Κείμενο: Αντώνης Κοντάκης
Φυσιοθεραπευτής

Επιμέλεια: Στέλλα Πυρένη
Φιλόλογος


Έξω η βροχή έπεφτε μανιασμένα, σχεδόν χειμαρρώδης, βυθίζοντας σε ένα υγρό πέπλο ολόκληρη την πόλη. Οι ελάχιστοι που κυκλοφορούσαν πεζοί, πηδούσαν με ανασφάλεια και διστακτικότητα από σημείο σε σημείο, προκειμένου να αποφύγουν τις μικρές λιμνούλες που είχαν ήδη σχηματιστεί στο διάβα τους. Στα πλαϊνά των δρόμων, ρυάκια που παράσερναν στο πέρασμά τους ακαθαρσίες, φύλλα και αποτσίγαρα τα οποία και συσσωρεύονταν στα σημεία που το νερό μετατρεπόταν σε στάσιμο έλος. Μοναχά οι λάμπες προσπαθούσαν να συντηρήσουν μια ικμάδα φωτός μέσα σε αυτή την παραζάλη σκότους και κάποια αυτοκίνητα, αγέρωχα με τη μεταλλική κατασκευή τους, αλλοίωναν την ομοιομορφία των εικόνων και των ήχων.

Μέσα στο διαμέρισμα της παλιάς πολυκατοικίας, σ’ ένα δωμάτιο αμυδρά φωτισμένο, μια αισθαντική ορχηστική μουσική ίσα που ακουγόταν από τα παλλόμενα, χαμηλής ισχύος ηχεία και δύο άντρες κάθονταν αντικριστά στις πολυθρόνες. Το γραφείο από καρυδιά, επιβλητικό, μινιμαλιστικό ακριβώς πίσω τους και μία δίχρωμη κουρελού απλωμένη στο πάτωμα προσέφεραν μία φυσική γαλήνη στην ήδη ατάραχη ατμόσφαιρα του χώρου. Ο ένας με τα χέρια τοποθετημένα στα μπράτσα της πολυθρόνας, στιβαρός και ευθυτενής και ο μεγαλύτερης ηλικίας άντρας, προβληματισμένος —απελπισμένος θα μπορούσε κάποιος να προσθέσει— έχοντας δέσει τα δάκτυλα του ενός χεριού στα δάκτυλα του άλλου, κοίταζε με αμηχανία πότε το κρεμάμενο φωτιστικό και πότε το μαρμαρένιο πάτωμα.   

«Χτες ήμουν στον γιατρό. Επιβεβαίωσε τον παντοτινό και τρομακτικότερο φόβο του ανθρώπου. Είχα αρνητικό προαίσθημα αλλά επιθυμούσα με όλη τη δύναμη της θέλησής μου να αποδεικνυόταν λανθασμένο. Ποτέ δεν τελειώνει μία παρτίδα αν δεν πέσει ο βασιλιάς, όμως και το ματ είναι κομμάτι του παιχνιδιού. Και αν αρχίζεις να παίζεις, ποτέ δεν μπορεί να είσαι σίγουρος για το χρονικό προσδιορισμό της κατάληξης».

«Υποθέτω πως το ένστικτό σου είναι πιο ισχυρό από ό,τι φανταζόσουν».

«Πιθανά. Όπως και να έχει, μου ανακοίνωσε μια νέα υποτροπή. Και να σου πω την αλήθεια, με ενόχλησε περισσότερο ο τρόπος που μου το ανακοίνωσε. Ο ίδιος ήταν κάπως ψυχρός, διαφορετικός, πιο απόμακρος από άλλες φορές. Μάλλον δεν κατάλαβε ότι εδώ μιλάμε για την ίδια μου τη ζωή. Για να μην είμαι άδικος, ίσως έδωσε έμφαση στο ότι η χθεσινή συζήτηση αφορούσε μονάχα τη δική μου ζωή».

Με το τέλος της ερώτησης έσβησαν απότομα τα φώτα. Με προσοχή, αλλά με σταθερά, σίγουρα βήματα, ο ένας από τους δύο άντρες κατευθύνθηκε προς τον κεντρικό διάδρομο και χρησιμοποιώντας τις ελάχιστες πληροφορίες από τα μάτια του και τη μνήμη του χώρου στον οποίο βρισκόταν, ψηλάφισε με άνεση τον γενικό πίνακα στον τοίχο. Έβγαλε το κινητό από την τσέπη του, άναψε το φακό και σήκωσε τον κεντρικό διακόπτη με αυτοπεποίθηση και ανακούφιση παράλληλα. Με τον ίδιο αλαζονικό και αυτάρεσκο τρόπο και με ένα χαμόγελο αυτοπεποίθησης, κατευθύνθηκε προς το δωμάτιο, κάθισε στην πολυθρόνα, έγειρε το σώμα του μπροστά και, αφού σήκωσε τελετουργικά τα σκέλη του παντελονιού του ψηλότερα, ένωσε τα δύο του χέρια σαν να προσεύχεται και απευθύνθηκε στον συνομιλητή του.   

«Συγνώμη για τη διακοπή. Προφανώς ήταν κάποιο βραχυκύκλωμα˙ είναι και η βροχή όλες αυτές τις ημέρες… Παλιά σπίτια, πολλά προβλήματα. Όπως συμβαίνει περίπου και με τους ανθρώπους. Ας επανέλθουμε όμως στη συζήτησή μας, στο σημείο που βρισκόμασταν. Μιλούσαμε για τον γιατρό σου και την πληροφόρηση που σου έδωσε. Εξέλαβες την εντύπωση πως δεν υπάρχουν ελπίδες αυτή τη φορά;»

«Νομίζω ότι ήταν απόλυτος πως χρησιμοποιήθηκε ό,τι φάρμακο υπήρχε διαθέσιμο. Μου είπε ότι κάναμε ό,τι καλύτερο μπορούσαμε. Σχεδόν πάντα χρησιμοποιούσε τον πληθυντικό. Και αυτό ήταν κάτι πολύ σημαντικό για μένα. Διότι η προσωπική μου μάχη γινόταν κοινή μας μάχη. Τον ένιωθα συμπολεμιστή».

«Αυτό είναι πολύ θετικό».

«Χτες όμως ήταν η πρώτη φορά που χρησιμοποίησε τόσο συχνά το πρώτο και το δεύτερο ενικό. Το εγώ και το εσύ. Εγώ σου πρότεινα θεραπευτικό σχήμα, εσύ το ακολούθησες. Εγώ ξέμεινα από θεραπευτικά μέσα, εσένα τελειώνει η ζωή σου. Δεν εκφράστηκε ακριβώς έτσι, αλλά έθετε κάποια όρια στη μεταξύ μας σχέση. Την τοποθέτησε σε μια άλλη διάσταση. Ετεροβαρής η χθεσινή μας συνάντηση».

«Και αυτό, απ’ ό,τι καταλαβαίνω σε απογοήτευσε».

«Ένιωσα σαν να με αποχαιρετά. Σαν να μην ήμουν κομμάτι αυτής της πραγματικότητας».

«Μίλησέ μου γι’ αυτό. Αν πιστεύεις, βέβαια, ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε να σε βοηθήσει. Πώς προσδιορίζεις αυτή την απόσταση που αισθάνεσαι από την πραγματικότητα;»

«Νιώθω πλέον την κλεψύδρα να αδειάζει. Καταλαβαίνεις ίσως τι εννοώ αν κάνεις τα λόγια μου εικόνα. Στην αρχή η ποσότητα άμμου είναι τόσο άφθονη, που αισθάνεσαι ότι δε θα τελειώσει ποτέ. Μα όταν απομένουν ελάχιστοι κόκκοι, με πόση δύναμη και ταχύτητα εξαφανίζονται! Νιώθω ανήμπορος να σταματήσω αυτή τη ροή. Και θυμώνω γι’ αυτή τη λογική μου ανικανότητα. Νιώθω τον χρόνο να τρέχει, τα δευτερόλεπτα να ξεχύνονται πάνω μου. Και εγώ, σκόνη γύρης σε δέντρο, να διασκορπίζομαι από το ελαφρύ αεράκι. Δεν ξέρω πώς να το περιγράψω. Από χτες αισθάνομαι ότι δεν είμαι ικανός να κάνω τίποτε άλλο πέρα από το να κλαίω».

«Το κλάμα είναι μια απαραίτητη και φυσιολογική διαδικασία. Δεν αλλοιώνει την ισχυρή σου προσωπικότητα. Αλλά πες μου, προσπάθησες καθόλου να αναλύσεις το γεγονός πως αυτή η πορεία των τελευταίων ετών ήταν εξαρχής ανηφορική και μέχρι τώρα τα κατάφερες περίφημα;»

«Θυμάμαι πάντα τα λόγια και τις συμβουλές σου. Αλλά αυτή τη φορά είναι όλα διαφορετικά. Μέχρι χτες το τέλος ήταν κάτι απροσδιόριστο, μελλοντικό, αβάσιμο, θαμπό. Πλέον είναι μπροστά μου, το βλέπω, το νιώθω, το αισθάνομαι».

«Θα προτιμούσες από τον γιατρό σου να ήταν λιγότερο ειλικρινής; Nα σου αποκρύψει την αλήθεια; Δε θεωρείς ότι έτσι πιθανά να ήταν δυσκολότερη η προσαρμογή και η αποδοχή σου;»

«Νομίζω πως αυτό δεν είναι κάτι που θα ήθελα. Δεν είναι η ανακοίνωση των δεδομένων που με πλήγωσαν, είναι η εύκολη αποδοχή τους από τη μεριά του. Και δε λέω να ταυτιστεί μαζί μου, αυτό θα ήταν ανεδαφικό και παράλογο. Όμως τα λόγια του είναι οι τελικές σκηνές μιας ταινίας, ο αποχαιρετισμός σε ένα γράμμα, και θεωρώ πως θα έπρεπε να αντιληφθεί περισσότερο την αξία των τίτλων τέλους».

«Δεν υπάρχει κάτι που θα μπορούσε να σε παρηγορήσει, απτό ή μη απτό;»

«Παρηγοριά, δύναμη, ελπίδα και στόχος από τότε που πέθανε η σύζυγός μου είναι τα παιδιά μου. Όμως τώρα η καρδιά μου δε νιώθει αναπαυμένη με αυτή τη σκέψη. Γιατί γνωρίζω πως σε λίγο καιρό δε θα είμαι κομμάτι της καθημερινότητάς τους. Μπορεί να βλέπω τα πράγματα πολύ εγωιστικά ενώ θα έπρεπε να είμαι πιο συμφιλιωμένος με την ιδέα του θανάτου. Η ιδέα της άδειας καρέκλας στο τραπέζι κυριολεκτικά με συνθλίβει».

«Αναφέρεσαι συνεχώς στη φυσική σου παρουσία. Υπάρχουν όμως και όσα αφήνεις πίσω σου, τα παιδιά σου που είναι κομμάτι του εαυτού σου, οι πράξεις σου, οι αναμνήσεις των άλλων για σένα, η πορεία σου σε αυτή τη ζωή».

«Νομίζω ότι απλά δεν έχω ακόμη συμβιβαστεί με το τέλος. Κλωθογύριζε τόσα χρόνια στη σκέψη μου και πάντα θεωρούσα πως όταν φτάσει εκείνη η στιγμή θα έχω την ωριμότητα να το διαχειριστώ. Έσφαλα και αυτή τη στιγμή δεν ξέρω αν είναι χειρότερος ο θάνατός μου ή η πορεία προς αυτόν. Δε βαρέθηκα τη ζωή, δεν κουράστηκα από τη ζωή. Νιώθω τόσο έντονη τη δίψα για τις όμορφες στιγμές της, μέσα μου αισθάνομαι τόσο ζωντανός, που πραγματικά δεν μπορώ να πιστέψω την αλήθεια. Όση παρηγοριά θα αισθανόταν μια χελώνα από το καβούκι της που απομένει πίσω, τόση παρηγοριά έχω και εγώ από όσα έπραξα και χάνω. Παρηγοριά δεν μπορώ να έχω ούτε από κάτι προσδιορισμένο που αφήνω σε αυτή τη ζωή ούτε από κάτι απροσδιόριστο μετά τον θάνατό μου. Θα μπορούσα υποκριτικά να αλλάξω αντιλήψεις. Να πιστέψω σε ό,τι δεν πίστευα. Αλλά ακόμη και στην περίπτωση που αποκρύψω από τον ίδιο τον Θεό την πλάνη, από τον εαυτό μου πώς θα την αποκρύψω;»

«Οι άνθρωποι έχουμε κρίση. Και σταδιακά συμβιβαζόμαστε όταν κάτι τέτοιο απαιτούν οι στιγμές. Είναι ένδειξη μεγαλοπρέπειας και ψυχικής ωριμότητας».

«Η ανθρώπινη κρίση λειτουργεί σαν βαρίδι πάνω μου αυτή τη στιγμή. Είναι η κρίση της δημιουργίας μου αλλά και η κρίση του θανάτου. Η γνώση ότι αυτά τα μάτια που σε κοιτάνε τώρα, κάποια στιγμή, κάποια σύντομα ερχόμενη στιγμή δε θα ανοίξουν ξανά. Αυτή η καρδιά που τόσα χρόνια χτυπάει, θα σταματήσει, όταν θα εξακολουθούν να χτυπάνε οι καρδιές άλλων ανθρώπων. Και θα ήθελα τούτη τη στιγμή να είμαι ο πιο απλοϊκός οργανισμός του φυτικού βασιλείου, χωρίς αντίληψη της ύπαρξης, χωρίς ικανότητα διάκρισης της στιγμής που ξεχωρίζει τη ζωή από τον θάνατο. Αντιλαμβάνομαι την ανάγκη πολλών να εξωραΐσουμε το νόημα του θανάτου, να τον εκλογικεύσουμε, να τον κάνουμε κομμάτι ενός ανώτερου σχεδίου. Τόσα χρόνια προσπαθούσα να χτίσω τις αντιστάσεις μου, αλλά μέσα από τη λογική της φάσης που βρίσκεται η ζωή μου, της χρησιμότητάς μου στην καθημερινότητα των παιδιών μου, δεν υπάρχει ανακούφιση. Ο θάνατός μου δε θα ήθελα να είναι κομμάτι ενός προσχεδιασμένου σεναρίου, γιατί νιώθω οργή για πολλά γραμμένα σενάρια που συνάντησα στη ζωή μου. Αισθάνομαι ότι βρίσκομαι σε μία φάση προπαρασκευαστικού θρήνου, αλλά θεωρώ πως δε θα έχω την ευκαιρία να προσαρμοστώ και να ξεφύγω από τα πλοκάμια του».

«Το ότι η επιστήμη έχει οδηγηθεί στην πρόοδο που όλοι αντιλαμβανόμαστε, δεν αναιρεί το γεγονός ότι ο θάνατος είναι κοινή μοίρα όλων. Είναι η φυσιολογική πορεία μας σε αυτή τη ζωή».

«Δεν αμφιβάλλω γι’ αυτό. Γνωρίζω πως την ευλογία της ζωής την προσφέρει ο θάνατος. Εκείνος είναι που προσδιορίζει την αξία της. Και κάτω από μία έννοια θα έπρεπε να είναι παρηγορητική για μένα η πορεία μου, η αγάπη που μου δόθηκε, η ευκαιρία που είχα να προσφέρω τη δική μου αγάπη».

«Αυτές οι σκέψεις σου μου ακούγονται παρηγορητικές».

«Μετά την ανακοίνωση των δεδομένων, προσπαθώ όσο μπορώ να διαπλατύνω τις στιγμές, να φτάσω στα έγκατα της εσωτερικότητάς μου, να σκαλίσω την ψυχή μου τόσο έντονα, ώστε να αναγνωρίσω την πραγματική της αξία πίσω από τη διαφαινόμενη και επιφανειακή της όψη. Δεν έχω συγκρούσεις με κανέναν, δεν έχω εκκρεμείς λογαριασμούς, έχω να φροντίσω μόνο για την ακεραιότητα της προσωπικής μου γαλήνης».

«Είμαι περήφανος για τις σκέψεις σου. Ο χρόνος που απομένει δεν μπορεί να είναι απόλυτα καθορισμένος. Αλλά εξακολουθεί να είναι ο δικός σου χρόνος. Πρέπει να του δώσεις νόημα και αξία, περισσότερο τώρα από οποιαδήποτε φορά».

«Δεν έχω τίποτε λιγότερο και τίποτε περισσότερο να κάνω από το να με γνωρίσω απόλυτα. Να με αντικρίσω ψυχικά γυμνό, εκτεθειμένο και απροστάτευτο. Να γνωρίσω τον θάνατο μέσα από τη ζωή μου. Και, ίσως, τότε τα δυο τους να συμφιλιωθούν και μέσω του προαιώνιου δυϊσμού τους να παρηγορηθώ λίγο πριν το επέκεινα ή το οριστικό και αμετάκλητο τέλος».

Με αργό ρυθμό σηκώνεται από την πολυθρόνα, ακουμπάει με την παλάμη του τον ώμο του συνομιλητή του, κάνει μια μικρή υπόκλιση με το κεφάλι και με ράθυμα και τρεμάμενα βήματα κατευθύνεται προς την πόρτα. Μοναχός του μέσα στο δωμάτιο, ο δεύτερος άντρας πλησιάζει το παράθυρο, κοντοστέκεται για λίγο καθώς τα μάτια του γεμάτα ηδονή εντοπίζουν μία νεαρή γυναίκα που παλεύει να ξεφύγει από τη μανία της νεροποντής και στη συνέχεια με μια βεβαιότητα για τις ικανότητές του στην ανάγνωση και τον χειρισμό της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης, ευθυγραμμίζει με τα ακροδάχτυλά του το κορνιζαρισμένο του πτυχίο. Εκείνη τη στιγμή το δωμάτιο σκοτεινιάζει και πάλι. Εκνευρισμένος και μονολογώντας, οδεύει προς τον κεντρικό διάδρομο και ψηλαφίζει τον τοίχο. Πριν ανάψει τον φακό και χάσει τη συνείδησή του, το μόνο που αισθάνθηκε ήταν ένας έντονος μυϊκός σπασμός σε ολόκληρο το σώμα του και μια αδυναμία να προμηθεύσει με αέρα τους πνεύμονές του.

Πέρασε ένα λεπτό πριν μπορέσει να ανοίξει διάπλατα τα τρομαγμένα και σοκαρισμένα μάτια του και αναρωτηθεί αν σε αυτό το λεπτό χωρίς εκούσια συνειδητότητα, θα προλάβαινε να εξοικειωθεί και να παρηγορηθεί με την ιδέα του δικού του θανάτου.