Κείμενο: Χριστίνα Βαϊζίδου
Ψυχίατρος- Ψυχοθεραπεύτρια
Επιμέλεια: Μαρία Κουσαντάκη
Συνθετική Ψυχοθεραπεύτρια- Ψυχολόγος
Οι διεθνείς στατιστικές δείχνουν μία αυξημένη συχνότητα εμφάνισης της κατάθλιψης με την πρόοδο της ηλικίας. Οι εκτιμήσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (WHO) τοποθετούν τα ποσοστά της κατάθλιψης στην τρίτη ηλικία μεταξύ 10 % και 20 % (Rangaswamy, 2001). Το ποσοστό ποικίλει, αναλόγως του πολιτισμικού περιβάλλοντος διαβίωσης. Εμφανίζουν συμπτώματα όπως δυσφορία, μελαγχολία, διαταραχές της όρεξης και του ύπνου.
Μία καταθλιπτική αντίδραση δε θα πρέπει να θεωρείται ως μία φυσιολογική διεργασία στην τρίτη ηλικία (Laux, 1999). Ένα μεγάλο ποσοστό ηλικιωμένων καταφέρνει να προσαρμόζεται με επιτυχία στις μεταβολές που συμβαίνουν σ’ αυτό το στάδιο της ζωής. Η ανάπτυξη της κατάθλιψης στους ηλικιωμένους εξαρτάται από το βαθμό θετικών ενισχύσεων από το περιβάλλον και ευχάριστων δραστηριοτήτων.
Οι μεταβολές αυτές και τα ζητήματα που έχουν σημασία για την ψυχολογία των ηλικιωμένων αφορούν κυρίως στο γηρασμένο σώμα, στην έννοια του θανάτου και στην έννοια της μοναξιάς. Οι άνθρωποι, προϊούσης της ηλικίας έρχονται αντιμέτωποι με απώλειες, όπως η απώλεια του ρόλου του επαγγελματία μετά τη σύνταξη, η απώλεια της κοινωνικής θέσης, του εισοδήματος, η απώλεια του συντροφικού ρόλου λόγω έκπτωσης της σεξουαλικότητας, η απώλεια φίλων και η κοινωνική απομόνωση λόγω θανάτων καθώς και πιθανόν η απώλεια ανεξαρτησίας λόγω σωματικής νόσου. (Alexopoulos, 2005). Η συνταξιοδότηση είναι πολύ συχνά η πρώτη περίοδος εμφάνισης καταθλιπτικών διαταραχών, λόγω απώλειας της αίσθησης της χρησιμότητας, του προγράμματος και γενικά των όσων προσέφερε ο ρόλος του ενεργού επαγγελματία.
Η αναγνώριση και διάγνωση της κατάθλιψης στους ηλικιωμένους είναι πολλές φορές δύσκολη λόγω της άτυπης εμφάνισης και της προτεραιότητας αντιμετώπισης των σωματικών προβλημάτων. Η κατάθλιψη στην τρίτη ηλικία εμφανίζεται πιο συχνά με τη μορφή σωματικών συμπτωμάτων και γνωστικών δυσλειτουργιών (Schneider & Nesseler, 2011). Οι περισσότεροι ασθενείς αλλά και οι συγγενείς τους δεν αναγνωρίζουν ότι πίσω από διάφορες εκδηλώσεις που αφορούν στην καθημερινότητα, όπως η κοινωνική απόσυρση, μπορεί να κρύβεται μία κατάθλιψη, με αποτέλεσμα οι άνθρωποι αυτοί να μην αναζητούν ποτέ βοήθεια. Μόνο ένα μικρό ποσοστό των ηλικιωμένων λαμβάνει κατάλληλη αντικαταθλιπτική αγωγή. Θα μπορούσε λοιπόν να υποστηριχθεί ότι η κατάθλιψη στους ηλικιωμένους ενδέχεται να είναι υποδιαγνωσμένη και ελλιπώς αντιμετωπιζόμενη νόσος.
Η κατάθλιψη στους ηλικιωμένους μπορεί να είναι πρωτογενής ή δευτερογενής, αποτέλεσμα δηλαδή μίας άλλης διαταραχής.
Η πρωτογενής κατάθλιψη είναι τριών ειδών:
1) Μείζων κατάθλιψη,
2) Δυσθυμία και
3) Άτυπες μορφές, οι οποίες παρατηρούνται συνήθως σε ασθενείς με κατάθλιψη όψιμης έναρξης, δηλαδή με εμφάνιση του πρώτου επεισοδίου μετά το 60ό έτος της ηλικίας. Οι άτυπες μορφές συνιστούν συχνά την επονομαζόμενη συγκαλυμμένη κατάθλιψη (masked depression), γιατί χαρακτηρίζονται από άρνηση του καταθλιπτικού συναισθήματος. Το καίριο σύμπτωμα είναι τα σωματικά ή τα γνωστικά συμπτώματα. Σωματικές ενοχλήσεις που εμφανίζονται συχνά είναι η κόπωση, διάχυτα άλγη, ενοχλήσεις από το γαστρεντερικό σύστημα. Οι γνωστικού τύπου διαταραχές αφορούν σε διαταραχές στη συγκέντρωση και στη μνήμη, με αποτέλεσμα την εμφάνιση της κλινικής εικόνας της λεγόμενης ψευδοάνοιας.
Η δευτερογενής κατάθλιψη στους ηλικιωμένους μπορεί να είναι:
1) Κατάθλιψη λόγω κάποιας νόσου, η οποία προσβάλλει το κεντρικό νευρικό σύστημα (ΚΝΣ), όπως εγκεφαλικά επεισόδια, νόσος Parkinson, άνοια τύπου Alzheimer.
2) Κατάθλιψη λόγω κάποιας άλλης οργανικής νόσου, όπως ενδοκρινικά νοσήματα (π.χ. υποθυρεοειδισμός), νεοπλασίες, μεταβολικές διαταραχές (π.χ. διαταραχές ηλεκτρολυτών).
3) Κατάθλιψη οφειλόμενη σε φάρμακα, όπως αντιυπερτασικά, μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη, κορτικοστεροειδή.
4) Κατάθλιψη ως αντίδραση σε κάποιο σωματικό νόσημα. Πρόκειται για μια αντίδραση προσαρμογής στη διάγνωση, τη συμπτωματολογία ή την επιδείνωση της νόσου με την πάροδο του χρόνου.
Σημαντικό ρόλο στη διάγνωση παίζει ένας πλήρης και λεπτομερειακός σωματικός, νευρολογικός και ψυχιατρικός έλεγχος και η διενέργεια εργαστηριακών εξετάσεων (TSH, βιταμίνη Β12, ηλεκτρολύτες, γλυκόζη κ.α.) και απεικονιστικού ελέγχου του εγκεφάλου. Θα πρέπει σίγουρα να αποκλεισθούν εκφυλιστικά νοσήματα του ΚΝΣ όπως η άνοια, η ύπαρξη εγκεφαλικού επεισοδίου, ηλεκτρολυτικές διαταραχές, ενδοκρινικά νοσήματα και ενδεχομένως και νεοπλασίες. Επίσης πρέπει να αξιολογηθεί και η χρήση φαρμάκων. Σημαντική θέση έχουν και ορισμένες ψυχομετρικές δοκιμασίες, όπως το Minimental Status Examination.
Η διαφοροδιάγνωση ανάμεσα στην κατάθλιψη και στην άνοια στην τρίτη ηλικία είναι μία συχνή ιατρική πρόκληση, δεδομένης της κοινής συνισταμένης των γνωστικών ελλειμμάτων. Στην κλινική εξέταση παρατηρούμε συχνά ότι ο καταθλιπτικός ασθενής με ψευδοάνοια απαντά συνήθως “δεν ξέρω” στις ερωτήσεις του ψυχιάτρου, δείχνοντας μία σχετική αδιαφορία για επικοινωνία. Αντίθετα, ο ανοϊκός ασθενής προσπαθεί να καλύψει τα ελλείμματά του.
Η θεραπευτική αντιμετώπιση της κατάθλιψης των ηλικιωμένων είναι πιο δύσκολη, κυρίως λόγω των πιθανών αλληλεπιδράσεων με άλλα φάρμακα και των παρενεργειών τις οποίες συχνά εμφανίζουν. Η πιο συχνή μέθοδος αντιμετώπισης της γεροντικής κατάθλιψης είναι η φαρμακοθεραπεία. Ιδιαίτερη προσοχή απαιτείται ως προς τις συνυπάρχουσες νόσους, την ηπατική, τη νεφρική και την καρδιακή λειτουργία. Φαίνεται ότι ως προς τις πιθανές παρενέργειες που προκαλούν, οι εκλεκτικοί αναστολείς επαναπρόσληψης σεροτονίνης (SSRI’s) πλεονεκτούν έναντι π.χ. των τρικυκλικών αντικαταθλιπτικών (Anstey & Brodaty, 1995).
Ως προς την ψυχοθεραπευτική αντιμετώπιση αλλά και τον άξονα βοηθητικών ενεργειών πάνω στον οποίο μπορούν να κινηθούν τα οικεία πρόσωπα του πάσχοντα, σημαντικό είναι για τα άτομα να εξακολουθούν να νιώθουν ότι αγαπιούνται αλλά και ότι μπορούν να αγαπήσουν. Είναι μεγίστης σημασίας να μπορέσουν να διατηρήσουν για όσο γίνεται περισσότερο το αίσθημα ανεξαρτησίας αλλά και αποτελεσματικότητας και να βρουν συνολικά το ρόλο τους, σ’αυτό το νέο ηλικιακά κομμάτι της ζωής.
Βιβλιογραφικές Αναφορές
Alexopoulos, G.S. (2005). Depression in the elderly. The Lancet, Vol. 365 (No 9475).
Anstey K, & Brodaty H. (1995). Antidepressants and the elderly: double blind trials Int. J. Geriatric Psychiatry, Vol. 10, 265-279.
Laux, G. (1999): Altersdepression. Erkennen und behandeln. Neu-Isenburg
Rangaswamy SM. (2001). Mental Health: New understanding New Hope. Geneva: The World Health Organization.
Schneider, F. & Nesseler T. (2011). Depressionen im Alter: Die verkannte Volkskrankheit. München: Herbig