Κείμενο: Αλεξάνδρα Δεδικούση
Ψυχολόγος
Επιμέλεια: Δάφνη Τσιουκανά
Φοιτήτρια Φιλοσοφίας
Ο χρόνος μπαίνει στο πλυντήριο. Στους 60 βαθμούς, με πλύση ανάμικτη και γρήγορες στροφές.
Στο πλυντήριο που πήρα τότε για όνειρα που κάναμε ο καθένας ξεχωριστά, αλλά φαινομενικά μαζί.
Διαρκώς θυμωμένοι από το φόβο μήπως επικοινωνήσουμε κατά λάθος.
Ο χρόνος και η καρδιά μπαίνουν στο πλυντήριο. Η καρδιά δε στεγνώνει ποτέ. Στέκεται βρεμένη, ζαλισμένη από το πολύ το γύρω γύρω και κοιτάει τους δείκτες του ρολογιού μπας και βγάλει άκρη. Τί μέρα είναι, τί ώρα, τί χρονιά;
Και τα αγάλματα στο πλυντήριο μπαίνουν, τι λες καλέ που δεν αντέχει ο κάδος; Στριφογυρνάνε πετρωμένα, με ένα δάκρυ σκαλιστό, τόσο καλά σμιλεμένο που καμιά φορά νομίζεις ότι είναι αληθινό. Έχουν το χέρι στον αέρα, μαρμάρωσαν στον αποχαιρετισμό. Ακουμπούν τον αέρα, τον γεμάτο σκόνη που ταμπουρώθηκε εκεί μέσα πριν χρόνια, ακουμπούν και τα όνειρα που πέθαναν. Ψέματα, δεν πέθαναν, τα σκότωσα εγώ με τα ίδια μου τα χέρια. Τα σκότωσα για το καλό σου και το καλό μου.
Τα όνειρα όταν πεθαίνουν πηγαίνουν εκεί που πάνε και τα παιδιά και τα ζώα, γιατί είναι τόσο αθώα. Αθώα και χαζά και ανυποψίαστα και ξεροκέφαλα. Και γίνονται φαντάσματα και καμιά φορά παλεύω με αυτά τα βράδια
Η ζωή μπαίνει στο πλυντήριο και λίγο λίγο μαζεύει και γίνεται στο τέλος ζιπουνάκι βρεφικό και πεθαίνουμε παιδιά και όνειρα και ζώα.
Χάνονται οι κάλτσες στο πλυντήριο. Τις καταπίνει ο κάδος για να γεμίσει το κενό. Έχω μια κάλτσα σου, νομίζω, και συ, ίσως, μια δικιά μου, τις μπέρδεψα πριν φύγω μες τη βιασύνη. Πολυκαιριασμένο ζευγάρι κάλτσες, άχρηστο πια.
Να ΄σαι καλά. Να ΄μαι καλά. Αντίο. Ξανά και ξανά αντίο. Πάει καιρός και πάλι αντίο. Και πριν πεθάνω, ίσως και τότε ένα. Καταπίνω δάκρυα χρόνια. Πέντε τα γράμματα, πολύς ο πόνος. Ήταν αληθινό το τέλος. Και πόνεσα. Φοβόσουν. Φοβόμουν. Αλλά ούτε τότε είχα χώρο να το δείξω. Έμαθα ότι πρέπει να ΄μαι δυνατή. Γαμώτο, τι μεγάλο λάθος. Ήμουν δυνατή για όλους εκτός από εμένα.
Τι κάνει το πλυντήριο μας; Δουλεύει καλά, έβγαλε κανένα πρόβλημα; “Μας”. Έκανε καθόλου λακκούβα το κρεβάτι “μας” στην πλευρά μου;
Που είναι το off να το πατήσω να σταματήσει το γύρω γύρω ζαλίζομαι, θέλω να κατέβω, θέλω τη μαμά μου.
Τη μαμά μου. Το παιδί μου. Τίποτα από τα δύο δεν κρατάω.
Είναι σα γυάλα το πλυντήριο. Σφηνώνω τη μούρη μου στο γυαλί του κάδου και βλέπω την περιστροφή. Σαν οφθαλμαπάτη είναι, όσο το κοιτάς μοιάζει με σιφόνι που τράβηξες την τάπα και ρουφάει αχόρταγα, βίαια το νερό. Τα ιζήματα τα επικίνδυνα, τα καλά κλειδωμένα, τα μη λειτουργικά. Ρουφάει και το ακούω και φοβάμαι και λυπάμαι. Φέρτε μου πίσω το θυμό μου.
Προσπαθώ να βάλω το κεφάλι μου στην άμμο να ηρεμήσω λίγο και, γαμώτο, έμαθα να αναπνέω και εκεί μέσα δεν έχει οξυγόνο.
Σκότωσα όλες μου τις ψευδαισθήσεις και έχω μείνει μόνο με την αλήθεια.
Τα δάκρυα μπαίνουν στο πλυντήριο. Και γίνονται αναμνήσεις. Από δύο χέρια κρατημένα πριν τόσα χρόνια που δε θυμάμαι, από δύο σώματα ενωμένα που δεν ξέρανε, από ένα δαχτυλίδι που έβαλα για να βγάλω, από ένα σημείωμα που άφησα πριν φύγω.
Η αγάπη μπαίνει στο πλυντήριο. Και δε βγαίνει ποτέ. Σαν το μαλακτικό, γίνεται αόρατη και πάντα μυρίζει στον κάδο. Να σε έχει καλά, να την έχεις καλά. Να πλένετε παιδικά καλτσάκια με βατράχους πάνω και δεινοσαύρους και σαλιάρες με κρέμες μωρουδιακές. Να κοιμάστε αγκαλιά ακόμα και αν είστε μαλωμένοι. Να τη βοηθάς, μην είσαι γάιδαρος.
Και που και που να με αφήνεις να έρχομαι. Να κάνω μια βόλτα στο διάδρομο, να πατάω ξυπόλυτη στο άσπρο μάρμαρο. Να μη φοβάσαι, δεν είμαι φάντασμα. Αγάπη είμαι και δεν μπορώ να φύγω.
Ο χρόνος μπαίνει στο πλυντήριο. Μαζεύει και ξεχειλώνει και γίνεται γραμμικός και πλαγιάζει και καμιά φορά μοιάζει με το ξαπλωτό οχτάρι του απείρου.
Τι είναι αυτό που νιώθω στην κοιλιά μου; Τί γεννάω και τί σκοτώνω, είμαι η μάνα ή το παιδί; Που δεν έχω μια αγκαλιά να κλάψω. Το ΄χασα το παιδί, δεν το άντεξε η κοιλιά μου. Δεν ήταν έτοιμη, δεν ήταν το περιβάλλον φιλικό.
Νεκροταφείο με λευκά φέρετρα, μικρά και φρικιαστικά. Λευκό φέρετρο, λευκό νυφικό, λευκό πλυντήριο.
Πάω και κρύβομαι πίσω του, στη γωνία, να μη με βλέπει κανείς.
Όποτε ξεκινάει το γύρω γύρω κουρνιάζω εκεί και γλείφω τις πληγές μου. Με έναν τρόπο παράδοξο, πάντα είμαστε μαζί. Πάντα πονάμε μαζί και πάντα χώρια, όπως τότε που κοιμόμασταν δίπλα δίπλα, εντελώς και απόλυτα ξένοι.