως σε δικά τους απωθημένα βιώματα, στις οποίες εκείνα δεν μπόρεσαν να απομακρυνθούν. Βιώνουν έτσι μία απόλυτη αντίθεση ανάμεσα στο πραγματικό και στο ιδεατό παιδί. Το παιδί αντιμετωπίζεται ως υποκατάστατο του ιδεατού εαυτού. Ο έφηβος στην περίπτωση αυτή έχει ενστερνιστεί ένα ρόλο, ο οποίος καλείται να ικανοποιήσει ασυνείδητες γονεϊκές προσδοκίες και φαντασιώσεις, διαδικασία η οποία πολλές φορές επιφέρει πίεση, ενοχές και ασυνείδητες κατηγορίες από την πλευρά των γονεών. Όταν μάλιστα οι προσδοκίες των δύο γονέων διαφέρουν, η ψυχολογία των εφήβων μετατρέπεται σε πεδίο μάχης.
Η έννοια της “αντιπροσωπίας” χρησιμοποιήθηκε από τον Stierlin για να περιγράψει αυτήν ακριβώς την ανάθεση ρόλων και να εξηγήσει στη συνέχεια πως το παιδί εξωτερικεύει και προβάλλει στη συνέχεια την εσωτερική σύγκρουση που βιώνει (Stierlin,1972). Στις περιπτώσεις γενικά προβληματικών σχέσεων μεταξύ των γονέων ή και χωρισμένων γονιών, τα παιδιά βρίσκονται συχνά παγιδευμένα σε διπλούς ρόλους κόρης/ γιου και συζύγου ή γονεϊκού παιδιού, με ευθύνες υπερβολικά υψηλές. Το παιδί αντιμετωπίζεται ως υποκατάστατο του έτερου συντρόφου ή ενός γονέα, με στόχο την επανορθωτική εμπειρία. Ο έφηβος βιώνει την έλλειψη σταθερότητας στο οικογενειακό πλαίσιο, γεγονός το οποίο γίνεται δυσβάσταχτο, παράλληλα με τη δική του μεταβαλλόμενη ψυχολογία και ταυτότητα. Η έλλειψη ορίων εκ μέρους των γονέων ενδέχεται να λειτουργήσει εξίσου αποσταθεροποιητικά, καθώς η επιθετικότητα των εφήβων στοχεύει πολλές φορές ακριβώς στην οριοθέτηση, στο να μάθουν μέσα από το βίωμα τα όρια του εαυτού τους αλλά και του κόσμου που τους περιβάλλει.
Οι ενήλικες δεν αντιλαμβάνονται αυτές τις αλλαγές των εφήβων, με αποτέλεσμα να νιώθουν μια αναστάτωση δεδομένου ότι δεν μπορούν να έχουν τον έλεγχο της κατάστασης. Δεν αναγνωρίζουν τη δυσφορία των παιδιών τους και τη συγχέουν συχνά με τεμπελιά ή απάθεια. Θεωρούν και αντιμετωπίζουν τους εφήβους ως τρελούς ή προβληματικούς, με αποτέλεσμα την κλιμάκωση. Παράλληλα, φοβούμενοι την απευθείας σύγκρουση δεν επικοινωνούν τα συναισθήματά τους, καταδικάζοντας το σύστημα σε ακινησία. Φτάνουν ορισμένες φορές σε τέτοιο επίπεδο απόγνωσης, ώστε να νιώθουν ως όμηροι μέσα στο ίδιο τους το σπίτι.
Οι έφηβοι με τη σειρά τους εμφανίζουν έτσι συχνά προβλήματα επιθετικότητας, κυρίως απέναντι στους γονείς αλλά και γενικευμένα. Αυτή η μορφή βίας είναι συχνά υποβόσκουσα, συχνά χρόνια και δημιουργεί ένα γενικό κλίμα δυσφορίας.
Μεγάλη σημασία στα πλαίσια της θεραπείας έχει να εντοπίσουμε τυχόν δυσλειτουργικά συστήματα, τα οποία ενδέχεται να έχουν διαμορφωθεί εντός της οικογένειας και να αντροφοδοτούν το ένα το άλλο, π.χ. και την προβληματική συμπεριφορά του εφήβου. Η δόμηση μίας αρμονικής σχέσης ανάμεσα στο ζευγάρι των γονιών είναι πολύ ουσιώδης για την πορεία της θεραπείας. Είναι σημαντικό να εγκαθιδρύσουμε ένα σύστημα ελεύθερης και ειλικρινούς έκφρασης συναισθημάτων. Εξίσου σημαντικό είναι να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε το νόημα πίσω από τις συχνά ακατανόητες συμπεριφορές των εφήβων. Καλούμαστε να ερμηνεύσουμε τις ασυνείδητες συγκρούσεις, να τις επεξηγήσουμε και να επανανοηματοδοτήσουμε ορισμένους τομείς της ζωής του εφήβου.
Εν κατακλείδι δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι πρόκειται για έκφραση παθολογιών, προσαρμοσμένη στους καιρούς, προκύπτουσα από ένα κοινωνικό ή και οικογενειακό σύστημα που πάσχει και οφείλει να διερευνηθεί. Η επανένωση και η επαναπροσέγγιση μέσα από τη θεραπεία των διαφόρων μερών του συστήματος της οικογένειας δίνει τη δυνατότητα στα μέλη της να επικοινωνήσουν με σεβασμό των ορίων, αλλά και μοίρασμα και αμοιβαία εμπιστοσύνη.
Βιβλιογραφικές Αναφορές
Lévy, P. (2001). Cyberculture. University of Minnesota Press.
Richte, H. E. (1969). Eltern, Kind und Neurose. Psychoanalyse der kindlichen Rolle. Stuttgart: Klett.
Stierlin, H. (1982). Delegation und Familie. Frankfurt am Main: Suhrkamp.