Κείμενο: Αντώνης Κοντάκης
Φυσικοθεραπευτής

Επιμέλεια: Στέλλα Πυρένη
Φιλόλογος


Φαινόταν απλή η εργασία για το μάθημα της έκθεσης της πρώτης γυμνασίου. Θα έπρεπε να ζητήσουν την άδεια από έναν άνθρωπο της γειτονιάς τους και να του πάρουν μια συνέντευξη. Χωρίς περιορισμούς στα κριτήρια επιλογής, χωρίς ιδιαίτερη καθοδήγηση στο περιεχόμενο των ερωτήσεων. Η φιλόλογός τους θεώρησε πως με αυτόν τον τρόπο θα μπορούσαν να συσχετίσουν καλύτερα τη γραφή κειμένου με τη διδασκαλία του θεατρικού παιχνιδιού και του διαλόγου. Η μαθήτρια, τις πρώτες μέρες ήταν αποφασισμένη να χρησιμοποιήσει τη διαλεκτική ικανότητα του παππού της. Πρώην καθηγητής πανεπιστημίου, φιλόλογος, πολιτικοποιημένος, υποκειμενικός γνώστης της σύγχρονης ιστορίας, ήταν μια επιλογή που θα έδινε κύρος στη συνέντευξή της. Η επιλογή της γιαγιάς της ήταν εξίσου ενδιαφέρουσα. Πρώην γιατρός, με εμπειρία εξάσκησης του επαγγέλματος σε απομακρυσμένα χωριά όλης της επικράτειας, ασχολούμενη με ομάδες κοινωνικής υποστήριξης, προφανώς θα έδινε ένα ανθρωπιστικό στοιχείο διόλου ευκαταφρόνητο στο περιεχόμενο της εργασίας. Δεν είχε αποφασίσει ακόμη σε ποιον από τους δύο να απευθυνθεί, όταν κατάλαβε πως σχεδόν η απόλυτη πλειοψηφία των συμμαθητών της θα χρησιμοποιούσαν επίσης πρόσωπα του οικογενειακού τους περιβάλλοντος. Μόλις είχε πετάξει στο καλάθι των σκουπιδιών τα δύο σκισμένα φύλλα με την προεργασία των πιθανών συνεντεύξεων, όταν στηριζόμενη στο περβάζι του παραθύρου, είδε απέναντι στο πεζοδρόμιο τον επαίτη που συχνά έδινε το παρών στη γειτονιά της.

Η ιδέα δεν άργησε να σχηματοποιηθεί στον εγκέφαλό της. Αυτός θα ήταν η επιλογή της. Ένας άνθρωπος που αντικρίζει τη δύσκολη και την οδυνηρή όψη της ζωής. Η ίδια θα επιχειρούσε μέσα από αυτή τη συνέντευξη να ανασύρει την προσωπικότητά του και να παρουσιάσει τη σκληρή πλευρά της κοινωνίας. Ενθουσιασμένη με την επιλογή της, φόρεσε ένα ζευγάρι αθλητικά παπούτσια, πήρε το διθεματικό της τετράδιο, το κινητό της τηλέφωνο και το μπλε στιλό και κατέβηκε με ταχύτητα τα σκαλοπάτια. Διέσχισε χωρίς ιδιαίτερη προσοχή τον δρόμο και στάθηκε όρθια ακριβώς από πάνω του. Λύγισε διστακτικά τα γόνατά της, έτσι ώστε να βρεθούν στο ίδιο επίπεδο και, πριν ο επαίτης προλάβει να αντιδράσει, τον καλημέρισε. Τα υπόλοιπα είχαν μια τροπή που ούτε η ίδια περίμενε. Ο ζητιάνος δέχτηκε με ταπεινότητα και μια απρόσμενα απελευθερωτική ειλικρίνεια να παραχωρήσει συνέντευξη. Και μάλιστα ο τρόπος της εξιστόρησης ήταν τόσο έντονος και συναισθηματικά φορτισμένος, ώστε αν κάποιος τους παρακολουθούσε, θα μπορούσε να υποθέσει ότι βρίσκονταν στη μέση μιας ψυχαναλυτικής θεραπείας.

Της εξιστόρησε τα δύσκολα και μοναχικά παιδικά του χρόνια. Γόνος φτωχής οικογένειας, έχασε τον πατέρα του σε εργατικό δυστύχημα όταν ήταν 4 ετών. Η μητέρα του, μια ιδιαίτερης ευγένειας και ικανοτήτων γυναίκα, μεγάλωσε τα δύο παιδιά στηριζόμενη στις δικές της δυνάμεις. Στα 23 του, πέθανε και εκείνη από καρκίνο στις ωοθήκες. Ο ίδιος, ανειδίκευτος εργάτης, χωρίς να μπορεί να σταθεροποιηθεί σε ένα εργασιακό περιβάλλον, ανταποκρινόταν αβίαστα στα καλέσματα του μεροκάματου. Τα πάντα στη ζωή του ήταν ανασφαλή και ευμετάβλητα. Τότε περίπου ήταν που γνώρισε τη μοναδική σχέση της ζωής του, μια όμορφη, 20χρονη μελαχρινή γυναίκα, η οποία εργαζόταν σε μια βιοτεχνία. Ανέπτυξαν έναν δεσμό, στηριζόμενοι στη λύσσα του έρωτα που παρασύρει κάθε δεύτερη σκέψη στο διάβα της και, μόλις ο ίδιος προσλήφθηκε από μια κατασκευαστική εταιρία, αποφάσισαν να νοικιάσουν ένα μικρό σπίτι και να δημιουργήσουν τη δική τους οικογένεια. Η ζωή τους είχε αποκτήσει μια προοπτική, απέκτησαν μια όμορφη κόρη και ο ίδιος αποδείκνυε καθημερινά πως ήταν ένας στοργικός πατέρας και καλός σύζυγος. Η διαδρομή μας όμως σε αυτόν τον κόσμο είναι γεμάτη πόρτες, μα ποτέ δε γνωρίζουμε τι κρύβει η καθεμία από πίσω της.

Μία απρόσμενη και οδυνηρή απόλυση ήταν η αιτία. Η πρόταση για εργασία ενός έτους στο εξωτερικό με πλούσια αμοιβή ήταν η αφορμή για να ξεσπιτωθεί. Η υπόσχεση της επιστροφής μετά από έναν χρόνο φάνταζε δεδομένη και αδιαπραγμάτευτη. Με τα χρήματα που θα είχε κερδίσει θα μπορούσαν με μεγαλύτερη ευκολία να σχεδιάσουν το μέλλον τους. Οι πειρασμοί όμως αποδείχτηκαν ιδιαίτερα ισχυροί, η δίψα για λεφτά ακόρεστη και εύκολα κατρακύλησε στην παρανομία και στη λήθη. Ξέχασε τις υποσχέσεις του, το παρελθόν του, την οικογένειά του και βυθίστηκε στον προσωπικό του βούρκο. Ζωντανός μόνο σαρκικά, μετά από ένα μεγάλο χρονικό διάστημα στη φυλακή, επιβίωνε ζητιανεύοντας, μέχρι που αποφάσισε να επιστρέψει πριν από 3 χρόνια. Μετανιωμένος, προδομένος από τον εαυτό του, παραδέχτηκε στη μικρή μαθήτρια τις αναρίθμητες φορές που σκέφτηκε να αυτοκτονήσει. Το κλάμα του της φάνηκε αληθινό. Η ένταση στη φωνή του, οι γκριμάτσες στο ρυτιδωμένο πρόσωπο και ο σπαραγμός των φωνηέντων δε θα μπορούσαν να αποδοθούν τόσο πειστικά παρά μόνο από ένα πραγματικό θύμα της ζωής. Λίγο πριν το τέλος της συνέντευξης τής έδειξε μία ορθογώνια, ελαφρώς αλλοιωμένη φωτογραφία που προσεχτικά έβγαλε από την αριστερή τσέπη του φαγωμένου και βρόμικου παλτού του. Με σπινθηροβόλα λάμψη στα μάτια, της αποκάλυψε ότι είναι η κόρη του, το μικρό χαμογελαστό πλασματάκι που πριν πολλά χρόνια με εγωισμό και ανωριμότητα εγκατέλειψε. Η μαθήτρια ζήτησε να φωτογραφίσει την εικόνα με το κινητό της, με σκοπό να κλείσει με αυτό το υπέροχο παιδικό χαμόγελο μια ομολογουμένως θλιβερή συνέντευξη. Τον αποχαιρέτησε, τον ευχαρίστησε και έφυγε.

Από εκείνη την ημέρα δεν τον ξαναείδε στη γειτονιά της. Τον έψαξε σε παράλληλους και κάθετους δρόμους, αλλά η σκοτεινή και θλιμμένη του όψη δεν ξαναφάνηκε ποτέ. Τις επόμενες ημέρες, η δική της καθημερινότητα ήταν πλέον σημαδεμένη από την πυρετώδη προετοιμασία για την παρουσίαση. Άλλαζε το μοτίβο στις διαφάνειες, τροποποιούσε τη γραμματοσειρά, έσβηνε και διόρθωνε τα κείμενα μέχρι να καταλήξει σε αυτό που η ίδια θα αξιολογούσε ως ιδανικό. Το μόνο σταθερό ήταν η εικόνα του κοριτσιού στην τελευταία διαφάνεια, πάνω ακριβώς από το γραμμένο με κεφαλαία γράμματα «ΣΑΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ». Την ημέρα της παρουσίασης ήταν σίγουρη τόσο για τον εαυτό της όσο και για το περιεχόμενο της εργασίας. Και πραγματικά όλα κυλούσαν υπέροχα, μέχρι τη στιγμή που παρουσιάστηκε στην οθόνη η τελευταία διαφάνεια. Τότε ήταν που έπεσε το στιλό από τα χέρια της φιλολόγου και ακούστηκε ο γδούπος από την λιποθυμία και την πτώση της στο πάτωμα.