Κείμενο: Αντώνης Κοντάκης
Φυσικοθεραπευτής

Επιμέλεια: Στέλλα Πυρένη
Φιλόλογος


Η ΓΕΝΝΗΣΗ

Πιθανά στην προσωπική σας ζωή να μην είστε περίεργοι, όμως αν πλησιάσετε το παράθυρο και ρίξετε μια ματιά στο κεντρικό σαλόνι της οικογένειας, θα μείνετε πραγματικά αποσβολωμένοι από την εορταστική ατμόσφαιρα.

Το φως περιλούζει κάθε επιφάνεια, χαϊδεύει τα όρια μεταξύ της ύλης και του κενού, αναδεικνύει τα ασήμαντα αντικείμενα και μετατρέπει αριστοτεχνικά την απρόσωπη ακτινοβολία σε συναισθηματική έξαρση. Μία μεγάλη μπαλκονόπορτα στον ένα τοίχο και δύο ακόμη παράθυρα περιμετρικά, λειτουργούν σαν δίοδοι επικοινωνίας του εσωτερικού χώρου με το εξωτερικό περιβάλλον και μεταφέρουν πρόθυμα αυτήν την απόκοσμη για την εποχή ηλιοφάνεια. Φως που αντανακλάται σε κάθε γυάλινο στολίδι και διαχέεται χρωματισμένο και παιχνιδιάρικο στο υπόλοιπο δωμάτιο, αναγκάζοντας τον καθένα να αναφωνήσει εκστασιασμένος μπροστά στο οπτικό αυτό θέαμα. Παραμονή Χριστουγέννων και πάνω στο κεντρικό τραπέζι, αραδιασμένα σε σειρές και κατά ομοιότητα, μια ποικιλία από στολίδια. Πήλινα, μεταλλικά, χάρτινα, των οποίων η ασυμμετρία αποδεικνύει ότι είναι φτιαγμένα στο χέρι, σε διαφορετικούς χρωματισμούς και μεγέθη, αναμένουν το κατάλληλο κλαδάκι πάνω στο οποίο θα κρεμαστούν. Το επιβλητικό δέντρο στη μέση του χώρου, ένα αληθινό έλατο, το οποίο μελλοντικά θα μπορούσε να αγγίζει με την κορυφή του τα κατώτερα τμήματα του ουρανού, τώρα στέκεται περήφανο, αποκομμένο από τις ρίζες του, για ένα σύντομο χρονικό διάστημα πριν καταλήξει αποχρωματισμένο και ξεψυχισμένο σε μία χωματερή. Έντονες και μεθυστικές μυρωδιές προερχόμενες από την κουζίνα, εκεί όπου μαγειρεύει μία ηλικιωμένη μα σφριγηλή γυναίκα. Παιδικές φωνές και γέλια φτάνουν αλλοιωμένα από τα βάθη του χολ και οι νότες από εορταστική μουσική πλανώνται σαν ελαφρύς κυματισμός που σκάει στο ακρογιάλι και γεμίζει με αισθαντικές μελωδίες ακόμη και τον πιο κυνικό και αδιάφορο.

Στο κεντρικό σαλόνι μια γυναίκα καλεί παρακλητικά τα παιδιά να έρθουν να τη βοηθήσουν, μα φαίνεται να έχει παραιτηθεί εξαιτίας της αδιαφορίας τους. Αφού ξεδίπλωσε και τοποθέτησε με ασυμμετρία θα μπορούσαμε να παρατηρήσουμε τα λαμπάκια στο δέντρο, δένει με κόπο τα τελευταία φιογκάκια στα στολίδια και ταυτόχρονα ντύνει τα γυμνά πράσινα κλαδιά. Οι κινήσεις της μοιάζουν νωθρές και διστακτικές, παράταιρα στερεότυπες για την ηλικία και την πλαστικότητα που θα έπρεπε να έχει το εύμορφό της σώμα.

Μέσα στην πληθώρα των ερεθισμάτων, αυτό που περίσσια κατακλύζει τον εσωτερικό της κόσμο είναι η ένταση της συζήτησης που γίνεται ακριβώς πίσω της μεταξύ του πατέρα και του συζύγου της.

 

H ΔΙΚΗ

Οι δύο άντρες κάθονται αντικριστά σε πολυθρόνες, απολαμβάνοντας τα όσα συντελούνται γύρω τους και ας είναι οι ίδιοι επί της ουσίας αμέτοχοι. Με τα σώματά τους να έχουν εξολοκλήρου συγχωνευτεί και ενοποιηθεί με τα καλύμματα, διατηρούν μια στάση κατάλληλη είτε για ύπνο είτε για φιλοσοφία. Η δράση που συντελείται στους υπόλοιπους χώρους τούς αφήνει αδιάφορους. Προς το παρόν αισθητηριακά απομονωμένοι από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, πιστεύουν ότι τους παρουσιάζεται μία ακόμη ευκαιρία να επιλύσουν τα ιδεολογικά προβλήματα της κοινωνίας.

Αφορμή τα επεισόδια που διαδραματίστηκαν χτες το βράδυ στη διάρκεια μιας πορείας, η οποία πραγματοποιήθηκε χωρίς κάποια ιδιαίτερα αφορμή και ολοκληρώθηκε δίνοντας αφορμές για μεγάλες κοινωνικές αναταράξεις. Τα όρια της κρατικής βίας ήταν το θέμα που απασχολούσε από το ξημέρωμα της παραμονής όλους τους πολίτες της χώρας. Πολιτικά οι δύο άντρες τοποθετούνταν περίπου στα ίδιο φάσμα, επιφανειακά επομένως δεν υπήρχε λόγος έντονης αντιπαράθεσης. Το πάθος και η δυναμική της συζήτησης δεν αφορούσε κάποια διαφωνία τους, αλλά την ενίσχυση των επιχειρημάτων του ενός έναντι των επιχειρημάτων του άλλου. Ουσιαστικά υπήρχε ταύτιση απόψεων, με ελάχιστους αστερίσκους στο κομμάτι της αναγκαιότητας της βίαιης καταστολής. Ο νεότερος άντρας ήταν απροκάλυπτα υπέρ της καταστολής των κοινωνικών αναταράξεων με οποιοδήποτε κόστος, έχοντας ως κύριο επιχείρημά του την αξία της κοινωνικής αρμονίας και ειρήνης, ώστε να μπορεί να επιτευχθεί οικονομική ανάπτυξη. Ίσως επηρεασμένος και από το δικό του κοινωνικό επίπεδο, πίστευε απόλυτα στις αρχές του οικονομικού φιλελευθερισμού. Ο πιο ηλικιωμένος ήταν εμφανώς περισσότερο διαλλακτικός στην αναγκαιότητα των κοινωνικών εξεγέρσεων και θεωρούσε πως από τη φύση του ο άνθρωπος επιβάλλεται να διεκδικεί. Ο ίδιος έδωσε μάχες για την προσωπική του ανάδειξη και δε θα μπορούσε να σβήσει μονοκοντυλιά το παρελθόν του για χάρη μιας πολιτικής ταύτισης. Άλλωστε ήταν πάντα υπέρ της άποψης ότι επαναστάτες και πολιτικά λοβοτομημένοι, ελεύθεροι και ανελεύθεροι, εξουσιαστές και εξουσιαζόμενοι, δημοκράτες και φασίστες υπήρχαν σε κάθε πολιτικό φάσμα. Για τον ίδιο, τα χέρια του κάθε ανθρώπου ξεχωριστά είχαν τη δυνατότητα και να απελευθερώνουν και να σκλαβώνουν.

Μόνο όταν η συζήτηση έφτασε στον αιμόφυρτο νεαρό φοιτητή, η εικόνα του οποίου θα μπορούσε να ταράξει την ηθική ισορροπία του καθενός, η ένταση της αντιπαράθεσης αυξήθηκε. Ο ένας θεωρούσε πως η καταστολή πρέπει να λειτουργεί αποτρεπτικά και πως όταν κινδυνεύει η ευδαιμονία και η ευταξία της ζωή μας, τότε τα θεωρητικά μας πιστεύω και οι ηθικές μας αξίες πρέπει να δίνουν πρακτικές απαντήσεις. Θεωρούσε πως η επιβολή απέναντι σε ομάδες που προκαλούν κοινωνική αναταραχή δεν έχει τα χαρακτηριστικά της βιαιοπραγίας, αλλά είναι μια απόλυτα αναμενόμενη αντίδραση. Ο άλλος θεωρούσε πως, ενώ όλοι οφείλουν να διασφαλίζουν τα όρια ελευθερίας και ασυδοσίας, η χρήση βίας θα έπρεπε να είναι πάντα η έσχατη λύση. Πίστευε πως η βία γεννά βία και μεταφέρει ένα λανθασμένο παράδειγμα στην κοινωνία ως προς τη δύναμη της εξουσίας, η οποία θα έπρεπε να προσφέρει στον λαό και όχι να τον χειραγωγεί.

Τα όρια της καταπάτησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δε θα μπορούσαν φυσικά να οριοθετηθούν κάτω από αυτό το καθεστώς εορταστικής θαλπωρής. Η συζήτηση γρήγορα έδωσε τη θέση της σε ευχές και το τσούγκρισμα των ποτηριών επιβεβαίωσε την επιστροφή στην όμορφη πραγματικότητα του δικού τους μικρόκοσμου. Άλλωστε και οι δύο συμφωνούσαν πως τα παραπάνω φαινόμενα της ταξικής βίας, από όποια μεριά και αν προέρχονται, δεν τους αφορούσαν άμεσα. Οι ίδιοι απολάμβαναν την οικονομική τους ευμάρεια, την κοινωνική τους θέση και την ομορφιά της αδράνειας. Στην ιερή περίοδο των Χριστουγέννων δε θα έπρεπε να υποσκάψουν τη θρησκευτική τους ταύτιση και ομοψυχία για μια συζήτηση ατελέσφορη.

Ο ηλικιωμένος άντρας, αλλάζοντας τη στάση του σώματός του, στράφηκε προς την κόρη του. Ήταν ολόκληρη η ζωή του. Ακόμη και τώρα, μεγάλοι άνθρωποι και οι δύο, ένιωθε έντονη την ανάγκη να την παίρνει στα πόδια του και να την αγκαλιάζει σφιχτά. Γέμισε το ποτήρι με κρασί και το σήκωσε ψηλά.

 

Η ΣΤΑΥΡΩΣΗ

Για όσο χρονικό διάστημα κράτησε η συζήτηση, η γυναίκα προσπαθούσε με μεγάλη αγωνία να κρεμάσει τα στολίδια. Ένιωθε έντονους σπασμούς σε ολόκληρο το σώμα της και έναν πόνο διάχυτο και διαπεραστικό ταυτόχρονα σε κάθε της άρθρωση, σε κάθε μυϊκή της μάζα που επιχειρούσε να συσπάσει. Τα χέρια σαν αγκυλωμένα, προσέγγιζαν τα κλαδιά του δέντρου με αστάθεια. Προσπαθούσε να διατηρήσει τα μάτια της στεγνά, ώστε να μην καταλάβει κανένας τι πραγματικά αισθανόταν, μα ο εσωτερικός της λυγμός, η εσωτερική της οδύνη της προκαλούσαν ζαλάδες δυσκολεύοντάς την ακόμη περισσότερο στον στολισμό.

H αλήθεια είναι πως η σωματική της κατάρρευση ήταν το τελευταίο που την απασχολούσε. Το φως εκείνης της ημέρας ήταν εκ διαμέτρου αντίθετο με όσα ένιωθε μέσα της. Η απελπισία κατέκλυζε κάθε κύτταρο που απέμενε ασυμβίβαστο και η στωικότητά της έμοιαζε πλέον με απύθμενο μειονέκτημα ικανό να κατακερματίσει κάθε ίχνος προστατευτικού εγωισμού. Τα στολίδια αντανακλούσαν μια πραγματικότητα ερήμην της τακτοποιημένη. Αν κοιτούσε μέσα τους, μοναχά η ίδια μπορούσε να δει την προσωπική της παρακμή και ένα μέλλον ενταφιασμένο στην ανάγκη. Οι μυρωδιές από την κουζίνα τής προκαλούσαν ζάλη, μια έντονη διάθεση για εμετό και μια απέχθεια για την οσμή της παραίτησης που η ίδια ανέδυε. Οι παιδικές φωνές και τα γέλια ηχούσαν μέσα της σαν τύμπανα πολέμου, μα η ίδια μανιωδώς χτυπούσε τη μεμβράνη μέχρι να σκιστεί και να σιγήσει για πάντα κάθε προσπάθεια αφύπνισης. Οι νότες λυσσομανούσαν σαν καταιγίδα, δημιουργούσαν πελώρια κύματα τα οποία έσκαγαν πάνω της με όλη τους την ενέργεια και ακρωτηρίαζαν κάθε πιθανότητα σύνδεσής της με τη ζωή που κάποτε ονειρευόταν.

Απέμενε μονάχα το αστέρι στην κορυφή του δέντρου, μα το χέρι της δεν ακολουθούσε τη θέλησή της, οι σουβλιές στους ώμους της ήταν τόσο έντονες που περιόριζαν την ανάσα της και η ίδια πιανόταν με λύσσα από τον κεντρικό κορμό για να βρει τη δύναμη να αναπνεύσει. Πήρε μια βαθιά εισπνοή και με όλη τη σωματική και ψυχική της δύναμη κατάφερε να τοποθετήσει το άστρο των Χριστουγέννων στην κορυφή. Έτοιμη να λιποθυμήσει, κάθισε με ένταση στον καναπέ. Τελευταία στιγμή μπόρεσε να κρύψει από τα μάτια του πατέρα της τις μελανιές που είχε στον αυχένα και τους ώμους της μετά τον χθεσινό, νυχτερινό καυγά.

«Καλά Χριστούγεννα κορίτσι μου», της ευχήθηκε με τρυφερότητα ο πατέρα της.