Κείμενο: Δημήτρης Σούκουλης
Συγγραφέας

Επιμέλεια: Στέλλα Πυρένη
Φιλόλογος


Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα μυρμηγκάκι. Κέλτης. Ξανθό και ξεσπρουλιάρικο. Με ένα κοτσιδάκι στο κεφάλι σαν πομολάκι από κομοδίνο, σαν θημωνιά από στάχυα που τα έχουν δέσει σφιχτά με λινάρι και στην κορυφή ανοίγονται τσούφες. Τόσο ξανθό, ολόξανθο, όπως τα καμένα μαλλιά από περμανάντ και οξυζενέ που η κομμώτρια, από την πολυλογία, ξέχασε στη φυσούνα κι η δόλια η πελάτισσα έμεινε να ψήνεται και να καπνίζει. Ντουμάνι η μία το τσιγάρο της, ντουμάνι και η άλλη λευκαντικούς ατμούς από τα μαλλιά. Μην πείτε την ανοησία ότι ήταν φυσικό να είναι ξανθό, αφού πηγαινοέρχεται ολημερίς κάτω από τον ήλιο, γιατί το μυρμηγκάκι είχε την τύχη να κατοικεί σε υπερβόρειες χώρες, παγωμένες και βροχερές τη μεγαλύτερη περίοδο του χρόνου και ο ήλιος δεν το πολυέβλεπε. Μα ακόμα κι όταν αυτός έβγαινε, ήταν χλιαρός σαν αφέψημα που το έχει κάποιος ξεχάσει στο τραπέζι σκεπασμένο με το πιατελάκι του.

Το μυρμηγκάκι μίλαγε μόνο κέλτικα και, αν δεν ξέρετε πώς είναι τα κέλτικα, είναι σαν να μιλάς με στραγάλια μπουκωμένος στο στόμα, χωρίς όμως να τα φτύνεις μασημένα στη μούρη του άλλου και χωρίς να βάζεις την παλάμη μπροστά στο στόμα. Τόση επιτήδευση και δεξιοτεχνία! Δύσκολο πράγμα να το καταφέρει κανείς. Αν δε με πιστεύετε, προσπαθήστε το κι εσείς. Χώστε μια χούφτα στραγάλια ή όποιους άλλους ξηρούς καρπούς θέλετε —καρύδια, αμύγδαλα, φιστίκια— μασήστε τα καλά – καλά και πριν τα καταπιείτε προσπαθήστε να μιλήσετε. Ε, δε γίνεται. Δυσκολοκατόρθωτο. Ίσως μόνο μετά από πολλή πρακτική και πρόβες, αλλά και πάλι όλο και κάποιο ψίχουλο να είστε σίγουροι θα σας ξεφύγει από την άκρη των χειλιών. Και σίγουρα δε θα είναι για φίλημα, μέρες που έρχονται. Κι αυτό δεν το λέω εγώ που σας αφηγούμαι αυτή την ιστορία αλλά το ίδιο το μυρμηγκάκι, το οποίο κατά τη διάρκεια της ημέρας συνήθιζε να φιλοσοφεί και να παραμιλάει, να αγορεύει και να ρητορεύει, χωρίς όμως να κεντρίζει το ενδιαφέρον των άλλων μυρμηγκιών, καθώς ήταν πολύ απασχολημένα. «Είναι λόγω έμφυτου τακτ. Εμ, βέβαια. Όπως και να το δεις, από όπου και να το πιάσεις, δεν εξηγείται αλλιώς. Χρειάζεται προπόνηση να σου βγαίνουν σφυριχτά οι λέξεις και να συρίζεις σαν βαλβίδα χύτρας ταχύτητας χωρίς να φτύνεις λέξεις και να σου τρέχουν σάλια. Κι όλα αυτά χάριν διακριτικότητας και πολιτισμού που μας διακρίνει εμάς τους Κέλτες, βεβαίως».

«Σσσς, άχντρουγκ! Ασσςς!», είπε και κοίταξε κατάματα ένα μεγάλο μυρμήγκι που κουβαλούσε ένα μεγάλο σπόρο βρώμη από μπάρα δημητριακών μισοφαγωμένη και για λίγο δεν το τσαλαπάτησε. Από τον φόβο και την τρομάρα που πήρε, του χαλάρωσε το λαστιχάκι από τσίχλα με το οποίο είχε δέσει το κοτσιδάκι κι αυτό από την ανατριχίλα ξεβούρλισε κι έπεσε μπροστά στο μέτωπο σαν φράντζα. «Φιου, φιου», ξεφύσησε που είχε γλιτώσει από τον κίνδυνο. Το μεγάλο μυρμήγκι κάτι ψέλλισε αλλά δεν κοντοστάθηκε. Κι ευτυχώς, δηλαδή, γιατί σίγουρα θα του τα έψελνε και ίσως μπορεί και να το καταχέριζε. Ποιος, όμως, από το ζωικό βασίλειο θα έμπαινε στον κόπο να τις βρέξει σε ένα μικρό και καχεκτικό μυρμηγκάκι; Μισή χαψιά ήταν. Σέκος θα έμενε το δύσμοιρο. Αν ζούσε στη Μεσόγειο θα έλεγαν πως πάσχει από μεσογειακή αναιμία και θα ‘ταν αναγκασμένο να τρώει μόνο σπανακόρυζα και να κάνει μεταγγίσεις αίματος.

Πράγματι, το μυρμηγκάκι ήταν πολύ στενό στις πλάτες και είχε γάμπες οδοντογλυφίδα, οστέινα χέρια και καμηλοπάρδαλης λαιμό να στηρίζει ένα τεράστιο κεφάλι σαν γλόμπο πυρακτώσεως. Από κρέας δεν είχε πάνω του γραμμάριο. Επειδή ακριβώς ήταν μία χαλκομανία, όταν έπεφτε ο ήλιος δεν έκανε σχεδόν σκιά. Γι’ αυτό το λόγο και τα υπόλοιπα μυρμήγκια δεν του είχαν αναθέσει κάποια βαριά εργασία. Τι θα μπορούσε, άλλωστε, να κάνει αδύναμο όπως ήταν; Μόνο όταν βαριόταν να μονολογεί και να απαγγέλλει, του είχαν επιτρέψει τις ώρες αιχμής να κάθεται στο στόμιο της φωλιάς τους και να κάνει τον τροχονόμο καθώς διασταυρώνονταν τα καραβάνια από διάφορα σημεία του χωματόδρομου και ακριβώς πάνω από τον λοφίσκο της εισόδου συχνά – πυκνά παρατηρούνταν αύξηση της κίνησης και κυκλοφοριακό κομφούζιο. Και φυσικά δεν έλειπε και κανένας καβγάς. Καθισμένο σε μία πέτρα, με ένα ξυλαράκι από σάψαλο, έδινε διαταγές και κανόνιζε τις προτεραιότητες: πρώτα τα όσπρια, μετά εκείνα που μεταφέρουν δημητριακά κι έπειτα οι αχθοφόροι με τις τροφές τις πιο ελαφριές: ψίχουλα από ψωμί, γαριδάκια, πατατάκια, ποπ κορν και μικρά κυβάκια ζάχαρη και χρωματιστό μαλλί της γριάς.

Η μυρμηγκοφωλιά, όπως θα έχετε ήδη καταλάβει, είχε την τύχη να έχει κτισθεί δίπλα στο παραδρομάκι που απλωνόταν παράλληλα στην εθνική ταχείας κυκλοφορίας. Μπορεί να τους έτρωγε η βουή και η αντάρα από τα ελαστικά των αυτοκινήτων και τα κορναρίσματα νύχτα – μέρα, αλλά το δρομάκι τους ήταν γεμάτο από σκουπίδια: σακουλάκια από σνακ να γλείφεις τα δάχτυλα, χαρτοσακούλες από τυροπιτάδικα γεμάτες λαχταριστή βουτυράτη σφολιάτα, χαρτάκια από σοκολάτα αμυγδάλου και γκοφρέτες, συσκευασμένα σάντουιτς και ατομικές σαλάτες. Έτσι, τα μυρμήγκια ήταν μονίμως απασχολημένα και μονίμως χορτασμένα. Από την άλλη πλευρά του χωματόδρομου ήταν μία τάφρος η οποία στράγγιζε όλα τα επιφανειακά νερά της βροχής και το στόμιο της φωλιάς παρέμενε ανοιχτό χειμώνα – καλοκαίρι. Μόνο όταν χιόνιζε και η είσοδος της μυρμηγκοφωλιάς έφραζε από κρούστα πάγου τα μυρμήγκια παρέμεναν βαθιά στα έγκατα της γης και έτρωγαν «εκ των ενόντων» καθώς λένε τα πιο σπουδαγμένα από αυτά.

«Τόσα πράγματα, τόσα καλούδια, αλμυρά και ζαχαρωτά, πότε θα προλάβουμε να τα φάμε;» αναλογιζόταν το μυρμηγκάκι όταν έπεφτε η δουλειά της φορτοεκφόρτωσης και τα τελευταία μυρμήγκια – εργάτες μαζεύονταν στα λαγούμια τους για να φάνε το βραδινό τους και να πέσουν ξεροί και κατάσκοποι για ύπνο.
»Σήμερα, που ο εξερευνητής ανακάλυψε ένα χάμπουργκερ πεταμένο από το παράθυρο ενός αυτοκινήτου, με μπιφτέκι και τουρσί, χρειάστηκε να ανοίξουν κι άλλο λαγούμι για να χωρέσει ολάκερο. Άσε που ο συντονισμός με έκανε να χάσω τα λογικά μου. Μια χάβρα. Ένας χαμός. Κανείς δε με άκουγε. Όχι από εκεί το ψωμί, το αγγούρι στα δεξιά, αριστερά και μετά δεξιά το κρέας, το τυρί στα πάνω διαμερίσματα, χαλάει το τσένταρ εύκολα, είναι για να καταναλωθεί άμεσα, με τον κωλο πάρ’ το, θα βρεις στη ρίζα. Θεέ μου, ποιος σου είπε να μεταφέρεις το dressing σε φύλλα; Χρειαζόταν τώρα να μαζέψετε ακόμα κι αυτό; Το μισό χύθηκε έξω. Στάζει καλέ και χύνεται! Το Θεό σας δεν έχετε! Στο έλεγα πως θα γλιστρήσεις… Τι είπες; Πώς να με ακούσεις, βρε, που είσαι πασαλειμμένος από την κορφή μέχρι τα νύχια; Κακό πράγμα η απληστία. Και μια μπόχα από τα λίπη και τις τσίκνες. Δεν το χωράει ο νους μου ότι κάτω στη φωλιά μας είναι ένα ολόκληρο χάμπουργκερ! Δηλαδή, αν πετούσε κάποιος χορτάτος φορτηγατζής ένα ολόκληρο κοτόπουλο σουβλιστό, ήμασταν ικανοί να θάβαμε μια ολόκληρη κότα; Κι αν οι κότες ήταν δύο κι όχι μια; Ζευγάρι; Κοτέτσι ολόκληρο; Κι αν μας βρισκόταν μία σούβλα κοκορέτσι; Ή ένα ολόκληρο αρνί έπεφτε από τη σχάρα αυτοκινήτου; Μια γαλοπούλα θρεφτάρι Αμερικής; Δε θέλω να το σκέφτομαι… Χωματερή έχουμε καταντήσει. Δε θέλω να μου περνάει καν από το μυαλό…» είπε το μυρμηγκάκι. Για πρώτη φορά στη ζωή του, φουντωμένο όπως ήταν από τα νεύρα, δεν έδωσε την παραμικρή σημασία στο αξάν των κέλτικων και σκουπίστηκε για πρώτη φορά από τα σάλια που του έτρεχαν από τις άκρες του στόματος. Τόσο απογοητευμένο ήταν!

Εξαντλημένο, στενοχωρημένο, αφού έκοψε δρόμο και δρόμο πήρε και δρόμο άφησε, ακολούθησε το μονοπάτι που οδηγούσε μέχρι τη νησίδα της εθνικής, ήπιε κόκα – κόλα από ένα κουτί που είχε πέσει στο τσιμεντένιο αυλάκι από άσκεφτο οδηγό και παρέμεινε κάμποση ώρα, ανεβασμένο σε ένα κοτσάνι από αγριοράδικο στη μέση της νησίδας να κοιτάει ευθεία το σκοτάδι της εθνικής. Η κίνηση είχε αραιώσει. Πού και πού αναφαίνονταν μέσα στη λεπτή ομίχλη του χειμώνα τα φώτα πορείας των φορτηγών ψυγείων τα οποία ακολουθούσε μετά από λίγα λεπτά ένα ξεσήκωμα αέρα, ένας μικρός στρόβιλος, καθώς προσπερνούσαν το σημείο στο οποίο ήταν καθισμένο. Κατέβηκε από το κοτσάνι και κατευθύνθηκε προς τη μυρμηγκοφωλιά. Απογοητευμένο για την απληστία των συντρόφων του, ξάπλωσε ανάσκελα κάτω από μια μηλιά. Για να πάει να κοιμηθεί μέσα στη φωλιά, ούτε κουβέντα. Κι ας ήταν πιο ζεστά και άνετα.

«Προτιμώ να με βρουν κοκαλωμένο. Δεν είναι ζωή αυτή. Δεν κάνουμε άλλο από το να μαζεύουμε τροφή και να δουλεύουμε χειμώνα – καλοκαίρι, χωρίς μια Κυριακή, από το πρωί μέχρι το βράδυ. Είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο, αφού τώρα πια τη δουλειά τη βλέπουμε και στον ύπνο μας». Αυτά σκεφτόταν και το έπιασε το παράπονο. Αφού ξέσπασε σε ένα κλάμα που φαινόταν χωρίς τέλος, κουλούριασε ανάμεσα στα πόδια του το ραχιτικό του κορμάκι —όλος όλος ένας σκελετός— και κοιμήθηκε στη γυμνή ρίζα ενός δέντρου κάτω από την ξαστεριά του Δεκέμβρη.

Θα ήταν σχεδόν δύο τα ξημερώματα όταν μια στιγμή ακούστηκε ένα τραβηχτό, μακρόσυρτο φρενάρισμα, φώτα από προβολέα που έκαναν ζιγκ – ζαγκ πάνω στα κλαδιά της λεύκας, μετά πάνω του, σχεδόν απειλητικά, έπειτα ξανά στον κορμό, στη ρίζα της λεύκας και ύστερα χάθηκαν στα δεξιά, φωτίζοντας τα ξερά χόρτα του διπλανού χέρσου χωραφιού. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή ακούστηκε ένας γδούπος κι έπειτα πάλι το απόλυτο σκοτάδι.

Πετάχτηκε από τον ύπνο. «Ατύχημα, Θεέ μου», σκέφτηκε. «Μπορεί κάποιος να χρειάζεται βοήθεια», και κατευθύνθηκε προς τα εκεί που είχε ακουστεί ο θόρυβος. Κάθε τόσο ανέβαινε σε σβώλους, σε θάμνους και πόες και προσπαθούσε να διακρίνει στον σκοτεινό ορίζοντα πού είχε συμβεί το ατύχημα. Στο βάθος κάτι λαμπυριζε.

«Συγγνώμη κύριε τυφλοπόντικα», ρώτησε ένα τεράστιο τρωκτικό που έκανε την υπηρεσία του νυχτοφύλακα στη φωλιά τους, καθώς για τις γιορτές είχαν μαζευτεί όλα τα σόγια από τις τέσσερις γωνίες της επαρχίας και κοιμόντουσαν όλα τα ποντίκια στρωματσάδα. Ως γνωστόν οι τυφλοπόντικες συνηθίζουν να κάνουν αρμένικες βίζιτες και δύσκολα ξεκολλούν από εκεί που βρίσκουν θαλπωρή και άφθονο φαγητό.
»Συγγνώμη, κύριε τυφλοπόντικα», ξαναείπε, «και συγγνώμη για την ενόχληση αλλά μήπως ακούσατε κι εσείς έναν θόρυβο»;

«Ε, ναι. Εμ, κάτι άκουσα. Από εκεί κάτι ακούστηκε. Ένας γδούπος. Δε βλέπω καθαρά ούτε και με τα καινούργια μου γυαλιά. Από εκεί ακούστηκε» και χασμουρήθηκε, αφήνοντας να φανούν τα μπροστινά του δόντια. Το μυρμηγκάκι χαιρέτισε και κατευθύνθηκε εκεί που του είχε υποδείξει ο τυφλοπόντικας.

Εκατό μέτρα πιο κει, στην άκρη της δεξιάς λωρίδας, από τη μέσα όμως πλευρά του προστατευτικού κιγκλιδώματος, ανάμεσα σε δύο θημωνιές μουχρίτσα, ένα χαρτόκουτο σκισμένο στις γωνίες κοιτιόταν στο έδαφος. Ο μισοκοιμισμένος οδηγός του ξεσκέπαστου φορτηγού δεν είχε πάρει χαμπάρι ότι είχε χάσει στο εξακοσιοστό έβδομο χιλιόμετρο της εθνικής αρτηρίας, στη μέση του πουθενά ακριβώς, ένα κουτί με το πολύτιμο φορτίο του. Ήταν ένα καφέ κουτί με πράσινα γράμματα που έγραφαν “Προσοχή. Εύθραυστο.” “Χριστουγεννιάτικα στολίδια, ανάμεικτα. Χώρα παραγωγής Κίνα”.

«Μμμ, τι φιγουρίνι! Μμμμ, τι μοντέλο! Μμμμ, τι ντίβα! Μμμμ, μμμοιραία γυναίκα! Μμμ, πώς μου τονίζουν το τούτο μου και το εκείνο μου! Για να με δω ανφάς. Μμμ. Κούκλα. Μμμ, προφίλ, όμως, μου αναδεικνύουν το πρόσωπο! Μμμ, ναι. Μμμ, έτσι θα πηγαίνω. Μόνο προφίλ. Σαν να μου κρύβουν το καμπουρωτό μου ράμφος».
»Σου αρέσουν τα καινούρια μου σκουλαρίκια;» είπε μια κίσσα, η οποία είχε ανέβει στο χαρτόκουτο και ξέθαβε το περιεχόμενό του πετώντας από εδώ κι από εκεί ό,τι δεν της άρεσε.
»Μου στρογγυλεύουν το πρόσωπό. Το κόκκινο πάει με το μαύρο φτέρωμά μου. Το μαύρο είναι κλασικό, πάντα της μόδας. Πηγαίνει με όλα. Δε βρίσκεις;»

«Ναι. Σου πάνε θα έλεγα», της είπε το μικρό κέλτικο μυρμηγκάκι. «Μήπως άκουσες κι εσύ έναν θόρυβο; Έγινε ατύχημα μάλλον κι ήρθα να δω τι γίνεται. Ο τυφλοπόντικας μου είπε ότι ο θόρυβος προερχόταν από κάπου εδώ. Είδες κάτι;»

«Μα ποιο ατύχημα και ανοησίες! Φαίνεται πως είχε μπεκροπιεί πάλι ο τυφλοπόντικας. Στουπί από το μεθύσι. Όνειρο θα έβλεπε. Απλά έπεσε από την καρότσα ενός φορτηγού το κουτί που βλέπεις. Ούτε ατύχημα ούτε τραυματίες και ασθενοφόρα. Είναι το χριστουγεννιάτικό μου δώρο. Όχι, όλα βέβαια. Θα πάρω τα καλύτερα. Θα κάνω διαλογή. Δε χωράνε όλα στη φωλιά μου. Θα πρέπει να ξεσπιτωθώ στο τέλος».

«Χριστουγεννιάτικο δώρο; Χριστούγεννα; Τι είναι αυτά; Δεν την έχω ακούσει ποτέ αυτή την λέξη».

«Χριστούγεννα, αγάπη μου. Χριστούγεννα. Αχ, αυτοί οι χωριάτες! Βουτηγμένοι μέχρι το γόνατο στη γλίτσα και στην αμάθεια! Την άνοιξη, πρώτα ο Θεός, θα σηκωθώ να φύγω. Δεν αντέχω άλλο σε αυτή την επαρχία του πουθενά. Στην πόλη που έμενα πριν μεταφερθώ στην εξοχή, ανάθεμα την ώρα και τη στιγμή που γνώρισα τον κόρακα τον αλήτη και ξεμυαλίστηκα και τον ακολούθησα στας εξοχάς, αυτόν τον παλιολεμέ, το γεωκτηνοτρόφο, έμενα σε ένα δέντρο μιας δεντροστοιχίας στην πιο κεντρική λεωφόρο της πρωτευούσης. Πολύ σικ περιοχή. Καυσαέριο βέβαια και μουντζούρα αλλά τίγκα στα καταστήματα. Απέναντι ακριβώς ήταν τα Hondos Center και ακριβώς δυο βήματα παρακάτω η πιο in καφετέρια. Πολυτελέστατη! Πολυτελέστατη! Αχ, τι χρόνια. Πρωινό με νουγκατίνα σοκολατίνα. Έχεις ιδέα; Να μην σου τα πολυλογώ και σε καθυστερώ κι εσένα…  Αυτή ακριβώς την εποχή, τα Χριστούγεννα που λες, οι άνθρωποι διασκεδάζουν, κάθονται στα σπίτια τους και δε δουλεύουν».

«Κάτι σαν το Σαββατοκύριακο;» ρώτησε το ανίδεο μυρμηγκάκι.

«Ακόμα καλύτερα. Η μεγαλύτερη γιορτή του χρόνου. Τρώνε, πίνουν, χορεύουν. Σκάνε στο φαγητό. Κοιμούνται, σηκώνονται. Πέφτουν και ξανατρώνε. Αύριο πάντως πρέπει να είναι παραμονή, εδώ που τα λέμε. Αχ, ένας κουραμπιές αν μου βρισκόταν… Αχ αχ! Περίμενε και θα σου πω», είπε η κίσσα κοιτάζοντας την ώρα σε ένα χρυσό ρολόι χεριού.

«Κι αυτά είναι τα Χριστούγεννα;» ρώτησε το μυρμηγκάκι, το οποίο δεν πολυκαταλάβαινε τη σημασία των Χριστουγέννων.

«Ε, ναι. Δεν είμαι και εκατό τοις εκατό σίγουρη αλλά αυτά είναι. Γιατί, δεν σου κάνουν;»

«Και πού ξέρω πώς είναι τα Χριστούγεννα εγώ;» είπε το μυρμηγκάκι τρίβοντας τα μάτια του από την αϋπνία.

«Πφφφ, τέλος πάντων. Δε θα ανοίξω τώρα κουβέντες με χωριάτες. Εγώ φεύγω. Αυτά κατά κει είναι δικά μου. Θα περάσω να τα πάρω αργότερα. Τα υπόλοιπα καν’ τα ό,τι θέλεις και βαστάει η καρδιά σου».

Να λοιπόν τι είχαν ανάγκη τα μυρμήγκια. Και ίσως τώρα να ήταν η ευκαιρία. Είχαν ανάγκη από Χριστούγεννα! Είχαν ανάγκη από ξεκούραση. Να σταματήσουν να δουλεύουν ολημερίς και ακόμα όταν κοιμούνται να ονειρεύονται πάλι πως δουλεύουν! Πώς θα μπορούσε, όμως, να τους πείσει πως πρέπει να πάρουν μια ανάπαυλα; Ποιες στρατηγικές θα έπρεπε να σκαρφιστεί για να τον ακολουθήσουν χωρίς να υποπτευτούν τις κινήσεις του και να φανεί δική τους η επιλογή και η απόφαση; Ναι, τα Χριστούγεννα θα ήταν μια καλή ευκαιρία για να τα θεραπεύσει από την απληστία και την εργασιομανία. Να πάρουν μια ανάσα. Να καθίσουν για μια φορά να απολαύσουν τους κόπους τόσων μηνών. Διαφορετικά τα έβλεπε να αρρωσταίνουν ένα – ένα από υπερκόπωση. Κι έπρεπε να βιαστεί, γιατί την επόμενη μέρα ήταν παραμονή των Χριστουγέννων. Στη βράση κολλάει το σίδερο. Εκείνη τη νύχτα, το μικρό μυρμήγκι δεν είχε ύπνο. Σκεφτόταν και μηχανευόταν. Παραμιλούσε και γελούσε μόνο του. Αν το έβλεπε κανείς, θα έλεγε πως πάει κι αυτό. Τα έχασε. Είναι πια για δέσιμο. Η πολλή δουλειά τρώει τον αφέντη.

Το επόμενο πρωί, πριν καλά καλά χαράξει, τα μυρμήγκια άρχισαν να βγαίνουν από τη φωλιά τους και να παρατάσσονται γύρω από το άνοιγμα της για το πρωινό συσσίτιο φορτωμένα με τις τσίγκινες κουραμάνες τους.

«Σταθείτε, σταθείτε! Πού πάτε; Για πού το βάλατε; Έχω ένα μήνυμα! Έχω ένα μήνυμα! Πρέπει να μιλήσω στους υπεύθυνους. Κάντε μου χώρο να περάσω».

«Μήνυμα; Ένα μήνυμα; Από ποιον; Και ποιος είσαι εσύ στο κάτω – κάτω της γραφής που εμποδίζεις την κυκλοφορία;»

«Εεεε, από τον Νομάρχη. Έχω μήνυμα από τον Νομάρχη! Τον ίδιο αυτοπροσώπως!»

«Από τον Νομάρχη; Και ποιος είναι και τι είναι αυτός ο Νομάρχης;»

«Ο Νομάρχης είναι…. Ο Νομάρχης είναι….»

«Ναι, ο Νομάρχης είναι… Ποιος;» είπε ένα τεράστιο μυρμήγκι, ίσως το μεγαλύτερο και το πιο σωματώδες σε όλη τη μυρμηγκοφωλιά.

«Ο Νομάρχης είναι αυτός που αφήνει τα αυτοκίνητα να περνάνε από τον δρόμο. Κάνετε ώρες – ώρες κάτι ερωτήσεις… Μμμ, μούρλια αυτό το μπιζουδάκι. Με αυτό ρίχνω γκόμενο στο δευτερόλεπτο και με κλειστά τα μάτια, χωρίς να χτυπήσω φτερούγα…», είπε η κουτσομπόλα κίσσα, η οποία, μόλις είχε δει κόσμο να μαζεύεται, είχε πλησιάσει και είχε καθίσει πάνω σε ένα κλαδί ενός δέντρου.

«Ναι! Ο κύριος Νομάρχης είναι αυτός ο οποίος αφήνει τα αυτοκίνητα να περνάνε από τον δρόμο. Για τις επόμενες μέρες πρόκειται να κάνει επιθεώρηση για να δει εκ του σύνεγγυς και ιδίοις όμμασι την κατάσταση του δρόμου. Των τάφρων και των φρεατίων. Του οδοστρώματος. Της ασφάλτου».

«Μπορεί να έρθει και να κάνει οτιδήποτε του κάνει ευχαρίστηση. Εμάς τι μας νοιάζει;» πετάχτηκε ένα άλλο μυρμήγκι, τεραστίων διαστάσεων κι αυτό, το οποίο ήταν γνωστό ότι έκανε body building.

«Μας νοιάζει και μας πολυνοιάζει και μας κόφτει ο κώλος μας. Άκου εκεί δε μας νοιάζει! Αφού μίλησα αυτοπροσώπως με τον κύριο Νομάρχη. Όλες οι μυρμηγκοφωλιές κατά μάκρος και κατά πλάτος της εθνικής θα μπαζωθούν αν δεν είναι καθαρές και στην εντέλεια. Θα τσιμεντωθούν ακόμα κι αυτές οι οποίες θα θεωρηθούν από το επιτελείο των ελεγκτών ακατοίκητες».

«Μα η δικιά μας κατοικείται!»

«Ναι μπορεί να κατοικείται αλλά όπως πηγαινοερχόμαστε σκυφτοί και κουρασμένοι, η φωλιά μας σε έναν που θα ρίξει μια γρήγορη ματιά, σχεδόν τρέχοντας και ίσως και με βαριεστιμάρα να φανεί πως είναι ερημωμένη. Δε νομίζω να έχει τη διάθεση να μας μετρήσει κιόλας ένα προς ένα. Σίγουρα κάποιος γραφειοκράτης θα έρθει από το τμήμα συγκοινωνιών. Μας βλέπω τσιμεντωμένους όλους!»

Εκεί τα μυρμήγκια πάγωσαν. Κοίταζαν το ένα το άλλο με τρόμο!

«Και πότε θα γίνει η επιθεώρηση; Σήμερα;»

«Και βέβαια σήμερα, αν δεν έχει γίνει ήδη χθες! Μπορεί να γίνει βέβαια και αύριο ή και μεθαύριο. Για σιγουριά ας πούμε από σήμερα και για μια εβδομάδα, για να είμαστε μέσα!»

«Ααααα», έκαναν εν χορώ όλα τα μυρμήγκια!

«Και τι προτείνεις να κάνουμε; Υπάρχει καμιά λύση;»

«Θα σας πω αμέσως τι σκέφτηκα. Χθες ένα κουτί με στολίδια και λαμπιόνια με μπαταρίες έπεσε πιο κει, λίγο πιο πέρα από την ελιά. Προτείνω να πάμε και να τα πάρουμε. Θα στολίσουμε τη φωλιά μας, ώστε να τη βλέπουν από τον δρόμο τα διερχόμενα αυτοκίνητα. Έπειτα, αφού στολίσουμε και καθαρίσουμε, θα ξεσκονίσουμε τους γιούκους και θα στρώσουμε κουβέρτες και ριχτάρια. Θα βγάλουμε έξω όσα τρόφιμα έχουμε μαζέψει και θα τρώμε και θα πίνουμε, έτσι ώστε μόλις έλθουν οι επιθεωρητές θα μας δουν πολυπληθείς και θα γλιτώσουμε το τσιμέντωμα».

Κι έτσι ακριβώς έγινε. Παραμονές Χριστουγέννων τα μυρμήγκια καθάρισαν, ξέπλυναν τις λίγδες με λάστιχο και βούρτσες, άπλωσαν κουβέρτες και πλουμιστά παπλώματα που τα φύλαγαν για ιδιαίτερες περιστάσεις, έβγαλαν χαλάκια από την Περσία και όλες τις οικοσκευές. Υψωνόταν στον ουρανό και καμάρωνε το κοτσιδάκι του μυρμηγκιού από τη χαρά! Αν μπορούσε να ξεφωνίσει, σίγουρα θα το έκανε.

«Οι μικρές μπάλες από εδώ, οι μεγάλες από εκεί. Στοπ! Προτεραιότητα στη γιρλάντα! Τρεις γύρους να τη φέρετε πάνω στον θάμνο. Τραβάτε τα φωτάκια. Προσοχή στις μουχρίτσες. Τελευταίος έλεγχος για τα φωτάκια. Με το τρία. Ένα. Δύο. Τρία. Υπέροχα!»

«Μα έχει και μουσική! Ααααα! Θα μας κρατάνε συντροφιά και τη νύχτα!» έκπληκτα αναφώνησαν.

Να μην τα πολυλογώ τι έγινε μετά γιατί θα το φαντάζεστε. Συνέβη όμως κι ένα άλλο πράγμα, ένα μικρό θαύμα, που σίγουρα δεν το γνωρίζετε μιας και δεν ήσαστε παρόντες. Όταν όλα ήταν έτοιμα το μεσημέρι και τα μυρμήγκια είχαν αρχίσει να τσιμπολογούν τα ορεκτικά και σιγά – σιγά να περνούν στο πρώτο πιάτο, από το μισανοιγμένο καλάθι ενός μοτοσικλετιστή, σπινάροντας και γκαζώνοντας πάνω στη στροφή με μια άτσαλη μανούβρα, εκσφενδονίστηκε ένα πακετάκι με κόκκινο φιόγκο γεμάτο λαχταριστά σιροπιαστά μελομακάρονα, πασπαλισμένα με ψιλοτριμμένο καρύδι.

«Αχ, Πανάθεμά σας! Με συγκινήσατε. Τι μου θυμίσατε τώρα!», είπε η κίσσα η οποία είχε αυτοπροσκληθεί, γιατί γενικά ήταν τύπος της προσκολλήσεως.

«Με συγκινήσατε! Θυμήθηκα τα Χριστούγεννα που είχα κάνει τέσσερα χρόνια πριν. Σκασμένα! Αχ!» και πασπαλιζόταν με μπόλικη πούδρα για να φτιάξει τη μούρη της και να στεγνώσει τα δάκρυά της.

Εδώ τελειώνει η αφήγησή μου, γιατί αρχίζει η δική σας. Τα δικά σας Χριστούγεννα κι η δική σας Πρωτοχρονιά. Δε σας δίνω ευχές. Να τη βρείτε μόνοι σας αυτές τις μέρες και να τολμήσετε να ευχηθείτε τις βαθύτερες επιθυμίες, από αυτές που δεν τολμάμε να εξομολογηθούμε στον εαυτό μας την ημέρα ή να νικήσετε τον πιο ριζωμένο μέσα σας φόβο!