Κείμενο: Δημήτρης Σούκουλης
Συγγραφέας
Επιμέλεια: Στέλλα Πυρένη
Φιλόλογος
Η κανονικότητα δεν είναι ένα λήμμα. Δεν ερμηνεύεται. Δε μεταφράζεται. Δεν εφαρμόζεται συλλογικά. Δεν έχει μία αυστηρά συγκεκριμένη κοινωνική βάση. Δεν είναι φιλοσοφικός όρος. Δεν είναι πολιτικός όρος. Η κανονικότητα έχει ατομική έννοια και αυστηρά προσωπική σημασία ή τουλάχιστον η ερμηνεία της. Το άτομο συντονίζεται στο απόφθεγμα κι αυτό διυλίζεται και διαμερίζεται εντός του ανάλογα με τους προσωπικούς βιωματικούς καταλύτες του ίδιου του ατόμου. Τεντώνει και μαζεύεται λάστιχο στην καθημερινή μας ζωή και μας κάθεται ως ελαστικό κολάν αναλόγως. Τονίζονται επίκτητες ατέλειες φόβοι και συμπλέγματα. Εσωτερικά, είμαστε όμορφοι γιατί είμαστε μοναδικοί και σπάνιοι. Η κανονικότητα δεν είναι κοινωνιολογικός όρος μιας επιστημονικής θεωρίας. Είναι σλόγκαν μιας ρεκλάμας που φωτίζει τα ερείπια του «σύγχρονου ατόμου» του χωριού όπως και της κάθε αστικής μικρογειτονιάς ανά την επικράτεια. Η προκήρυξη απλά βρήκε πρόσφορο και γόνιμο έδαφος και φυσικά δεν είναι σύγχρονο φαινόμενο. Η κανονικότητα θα μπορούσε άνετα κι επιτυχώς να παραλληλιστεί, αν όχι να τακτοποιηθεί άρρηκτα, με τη μεσσιανική φοβέρα σκοτεινού ψευδοπροφήτη για την εγκατάλειψη κάθε ελπίδας, φιλοδοξίας, ψευδαίσθησης, ονείρου, ανάσας, ενσυναίσθησης για τον διπλανό, τον σύζυγο, τον γιο ή την κόρη, τον ομοκρέβατο, εγκατάλειψη κάθε προσπάθειας αλλαγής για τον εαυτό μας. Ήρθε και διακηρύττει σε καφενεία και πλατείες πως όλα είναι μάταια και να γυρίσουν όλοι στα σπίτια τους. Να κλείσουν τα παράθυρα και τις πόρτες. Αυτό που τους βαραίνει δεν είναι το ουράνιο στερέωμα, δεν υπάρχει το άπειρο πέρα από αυτό που βλέπουν μα μόνο ένα τσιμεντένιο στέγαστρο, η τούβλινη ταράτσα, η κεραμιδένια σκεπή και παντού, ολόγυρα, παραπετάσματα, κουρτίνες και κεραίες. Όρια. Όρια ορατά, όρια αόρατα.
Εγώ γεννήθηκα στην κανονικότητα. Δεν είδα τον προφήτη. Δε συνομίλησα μαζί του, ούτε αντιπαραβλήθηκα. Είδα όμως τα ευαγγέλιά του απλωμένα στο τραπέζι πριν την άφιξή μου στα εγκόσμια. Σκορπισμένα στο πάτωμα, στα δωμάτια, δίπλα και κάτω από το κρεβάτι, όπως τα χέρια τα άφησαν να πέσουν βυθισμένα από τη θολούρα της απόγνωσης, της αυτοεγκατάλειψης. Μου τα διηγήθηκαν άλλοι που είχαν ήδη γίνει απαθείς θιασώτες του εαυτού τους και μυητές του προφήτη, ορκισμένοι ακόλουθοί του. Αυτό πρεσβεύει η κανονικότητα. Δε χρειάζεται γερό μνημονικό. Η φόρμουλά της είναι απλή και εύκολα αναπαραγόμενη στη νιοστή δύναμη. Αρκεί κανείς να την αφήσει να φωτοτυπείται στην καθημερινότητά του. Τα δόγματά της, οι συμπερασματικές της καταλήξεις θα επιβεβαιώνονται πια αυτόματα. Ή ακόμα καλύτερα ο εγκέφαλος θα τις βλέπει να επαληθεύονται διαστρεβλώνοντας τις εξωτερικές συνθήκες, καταπιέζοντας τις εσωτερικές αντιστάσεις. Οι καπνοί της δεν έχουν παυσίλυπες αναλγητικές δράσεις αλλά δρουν λιμπιντικά για γρήγορες και βίαιες εκτονώσεις της σάρκας, των μυών που ψάχνουν φταίχτη, αποδιοπομπαίο. “Πυξ λαξ”, γιατί η επιβολή της κανονικότητας ενέχει βιαιοπραγία. Η βία αποτελεί όχι τον αυτοσκοπό της αλλά αποτελεί τα παράγωγά της, τα απόβλητα της εσωτερικής διεργασίας, της καταπίεσης: το μίσος, η αποστροφή, ο φθόνος σε οποιονδήποτε φαίνεται πως αντιστέκεται και διάγει μια ζωή διαφορετική εκτός των πλαισίων, αποκλίνει από τους κανόνες. Τα υπόλοιπα είναι ημίμετρα. Η αυτοθυσία γίνεται δρομαίως και καλπάζοντας γιατί δεν αφήνει όρια για αναθεωρήσεις. Δεν χωρεί δεύτερη σκέψη. Το χέρι σηκώνεται υπναλέα.
Εγώ τράφηκα στην κανονικότητα, αλλά για προσωπικούς λόγους την έφτυσα κουταλιά κουταλιά στο πιάτο αυτών που μου την προσέφεραν, γιατί η γλώσσα μου γύριζε ανάποδα και αναστρεφόταν στον ουρανίσκο όπως του μοσχαριού που υποφέρει από σπογγώδη εγκεφαλοπάθεια, γιατί είχε κάθε φορά να αντιλέγει κι όχι πάντοτε φραστικά. Κάτι, απλά, χωρίς μια νομοτέλεια, είχε πάει στραβά ή -ακόμα καλύτερα- στη δική μου περίπτωση, η άγνοια σώζει. Απέκτησα λοιπόν αντισώματα και γνωρίζω τις μορφές που αποκτά ανά καιρούς. Τη φύση της, το καρκινικό της κύτταρο. Κανονικότητα είναι η πράξη της οργισμένης αυτολύπησης για όσα δε μπορέσαμε να καταφέρουμε. Η πικρή της υπόγευση. Η εξιλέωσή μας και η φευγαλέα αυτοδικαιολόγηση. Μια ψεύτικη φιλευσπλαχνία προς τον εαυτό μας, δόλια αυτοσυγκράτηση, η οποία οδηγεί στην προσωπική καταστροφή, στον αφανισμό της ύπαρξης, αφού αυτή πρώτα έχει περάσει αλλεπάλληλες διπολικές τάσεις. Και είναι η ύστατη προδοσία του πραγματικού μας εαυτού. Και είναι Ars Universalis.
Η κανονικότητα είναι το κρυφό κλάμα στις γωνίες πίσω από την πόρτα, ενώ το χέρι, αδύναμο, σφίγγει το πόμολο. Κρίμα, κι αυτή τη φορά κανείς δε φεύγει.
Κανονικότητα είναι ο εγκλωβισμός και η αυτοτιμωρία. Το ηθελημένο αδιέξοδο. Το στραπατσαρισμένο όνειρο. Η εγκατάλειψη σε νάρθηκες και μπαστούνια.
Κανονικότητα είναι τα όμορφα και τα νοικοκυρεμένα. Τα παστρικά. Η γυαλάδα της επιφάνειας.
Τα μάτια άδεια μα τα χέρια γεμάτα, το στομάχι χωρίς πάτο.
Ο χοντρός κώλος της γειτόνισσας και η ντουζίνα κότες της όπως γυαλίζουν στο άπληστο μάτι.
Το άτιμο θηλυκό. Η καπατσοσύνη του διπλαρώματος. Το αρσενικό που ζέχνει τραγίλα κι ο θλιβερός του ρόλος.
Η επίσημη γκόμενα της Κυριακής και των εορταστικών περιστάσεων, της σαββατιάτικης εξόδου. Η κρυφή των μεσοβδόμαδων συνευρέσεων.
Η επιτυχής ωορρηξία της εφήβου. Ο πρησμένος μαστός. Η περίσταση της αγοραπωλησίας.
Η ενοχική συνουσία. Η αμαρτία. Η μετάνοιά της. Η λιμπιντική αυταπάρνηση.
Τα στριπτιτζάδικα της εθνικής. Τα πανηγύρια στα προαύλια της εκκλησίας. Η φωνή της λαϊκής αοιδού που προσκαλεί για γουρνοπούλα και μπύρα παγωμένη.
Οι πρεσβείες των Οσίων και των Μαρτύρων.
Κανονικότητα είναι το μίσος στο διαφορετικό, σε όποιον, αντίθετα με εμάς τους τελματωμένους, ξέφυγε και δεν έχουμε νεότερα. Το δεύτερο πληγώνει πιο πολύ. Οι μυθοπλασίες κάποια στιγμή κουράζουν με τις αβάσιμες εικασίες τους.
Κανονικότητα είναι η μετάθεση των στιγμών σε ένα μέλλον απροσδιόριστο και χαώδες. Η Βασιλεία των Ουρανών.
Κανονικότητα είναι η δυσθυμία στην υπερβολή των λέξεών μου, στο αυταπόδεικτό τους.