Κείμενο: Μάγια Θεοχάρη
BSc Ψυχολογίας
Επιμέλεια: Χαρούλα Ξανθοπούλου
Φιλόλογος
Τα αόρατα νήματα που μας συνδέουν με τους σημαντικούς άλλους ας γίνονται όλο και περισσότερο δεσμοί και όχι δεσμά… Ας έχουν τις ιδιότητες της ενσυναίσθησης, της αποδοχής και της αυθεντικότητας.
Κάνοντας μια ιστορική αναδρομή μπορεί κανείς να διαπιστώσει ότι η μελέτη της έννοιας της προσωπικότητας έχει αποτελέσει αντικείμενο έρευνας μέσα από τη φιλοσοφία, τη φυσιολογία και τη λογοτεχνία καθώς ο άνθρωπος αναζητά να γνωρίσει και να εξηγήσει τις εκφάνσεις της ανθρώπινης φύσης του, τα πάθη, τις αποδεκτές και μη συμπεριφορές του (Ποταμιάνος & Παπαστάμου, 2002). Στις αρχές του 19ου αιώνα, μέσα από την εξέλιξη της ψυχιατρικής η οποία και θεωρείται ξεχωριστός κλάδος της ιατρικής, για πρώτη φορά, αναπτύσσεται η ψυχοθεραπεία με σκοπό την αντιμετώπιση της διαταραγμένης συμπεριφοράς του ατόμου (Κουστένη, 2012). Οι επιστημονικές έννοιες προσδιορίζονται μέσα από την Κυβερνητική, τις φυσικές επιστήμες, την γενετική αλλά και τη θεωρία της τέχνης και φαίνεται να τεκμηριώνουν ένα θεωρητικό υπόβαθρο που εξηγεί και προσδιορίζει την ανθρώπινη συμπεριφορά (Bowen, 1998). Παράλληλα η επιστημονική κοινότητα για πρώτη φορά εστιάζει στο νου του ασθενή και προσδιορίζει την ανθρωπιστική στάση τού θεραπευτή σαν ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της θεραπείας (Bromberg, 1963).
Από τη Θεωρία στη Πράξη
Η προσωποκεντρική προσέγγιση δημιουργείται μέσα από το φιλοσοφικό και θεωρητικό υπόβαθρο του Υπαρξισμού και της Φαινομενολογίας, ανήκει στις ανθρωπιστικές προσεγγίσεις και δανείζεται την πνευματικότητα των Kierkergaard, Heidegger και άλλων φιλοσόφων (Rice & Greenberg, 1995). Ο Rogers προσδιορίζει την προσωπικότητα του ατόμου μέσα από τάση πραγμάτωσης του οργανισμού με σκοπό την επιβίωση και την ανάπτυξή του (Cervone & Pervin, 2013). Έτσι η επιστήμη της ψυχολογίας στην πιο σύγχρονή της μορφή υιοθετεί ένα αισιόδοξο μοντέλο διερεύνησης της ανθρώπινης φύσης αναγνωρίζοντας το εκ φύσεως θετικό δυναμικό τού ατόμου μέσα από τον όρο της αυτοπραγμάτωσης (Ποταμιάνος & Παπαστάμου, 2002). Επίσης, η φιλοσοφία της προσωποκεντρικής προσέγγισης αναγνωρίζει και αξιολογεί ως ιδιαίτερα σημαντικό τον τρόπο που το άτομο διαμορφώνεται και αναπτύσσεται μέσα από μια αλληλεπίδρασή με το περιβάλλον, το κοινωνικό πλαίσιο και τους σημαντικούς άλλους (Rogers, 2006).
Όπως και να έχει, η προσωπική αλλαγή που υποκινείται μέσα από την διαδικασία της προσωποκεντρικής θεραπείας προϋποθέτει και περιλαμβάνει μια τάση ανακάλυψης του βαθύτερου αυθεντικού εαυτού, μια προσπάθεια του ατόμου να πλησιάσει όλο και περισσότερο το πιο ενδόμυχα συναισθήματά του (Μέρυ, 2001). Η προσωποκεντρική ψυχολογία προσδιορίζεται μέσα από την αρχή της αυθεντικότητας και κατά συνέπεια ότι το άτομο μπορεί να γίνει «πλήρως λειτουργικό» όταν βιώνει και αναγνωρίζει απόλυτα τον εαυτό (Μέρυ, 2001). Κατά συνέπεια όταν το άτομο προσδιορίζεται ενσυναισθητικά απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό και τον αποδέχεται, τότε θα γίνουν καλύτερες οι σχέσεις του με τους σημαντικούς άλλους (Μέρυ, 2012).
Η Γενική Θεωρία Συστημάτων (ΓΘΣ) προσδιορίζει τις σχέσεις μέσα από την αλληλεπίδραση μεταξύ των μερών και όχι μέσα από μια μονόδρομη γραμμική εξήγηση π.χ. αίτιο – αποτέλεσμα. Ο von Bertalanffy (1968) μέσα από την ιδιότητά του ως γιατρός και βιολόγος παρομοιάζει τις ανθρώπινες κοινωνικές ομάδες με τον ανθρώπινο οργανισμό και δίνει έμφαση στην αλληλεπίδραση των επιμέρους μερών που αποτελούν ένα σύστημα. Οι σχέσεις λοιπόν μέσα στα συστήματα χαρακτηρίζονται από μια συνεχόμενη κυκλική αιτιολογία όπου το σημείο αναφοράς βρίσκεται κάπου στο διάστημα μεταξύ των μελών (Watzlawick, Beavin & Jackson, 1967). Μέσα από αυτή την οπτική το θεωρητικό υπόβαθρο της θεωρίας συστημάτων προσδιορίζει και χρησιμοποιεί παραμέτρους όπως διεργασία (process), συναλλαγή (transaction), πλαίσιο (context) οι οποίες και φαίνεται να βοηθούν τον θεραπευτή να βρίσκει κάποια σημεία αναφοράς μέσα στη θεραπευτική διαδικασία (Watzlawick, Beavin & Jackson, 1967). Μέσα από την ΓΘΣ και την Β’ Κυβερνητική προσδιορίζεται σταδιακά η ορολογία και το θεωρητικό υπόβαθρο που σχετίζονται με τα ανθρώπινα συστήματα και η θεραπευτική διαδικασία στρέφεται από την παρατήρηση στα συναισθήματα που αναδύονται μέσα στο σύστημα (Bowen, 1998).
Η οικογενειακή θεραπεία αρχικά μελετά τα οικογενειακά συστήματα των σχιζοφρενών ασθενών και προάγει την άποψη ότι ένα μέλος της οικογένειας μπορεί να εκδηλώσει κάποιο πρόβλημα που αφορά το οικογενειακό σύστημα (Lansky, 1989). Σύμφωνα με τον Dell (1982) η έννοια της ομοιόστασης, δηλαδή της τάσης ενός συστήματος για μη αλλαγή, φαίνεται να περιέχει μια αντίφαση, όταν συσχετίζεται με μια θεραπευτική προσέγγιση η οποία στοχεύει στη βελτίωση μέσα από την αλλαγή. Η ομοιόσταση φαίνεται λοιπόν πολύ περισσότερο να εξηγεί τον τρόπο ύπαρξης ή και επιβίωσης της ανθρώπινης υπόστασης μέσα στα συστήματα παρά να προσδιορίζει μια θεραπευτική οπτική. Επί της ουσίας η ομοιόσταση ενός οικογενειακού συστήματος εμπεριέχει κανόνες, αξίες και ρόλους τα οποία λειτουργούν ως βασικά κριτήρια για την διατήρηση των ισορροπιών. Μέσα από το επιστημονικό υπόβαθρο των ανθρώπινων συστημάτων και της προσωποκεντρικής φιλοσοφίας αναγνωρίζεται η τάση της ανθρώπινης υπόστασης είτε ως επιμέρους μονάδα είτε ως μέλος μιας ομάδας να διατηρεί την εσωτερική του ισορροπία.
Το κοινό πεδίο μεταξύ των δύο θεραπευτικών προσεγγίσεων
Σύμφωνα με τους Rice και Greenberg (1995), είτε αναφερόμαστε στη Θεωρία Συστημάτων είτε στην Πελατοκεντρική-Προσωποκεντρική Προσέγγιση είναι σημαντικό να αναφερθεί πως η φαινομενολογική οπτική ουσιαστικά προσδιορίζει την ανθρώπινη υπόσταση. Οι ανθρωπιστικές προσεγγίσεις δίνουν αξία στη μοναδικότητα του ατόμου και στην ικανότητά του για στοχαστική συνείδηση (Κουστένη, 2012). Έχουν σαν κοινό παρονομαστή τον ατομοκεντρισμό, και την ικανότητα του ίδιου του ατόμου για αυτό-πραγμάτωση, αυτοκαθορισμό και ελευθερία ύπαρξης (Κουστένη, 2012).
Η Διαφοροποίηση του Εαυτού και Το Πλήρως Λειτουργικό Άτομο
Η Θεωρία των Οικογενειακών Συστημάτων του Bowen προσδιορίζει την ατομικότητα και την διαφοροποίηση του εαυτού (differentiation of self) στο βαθμό που το ίδιο το άτομο είναι ικανό να αποφύγει να καθοδηγείται αυτόματα η συμπεριφορά του από το συναίσθημα (Goldberg & Goldberg, 2005).
Ιδανικά, η ύπαρξη του ατόμου προάγεται μέσα από μια ισορροπία μεταξύ της συναισθηματικής επαφής με τον εαυτό αλλά και σε αρμονία με τη συμπεριφορά του (Goldberg & Goldberg, 2005). Επιπροσθέτως η συναισθηματική διαφοροποίηση του ατόμου σχετίζεται με την ικανότητά του να διαχωρίζει την διανοητική από τη συναισθηματική του διεργασία (Goldberg & Gorlberg, 2005). Ο διαχωρισμός του εαυτού δεν συνεπάγεται να είναι αποκομμένος ή αυστηρά αντικειμενικός χωρίς συναισθήματα, αλλά πολύ περισσότερο να ισορροπεί μέσα από τον αυτοπροσδιορισμό αλλά όχι εις βάρος της αυθόρμητης συμπεριφοράς του (Goldberg & Gorlberg, 2005).
Στην προσωποκεντρική προσέγγιση κατά πολύ παρόμοιο τρόπο περιγράφεται από τον Rogers (1961) το πλήρως λειτουργικό άτομο (the fully functioning person) που είναι ανοιχτό στην εμπειρία του έχοντας επίγνωση των σκέψεων και των συναισθημάτων του (αναφέρεται σε Hjelle & Ziegler, 1981). Η κεντρική ιδέα του μοντέλου της προσωποκεντρικής εστιάζει στην ικανότητα του ατόμου να αλλάξει τον τρόπο που ζει και συμπεριφέρεται (Κουστένη, 2012).
Ουσιαστικά όλες οι εμπειρίες του συμβολίζονται με ακρίβεια και επίγνωση και ουσιαστικά απολαμβάνει μια υπαρξιακή διαβίωση χωρίς προκαταλήψεις και προσδοκίες εφόσον βιώνει την κάθε εμπειρία του ως κάτι νέο και μοναδικό (Rogers, 1961) (αναφέρεται σε Hjelle & Ziegler, 1981). Ο ιδανικός εαυτός (ideal self) απολαμβάνει την υποκειμενική του ελευθερία και την προσωπική του εξουσία μέσα από την ικανότητα να επιλέγει και να αυτό-κατευθύνεται χωρίς περιορισμούς και αναστολές (Rogers, 1961) (αναφέρεται σε Hjelle & Ziegler, 1981).
Το Αδιαφοροποίητο Οικογενειακό Μαζικό Εγώ και Οι Όροι Αξίας
Η οικογενειακή θεραπεία αρχίζει να χρησιμοποιείται από τις αρχές του 1950 με συστηματικό πλέον τρόπο από τον Αμερικανό ψυχίατρο N. Ackerman (Bloch & Harari, 2008). Αναπτύσσονται σταδιακά μοντέλα οικογενειακής θεραπείας τα οποία εστιάζουν στο πρόβλημα του θεραπευόμενου και την αλληλεπίδραση με το οικογενειακό του σύστημα (Κουστένη, 2012). Από τα πιο αντιπροσωπευτικά είναι το μοντέλο οικογενειακών συστημάτων του Bowen, το δομικό μοντέλο (structural) των Minuchin και Montalvo και το υπαρξιακό μοντέλο των Satir και Whitaker (Lansky, 1989).
Ο Murray Bowen, (1966) ένας από τους πρωτοπόρους επιστήμονες της οικογενειακής θεραπείας διαμόρφωσε σημαντικά το θεωρητικό υπόβαθρο των οικογενειακών συστημάτων και προσδιόρισε την συναισθηματική διαταραχή του ατόμου με τους όρους της συγχώνευσης (fusion) και του αδιαφοροποίητου οικογενειακού μαζικού εγώ (undifferentiated family ego mass) (Goldberg & Goldberg, 2005). Για τον Bowen ένα άτομο συγχωνευμένο με την οικογένεια και τους σημαντικούς άλλους, ζει μέσα από τα συναισθήματα και τις επιλογές των άλλων (Goldberg & Goldberg, 2005). Σε αυτή την περίπτωση ζει φοβισμένο, κυριευμένο από άγχος είναι συναισθηματικά στερημένο καθώς θυσιάζει την ατομικότητά του για να εξασφαλίσει την αποδοχή των άλλων (Goldberg & Goldberg, 2005). Εκφράζει έναν μη διαφοροποιημένο «ψευδοεαυτό», εξαπατώντας τον εαυτό του ότι είναι αληθινός, ενώ αποτελείται αποκλειστικά από τις απόψεις και τις αξίες των άλλων (Goldberg & Goldberg, 2005).
Ένα τέτοιο άτομο με τη μεγαλύτερη συγχώνευση σκέψεων και συναισθημάτων λειτουργεί τελείως αναποτελεσματικά και είναι πολύ πιθανό να βρίσκεται στο έλεος αυτόματων ή ακούσιων συναισθηματικών αντιδράσεων (Goldberg & Goldberg, 2005). Κυρίως αδυνατεί να διαφοροποιήσει τη σκέψη και τα συναισθήματά του από αυτά των άλλων και έτσι ζει κυριευμένο από ένα συνεχόμενο άγχος (Papero, 1990). Σε αυτή την περίπτωση το χρόνιο άγχος αντιπροσωπεύει τη βάση ολόκληρης της συμπτωματολογίας και σχετίζεται με την μειωμένη ατομική του ελευθερία (Goldberg & Goldberg, 2005).
Στη προσωποκεντρική προσέγγιση, με πολύ παρόμοιο τρόπο και μέσα από τη θεωρία Θεραπείας, Προσωπικότητας και Διαπροσωπικών Σχέσεων προσδιορίστηκαν από τον Carl Rogers (1959) οι όροι αξίας, η μη συμβολοποίηση των εμπειριών, η ασυμφωνία και ο διαστρεβλωμένος εαυτός (Kirchenbaum & Henderson, 1989).
Πιο συγκεκριμένα πρόκειται για τον τρόπο με τον οποίο το άτομο μαθαίνει από την παιδική του ηλικία να αξιολογεί τον εαυτό μέσα από τις αντιδράσεις των άλλων (Μέρυ, 2001). Λόγω της ανάγκης του για αποδοχή, αγάπη και αυτοεκτίμηση το άτομο αντιλαμβάνεται επιλεκτικά την εμπειρία του, σύμφωνα με τους όρους αξίας που βιώνει καθώς αξιολογεί τον εαυτό μέσα από τις αντιδράσεις των άλλων (Rogers, 1959). Συνεπώς οι εμπειρίες του, που δεν αξιολογούνται θετικά από τους σημαντικούς άλλους, απορρίπτονται ολοκληρωτικά ή μέρος αυτών, δεν συμβολοποιούνται και δεν εντάσσονται στη δομή του εαυτού (Rogers, 1959).
Η επιλεκτική αντίληψη μέσα από τους όρους αξίας δημιουργεί στο άτομο ασυμφωνία μεταξύ εαυτού και εμπειριών, ψυχολογική δυσπροσαρμοστικότητα και ευαλωτότητα (Cervone & Pervin, 2013). Έτσι αναπτύσσεται ασυμφωνία μεταξύ εαυτού, εμπειρίας (μέσα από τους όρους αξίας) και συμπεριφοράς (Rogers, 1959). Η συνεχόμενη ασυμφωνία γίνεται αντιληπτή ως μια απειλή και οι άμυνες σε μια τέτοια περίπτωση ενεργοποιούνται προκειμένου να προστατέψουν το άτομο από συναισθηματικές απειλές (Rogers, 1956) (αναφέρεται σε Cervone & Pervin, 2013). Έτσι ενεργοποιείται η διαστρέβλωση του νοήματος της εμπειρίας ή και η άρνηση από την αντίληψη, ενώ η ασυμφωνία μπορεί να υπονοείται καθώς δεν γίνεται αντιληπτή (Rogers, 1959). Μέχρι κάποιο σημείο μπορεί κανείς να αντιληφθεί ότι όλοι οι άνθρωποι ζουν κάτω από όρους κοινωνικούς, πολιτισμικούς, θρησκευτικούς κ.ο.κ. Ωστόσο, όταν η ασυμβατότητα υπερβαίνει τα προσωπικά όρια του ατόμου τότε το άγχος γενικεύεται και κυριεύει το άτομο, έτσι δυσλειτουργεί σε μεγάλο βαθμό καθώς δεν είναι πάντα σε θέση να το διαχειριστεί (Ιωσηφίδη & Ιωσηφίδης, 2002).
Συμπεράσματα
Τελικά, σε όποιο πλαίσιο κι αν κοιτάξουμε, μέσα από τις πολύπλευρες εκφάνσεις της ανθρώπινης κοινωνίας, βλέπουμε να συντελείται μια διαδικασία οργάνωσης και ταξινόμησης πληροφοριών, αλληλεπίδρασης, όλα μέσα από μια συστημική θεώρηση (Κατάκη, 1995). Παράλληλα, είναι επίσης γεγονός ότι το θεωρητικό επιστημονικό υπόβαθρο και των δύο προσεγγίσεων προσδιορίζει ουσιαστικά και με παρόμοιο τρόπο την ανθρώπινη υπόσταση, την εμπειρία, τους όρους αξίας, τον μη διαφοροποιημένο εαυτό, το άγχος, την επίγνωση εαυτού, τον ιδανικό εαυτό και τις υγιείς διαπροσωπικές σχέσεις.
Τέλος δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να αμφισβητηθεί η επιστημονική οντότητα της μιας προσέγγισης έναντι της άλλης καθώς και οι δύο σκοπό έχουν την ανάπτυξη του ατόμου και τη βελτίωση των διαπροσωπικών του σχέσεων, αλλά προφανώς μέσα από μια διαφορετική οπτική και τρόπο θεραπείας. Είτε μιλάμε για την προσωποκεντρική θεραπεία μέσα από την οποία το άτομο βιώνει την αμεσότητα των εμπειριών του, δίνοντας έμφαση στο παρόν και στα συναισθήματά του (Κουστένη, 2012), είτε αναφερόμαστε στην οικογενειακή θεραπεία ή αλλιώς τη θεωρία συστημάτων όπου η θεραπευτική διεργασία εστιάζει στο σύστημα μέσα από το οποίο παράγεται το πρόβλημα του θεραπευόμενου και που σκοπό έχει την ύφεση των συμπτωμάτων και την επίλυση των δυσλειτουργικών σχέσεων (Κουστένη, 2012).
Είναι λοιπόν αξίες μοναδικές, από τη μια πλευρά η ενστικτώδης ριζωμένη δύναμη του ανθρώπου για ανάπτυξη και ολοκλήρωση (Bowen, 1966) και από την άλλη η αυτοπραγμάτωση και η έμφυτη τάση της ανθρώπινης φύσης για την εκπλήρωση των αναγκών και των κινήτρων του (Rogers, 1959) που ξεπερνούν επιστημονικές απόψεις και κανόνες.
Έτσι κι αλλιώς ένα φοβισμένο και συναισθηματικά στερημένο άτομο μπορεί να θυσιάζει την ατομικότητά του προκειμένου να εξασφαλίσει την αποδοχή των άλλων (Goldenberg & Goldenberg, 2005). Η παραπάνω επιστημονική τοποθέτηση ενώ προέρχεται από την οικογενειακή θεωρία συστημάτων ουσιαστικά καθόλου δεν διαφέρει με τους όρους αξίας ή αλλιώς τις ενδοβαλλόμενες αξίες, μέσα από τις οποίες το άτομο θυσιάζει την αυθεντικότητά του προκειμένου να εισπράξει αποδοχή και αναγνώριση.
Από την άλλη πλευρά ο συλλογικός ανθρώπινος νους έχει μια βαθιά ριζωμένη έμφυτη δύναμη που όταν απελευθερώνεται εκφράζεται μέσα από την ποιότητα, την προοδευτικότητα και την κυκλική πορεία ζωής, την ανέλιξη σε ανώτερα επίπεδα συνείδησης (Κατάκη, 1995). Και τελικά, καθώς η διαφοροποίηση του εαυτού αποτελεί μία κατεύθυνση ζωής παρά μια κατάσταση απλής ύπαρξης (Friedman, 1991) οφείλω «να γίνω αυτό που καλύτερα μπορώ, να ακολουθώ έναν τρόπο ύπαρξης που επιβεβαιώνει τη ζωή» (Rogers, 1963).
Βιβλιογραφικές Αναφορές
Κατάκη, Χ. (1995). Το Μωβ Υγρό. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Κουστένη, Ι. Δ. (2012). Επιστημονικά Τεκμηριωμένη Ψυχοθεραπεία. Προβληματική, εφαρμογές και κριτική προσέγγιση. Παπαζήση: Αθήνα.
Μέρυ, Τ. (2001). Πρόσκληση στην Προσωποκεντρική Προσέγγιση. Καστανιώτη: Αθήνα.
Ποταμιάνος, Γ. Α. & Παπαστάμου, Σ. (2002). Η Μελέτη της Προσωπικότητας: Μια Κριτική Προσέγγιση. Θεωρίες Προσωπικότητας και Κλινική πρακτική, 5η έκδοση αναθεωρημένη. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Bromberg, W. (1963). The Mind of Man: A History of Psychotherapy & Psychoanalysis. New York: Harper & Row.
Cervone, D. & Pervin, L. A. (2013). Μια Φαινομενολογική Θεωρία: Η Προσωποκεντρική Θεωρία του Carl Rogers για την Προσωπικότητα. Στον Α. Μπρούζος (Επιμ.) Θεωρίες Προσωπικότητας – Έρευνα και Εφαρμογές. Αθήνα: Gutenberg.
Dell, P. F. (1982). Beyond Homeostasis. Toward a Concept of Coherence. Family process. 21(1). 21-42.
Friedman, E. (1991). Bowen theory and therapy. In A. S. Gurman & D. P. Kniskern (Eds.), Handbook of family therapy (Vol. II). New York: Brunner/Mazel.
Hjelle, L. & Ziegler, D. (1981). The phenomenological perspective in personality theory: Carl Rogers. Singapore: Mc Graw Hill.
Lansky, M. (1989). Family Therapy. In Kaplan H., Sadock B. (Eds.). Comprehensive Textbook of Psychiatry/V, Vol.2 (5th ed.). Baltimore: Williams & Wilkins.
Papero, D. V. (1990). Bowen family system theory. Boston: Allyn & Bacon.
Rise, L. & Greenberg, L. (1995). Humanistic Approaches to Psychotherapy. In Freedheim D. et al. (Eds.) History of Psychotherapy. A Century of Change. Washington, DC: American Psychological Association.
Rogers, C. (1959). A Theory of Therapy, Personality, and Interpersonal Relationships, As Developed in the Client-Centered Framework. In H. Kirschenbaum and V. L. Henderson (Eds.) The Carl Rogers Reader. New Work: Houghton Mifflin Company.
Rogers, C. (1963). Ένας Τρόπος να Υπάρχουμε. Αθήνα: Ερευνητές.
Rogers, C. (1961). On Becoming a Person: A Therapist’s view of psychotherapy. Boston: Houghton Mifflin.
Von Bertalanffy, L. (1968). General System Theory. New York: George Braziler.
Watzlawick, P., Beavin, J. H. & Jackson, D. D. (1967). Pragmatics of Human Communication. A Study of Interactional Patterns, Pathologies and Paradoxes. New York: Norton.