Κείμενο: Μαρία Ζωγράφου
Πτυχιούχος Τμήματος Φιλοσοφίας, Παιδαγωγικής και Ψυχολογίας
Επιμέλεια: Μαρία Κουσαντάκη
Συνθετική Ψυχοθεραπεύτρια- Ψυχολόγος
Τα τελευταία χρόνια, η διαταραχή ελλειμματικής προσοχής – υπερκινητικότητας (ΔΕΠ-Υ) αποτελεί μία από τις πιο διαδεδομένες νευροαναπτυξιακές διαταραχές της παιδικής και εφηβικής ηλικίας. Ειδικότερα, η συμπτωματολογία της ΔΕΠ-Υ συνιστά παράγοντα κινδύνου και συνεχίζει να επηρεάζει τη λειτουργικότητα των παιδιών στην εφηβεία (Wilmshurst, 2011).
Η ΔΕΠ-Y συνδέεται με την ωρίμανση του κεντρικού νευρικού συστήματος και εμφανίζεται σταθερά με ειδικές γνωστικές δυσλειτουργίες (Κουμούλα, 2012). Ειδικότερα, τα τρία κυρίαρχα συμπτώματα της ΔΕΠ-Υ καταγράφονται ως απροσεξία, υπερκινητικότητα και παρορμητικότητα (Wilmshurst, 2011).
Οι έφηβοι με ΔΕΠ-Υ βιώνουν έντονες σωματικές και ψυχολογικές αλλαγές και αντιμετωπίζουν προκλήσεις στον τομέα της εκπαίδευσης και της κοινωνικοποίησης. Οι προκλήσεις αυτές σε συνδυασμό με το μειωμένο αυτοέλεγχο και τη χαμηλή αυτοεκτίμησή τους, δυσχεραίνουν την καθημερινή τους ζωή. Έτσι, οι έφηβοι με ΔΕΠ-Υ καθίστανται πιο ευάλωτοι στην εκδήλωση συννοσηρών διαταραχών, όπως είναι οι διαταραχές της διάθεσης και συγκεκριμένα η κατάθλιψη (Κάκουρος & Μανιαδάκη, 2012).
Η εφηβεία είναι το αναπτυξιακό στάδιο, κατά το οποίο συντελούνται βιολογικές και ψυχολογικές αναπτυξιακές μεταβολές. Περίπου το 85% των έφηβων μαθητών εξακολουθούν να παρουσιάζουν συμπτώματα της ΔΕΠ-Υ. Αν και οι έφηβοι δεν παρουσιάζουν μεγάλη υπερκινητικότητα, συχνά χαρακτηρίζονται από ανωριμότητα, απροσεξία, παρορμητικότητα και εσωτερική ανησυχία (Κουμούλα, 2012).
Ειδικότερα, η κατάθλιψη στην εφηβεία εμφανίζεται με αυξημένη συχνότητα. Τα ποσοστά της κατάθλιψης αυξάνονται από 2% στην παιδική ηλικία σε 4% – 7% στην εφηβεία (Wilmshurst, 2011). Σύμφωνα με το DSM-IV-TR, η εφηβική κατάθλιψη περιλαμβάνει την ψυχοκινητική επιβράδυνση/ υπερυπνία και τις παραισθήσεις. Στην πλειονότητά τους οι έφηβοι παρουσιάζουν τον μελαγχολικό (ανηδονικό) τύπο κατάθλιψης (Wilmshurst, 2011). Σύμφωνα με έρευνες, περίπου το 3% των εφήβων βιώνουν μείζονα κατάθλιψη, μια σοβαρή μορφή ψυχολογικής διαταραχής με έντονη συμπτωματολογία και μεγάλη χρονική διάρκεια (Feldman, 2011).
Οι έφηβοι μαθητές με κατάθλιψη παρουσιάζουν ευερεθιστότητα και νευρικότητα, που δημιουργούν εντάσεις στις διαπροσωπικές σχέσεις τους. Ακόμη, η δυστυχία και η θλίψη τους εκφράζεται συχνά μέσα από τις σωματικές ενοχλήσεις (πονοκέφαλοι, κοιλιακοί πόνοι). Η χαμηλή αυτοεκτίμηση των εφήβων οδηγεί σε αυστηρή κριτική για τον εαυτό. Αντίστοιχα, η σταδιακή μείωση των σχολικών επιδόσεων μπορεί να εντείνει την εκδήλωση καταθλιπτικών συμπτωμάτων. Μάλιστα, η σχολική φοβία κατά τη διάρκεια της εφηβείας συνιστά σοβαρή ένδειξη κατάθλιψης. Επιπλέον, οι διαταραχές της διαγωγής μπορεί να ισοδυναμούν με κατάθλιψη, αφού οι έφηβοι εκδηλώνουν βία και επιθετικότητα ή κάνουν χρήση τοξικών ουσιών (Λαζαράτου & Αναγνωστόπουλος, 2001). Ως προς το φύλο, τα κορίτσια εφηβικής ηλικίας εμφανίζουν υψηλότερα ποσοστά κατάθλιψης. Συγκριτικά με τα αγόρια, τα κορίτσια συνήθως αντιδρούν στο άγχος με εσωστρέφεια, βιώνοντας συναισθήματα απόγνωσης και απελπισίας. Αντίθετα, τα αγόρια εκτονώνονται για να αποβάλλουν το στρες, προβαίνοντας σε παρορμητικές και επιθετικές ενέργειες (Feldman, 2011).
Γι’ αυτό το λόγο, είναι απαραίτητο οι γονείς και οι εκπαιδευτικοί να υποστηρίζουν συναισθηματικά τους εφήβους με ΔΕΠ-Υ προκειμένου να αναπτύξουν την εμπιστοσύνη και την ανιδιοτελή αγάπη προς τον εαυτό τους.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ
Feldman, R. S. (2011). Εξελικτική Ψυχολογία: Δια βίου ανάπτυξη, Τόμος 1, (Επιμ. Η. Μπεζεβέγκης). Αθήνα: Gutenberg.
Wilmshurst, L. (2011). Εξελικτική Ψυχοπαθολογία: Μία Αναπτυξιακή Προσέγγιση, (Επιμ. Η. Μπεζεβέγκης). Αθήνα: Gutenberg.
Κάκουρος, Ε. & Μανιαδάκη, Κ. (2012). Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής Υπερκινητικότητας : Θεωρητικές προσεγγίσεις & θεραπευτική αντιμετώπιση. Αθήνα: Gutenberg.
Κουμούλα, Α. (2012). Η εξέλιξη της διαταραχής ελλειμματικής προσοχής –υπερκινητικότητας (ΔΕΠΥ) στον χρόνο, Ψυχιατρική, 23, 49-59.
Λαζαράτου, Ε. & Αναγνωστόπουλος Δ.Κ. (2001). Εφηβεία και κατάθλιψη. Αρχεία Ελληνικής Ιατρικής, 18 (5), 466 –474.