Κείμενο: Μανώλης Νικόλτσιος
Δικηγόρος

Επιμέλεια: Χαρούλα Ξανθοπούλου
Φιλόλογος


Ιστορίες μιας σελίδας, Σελίδα 49

[Ω Ω Ω Ω!] Βγήκε από το ασανσέρ. Πλησίασε την πόρτα στο τέλος του διαδρόμου και πήρε το χαρτί με τα κοινόχρηστα. [Τούτη η στενοχώρια] Γύρισε στο ασανσέρ, πάτησε το κουμπί του τρίτου. [Στο δρόμο να ‘χουνε γιορτή. Ω Ω Ω Ω!] Το ασανσέρ κατέβηκε. Με τα κλειδιά του άνοιξε την πόρτα, πέρασε απ’ το σαλόνι. Η μάνα του σιδέρωνε ενώ το ράδιο έπαιζε λαϊκά. [Κι εμείς να ζούμε χώρια]. Γύρισε στο δωμάτιό του. Βεβαιώθηκε ότι έκλεισε καλά η πόρτα και με διακριτικότητα ανασήκωσε το στρώμα του κρεβατιού του. [Αυτό το βράδυ δεν μπορώ] Το σεντόνι λάστιχο έφυγε από τη γωνία. [Γωνιά να βρω ν’ αράξω].

Κάτω από το στρώμα του έκρυψε, μαζί με όλα τα προηγούμενα, το ειδοποιητήριο για τα κοινόχρηστα του Νοεμβρίου. Περίμενε καθισμένος στο κρεβάτι. [Στο δρόμο τον ερημικό].

Χτύπησε το κουδούνι. Η μάνα του παράτησε το σίδερο, άνοιξε την πόρτα.

– Κυρία Ρούλα, πάλι δεν μου φέρατε το χαρτί για τα κοινόχρηστα. Είδα ότι τα ‘χατε μοιράσει σε όλες τις πόρτες.

– Μνήσθητί μου κύριε! Πως γίνεται πάντα σε ‘σένα αυτό βρε παλληκάρι μου. Μισό λεπτό να φωνάξω το γιο μου να στα εκτυπώσει πάλι, αν είναι. Κώστα έλα μια στιγμή.

– Τι τρέχει;

– Πάλι κάποιος πήρε το ειδοποιητήριο του παιδιού από το δώμα. Άντε κάνε έναν κόπο να το τυπώσεις πάλι.

– Ανεβείτε αν είναι και θα σας το φέρω εγώ, μην σας καθυστερώ μέχρι να ανάψω τον υπολογιστή.

– Ευχαριστώ, και συγγνώμη για την αναστάτωση.

Κουμπί. On. Print. Στο σαλόνι το ράδιο παίζει πάλι λαϊκά, το σίδερο βγάζει ατμό. Κουμπί, έκτος, κουδόυνι. [Να βγω και να φωνάξω].