Άρθρο: Βασίλειος Σκανδάλης
Σύμβουλος Ψυχικής Υγείας
Επιμέλεια: Στέλλα Πυρένη
Φιλόλογος
Η προσωποκεντρική θεραπευτική προσέγγιση αποτελεί περισσότερο έναν τρόπο ζωής/ύπαρξης, παρά μια μέθοδο ή μια τεχνική θεραπείας (Rogers, 1957). Ο στόχος των θεραπευτών είναι το «ευ ζην» του πελάτη, κάτι το οποίο αποτελεί περισσότερο μια διαδικασία παρά μια υπαρξιακή κατάσταση, μια πορεία παρά έναν προορισμό (Rogers, 1961). Αυτή η δυνατότητα αλλαγής και μετακίνησης του ορισμού της ζωής από την προτεραιότητα του «πράττειν» στην προτεραιότητα του «είναι» ή του «υπάρχειν» είναι ένας νέος τρόπος να σχετιζόμαστε (Merry, 1996).
Εκτός από της προσωπικές θεραπείες, στην προσωποκεντρική δόθηκε έμφαση στις «Ομάδες Συνάντησης». Αναλυτικότερα, αναφερόμαστε σε προσωποκεντρικές θεραπευτικές ομάδες που οργανώθηκαν από τον Rogers κατά τις δεκαετίες ‘60-‘70 στην Αμερική (Haley & Yates, 2019). Οι ομάδες αποτελούνται συνήθως από 8 έως 18 μέλη που σχετίζονται μεταξύ τους, αλληλεξαρτώνται και συναλλάσσονται για μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο (Πολέμη-Τοδούλου, 2005). Είναι η ίδια η ομάδα υπεύθυνη για τους στόχους και τις κατευθύνσεις που θα πάρει, εστιάζοντας στη διαδικασία και στη δυναμική των άμεσα προσωπικών αλληλεπιδράσεων (Grant, 2002).
Ο Rogers (1985) ήταν συγκεκριμένος για τον μη δομημένο και μη κατευθυντικό τρόπο των συντονιστών στη διαδικασία των ομάδων. Ο Schmid (2005) βλέπει τη μη κατευθυντικότητα ως έκφραση «της τέχνης του να μη γνωρίζεις», όπου ο διευκολυντής/συντονιστής δε λειτουργεί παίρνοντας τον ρόλο του «ειδικού» αλλά του «συνοδοιπόρου» και ο βασικός του στόχος είναι η εμπειρία της ελευθερίας (Schlien, 2003). Έτσι, παραμένει ανοιχτός, δημιουργώντας έναν ασφαλή και αποδεκτικό χώρο προς εξερεύνηση του εαυτού των συμμετεχόντων στη σχέτισή τους με τους άλλους (Rogers, 1959). Σίγουρα νιώθει υπεύθυνος προς τους συμμετέχοντες αλλά όχι υπεύθυνος για τους συμμετέχοντες (Rogers, 1985). Έτσι, καθώς η προσωποκεντρική προσέγγιση είναι μια σχεσιακή θεραπεία, οι συντονιστές οφείλουν να έχουν πρωτίστως εξερευνήσει και κατανοήσει τους εαυτούς τους αλλά και το πώς λειτουργούν μέσα στις σχέσεις τους με τους άλλους, ώστε να είναι ικανοί να αναλάβουν τον ρόλο τους με ποιότητες όπως η τιμή, ο σεβασμός και η εμπιστοσύνη στο κάθε μέλος (Haley & Yates, 2019).
Συνεπώς, στην προσωποκεντρική ομάδα, η βοήθεια δεν προκύπτει μόνο από ένα άτομο προς το οποίο όλες οι προσδοκίες κατευθύνονται (συντονιστής) αλλά τα μέλη μαθαίνουν να υποστηρίζουν το ένα το άλλο αμοιβαία (Schmid, 199). Για τον λόγο αυτό, το κάθε μέλος γίνεται διευκολυντής για κάθε άλλο μέλος, μαθαίνει από το άλλο και με αυτόν τον τρόπο υπάρχει μια πλούσια εμπειρία μάθησης, μέσω της οποίας ο καθένας συναντά μια άλλη αντιληπτική πραγματικότητα και έναν άλλο κόσμο αξιών που επαναπροσδιορίζουν τον δικό του, εφόσον εκείνος καταφέρνει να παραμένει ανοιχτός. Έτσι, καταλήγει το άτομο να δημιουργεί την ομάδα και η ομάδα να δημιουργεί το άτομο (Wood, 1988).
Με άλλα λόγια, το βίωμα είναι ένα ενδιαφέρον χαλί με πολλές διαφορετικές κλωστές. Οι συμμετέχοντες επισκέπτονται την ομάδα με ποικίλα συναισθήματα όπως ο φόβος της σύγκρουσης, της αντιπαράθεσης ή της ευπάθειας (Haley & Yates, 2019). Ο Rogers (1985) αναφέρθηκε στην πείνα των ανθρώπων για σχέσεις που να είναι κοντινές και αληθινές. Οι άνθρωποι επιθυμούν στοργικότητα, αποδοχή και σχέσεις στις οποίες μπορούν να είναι ο εαυτός τους (Ryback, 2002). Στις Ομάδες Συνάντησης επιδιώκουμε να δομήσουμε και να εμπνεύσουμε ένα ιδανικό πλαίσιο, όπου τα άτομα βιώνουν ακριβώς αυτή την ανάγκη, μπορούν δηλαδή να μοιράζονται περισσότερη στοργή και επαφή απ’ ότι στην καθημερινή τους ζωή (Rogers, 1985). Συνεπώς, στόχος των ομάδων είναι τα μέλη να ακούν, να σχετίζονται και να απαντούν το ένα στο άλλο χωρίς προσποιήσεις, άμυνες και επιπόλαιες «ψιλές κουβέντες» της καθημερινής ζωής (Haley & Yates, 2019). Μπαίνουν στη διαδικασία να παρουσιάσουν τον «δημόσιο εαυτό» τους με μια ποικιλία συναισθημάτων (από τόλμη έως φόβο) και σταδιακά τείνουν να αποκαλύπτουν κομμάτια από τον «προσωπικό/ιδιωτικό τους εαυτό», με αποτέλεσμα οι Ομάδες Συνάντησης, εκτός από ένα ασφαλές πλαίσιο, να σημαίνουν ρίσκο και τόλμη. Συνεπώς, μέσα σε αυτή την πρό(σ)κληση, τα μέλη έχουν την ευκαιρία να λάβουν το δώρο της προσωπικής επαφής και τη δυνατότητα της ολοκλήρωσης των προσωπικοτήτων τους (Schmid, 1998). Η διαδικασία αυτή, θα μπορούσε να πει κανείς πως μοιάζει με «ταξίδι στο κέντρο του εαυτού» (Rogers, 1970).
Ενδιαφέρον προκαλεί το γεγονός πως οι Haley και Yates (2019) στις μελέτες τους αναφέρουν πως κάποιοι συμμετέχοντες θεώρησαν τις Ομάδες Συνάντησης ως μια ανασφαλή πρόκληση, όταν όλα τα μέλη δε βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο συνειδητότητας, ενώ άλλοι θεώρησαν πως υπάρχει ρίσκο για παρεξηγήσεις, οι οποίες δε λύνονται πάντα. Για κάποιους, ο φόβος των συγκρούσεων είχε να κάνει με την έκφραση του θυμού, ενώ για άλλους ήταν ένας χώρος, όπου μπορούσαν να εκφράσουν τον θυμό τους με ασφάλεια. Ο Rogers (1985) αναφέρει πάνω σε αυτό: «γνωρίζω καλά ότι τα μέλη δεν μπορούν να βιώνουν πάντα την εμπειρία (των ομάδων) ως ασφαλή, απομονώνοντας τον πόνο των νέων πληροφοριών ή των ειλικρινών ανατροφοδοτήσεων των άλλων» (σελ. 53). Ταυτοχρόνως, ο Rose (2008) πιστεύει ότι σε μια ομάδα, η σύγκρουση είναι αναπόφευκτη και συχνά υγιής, ενώ κάποιες φορές μπορεί, ασφαλώς, να καταλήξει μη παραγωγική. Αν, λοιπόν, η ομάδα δε διατηρεί μια στάση ενσυναίσθησης και άνευ όρων αποδοχής, τα μέλη ενδέχεται να νιώσουν ανασφαλή ή ακόμα και αμυντικά. Έτσι, λοιπόν, στην προσπάθειά μας να προχωρήσουμε πέρα από την «ψιλή κουβέντα» και την «ευγένεια της καθημερινότητας» σε μια ουσιαστική επαφή και τριβή, χρειάζεται ως προσωποκεντρικοί θεραπευτές να επιτρέψουμε την έκφραση των συναισθημάτων με κάθε τρόπο (Haley & Yates, 2019).
Στο πέρας της ομάδας, συνήθως τα μέλη στοχάζονται το πώς ξεπέρασαν μια δυσκολία όλα μαζί και επιβίωσαν, βγαίνοντας από την κατάσταση αυτή όχι μόνο άθικτα αλλά και πιο δυνατά (Haley & Yates, 2019). Έτσι, φαίνεται πως οι ομάδες είναι ένα μέρος, όπου νέοι τρόποι συμπεριφοράς δοκιμάζονται (Rogers, 1985) και οι αλλαγές θα μπορούσαν να συνοψισθούν σε τρία πλαίσια:
- στα πρόσωπα
- στις σχέσεις (προσωπικές, οικογενειακές, επαγγελματικές, κοινωνικές)
- στις οργανώσεις (σχολεία, εταιρείες, νοσοκομεία κ.α.) (Rogers, 1985).
Δεν είναι πάντα ξεκάθαρο τι είναι αυτό που αλλάζει τους ανθρώπους σε μια Ομάδα Συνάντησης. Κάποια ενδιαφέροντα σημεία είναι τα ακόλουθα:
- Η αλλαγή ως διαδικασία διεύρυνσης και ανάπτυξης δυνατοτήτων (Natiello, 1998).
- Η αλλαγή ως ολοκλήρωση μέσα από την εμπιστοσύνη και την αποδοχή (Butler & Haigh, 1954; Rogers, 1985; Natiello, 1998).
- Η αλλαγή ως σεβασμός, ισοτιμία και φροντίδα του εαυτού (Fragkiadaki, Balamoutsou, & Prokopiou, 2013).
- Η ανάγκη αυτογνωσίας και το ενδιαφέρον για τον άνθρωπο (Poznanski & McLennan, 2003; Tremblay, Herron, & Schultz, 1986).
- Συνεχιζόμενη διαδικασία με δυσκολίες, συγκρούσεις και αναδιαπραγμάτευση (Rogers, 1961).
- Νέα στάση ζωής με εστίαση στο εδώ και τώρα και στις πυρηνικές συνθήκες (Rogers, 1961; Seeman & Raskin, 1953; Barrett – Lennard, 1959).
- Νέα στάση ζωής με πάθος για πολυδιάστατη γνώση και αυτογνωσία (Lakioti, 2011).
Τέλος, ο Rogers ανέφερε το 1985 στα συμπεράσματά του πως «το κίνημα προς τις Ομάδες Συνάντησης, σε όλες τις μορφές τους, έχει ζωτική σημασία τόσο για το παρόν όσο και για το μέλλον. Όσοι θεωρούν πως οι ομάδες, ως φαινόμενο, επηρεάζουν μόνο λίγους ανθρώπους προσωρινά, καλό θα ήταν να αναθεωρήσουν. Στο προβληματικό μέλλον που μας περιμένει, η τάση προς τις εντατικές ομάδες συνάντησης σχετίζεται με βαθιά και ουσιαστικά ζητήματα» (σελ. 169).
Βιβλιογραφικές αναφορές
Barrett-Lennard, G. T. (1959). The relationship inventory: A technique for measuring therapeutic dimensions of an interpersonal relationship.
Butler, J. M., & Haigh, G. V. (1954). Changes in the relation between self-concepts and ideal concepts consequent upon client-centered counseling.
Fragkiadaki, E., Triliva, S., Balamoutsou, S., & Prokopiou, A. (2013). The path towards a professional identity: An IPA study of Greek family therapy trainees. Counselling and Psychotherapy Research, 13(4), 290-299.
Grant, B. (1990). Principled and instrumental nondirectiveness in person-centered and client-centered therapy. Person-Centered Review, 5(1), 77-88.
Haley, J., & Yates, R. (2019). Exploring the value of person-centred encounter groups today-relevance, purpose and importance. Person-Centered & Experiential Psychotherapies, 1-11.
Merry, T. (1995). Invitation to person centred psychology. London: Whurr.
Natiello, P. (1998). PERSON. CENTERED TRAIN I NC: RESPONSE TO DAVE MEARNS. The Person-Centered Journal Volume, 5.
Poznanski, J. J., & McLennan, J. (2003). Becoming a psychologist with a particular theoretical orientation to counselling practice. Australian Psychologist, 38(3), 223-226.
Rogers, C. R. (1957). Becoming a Person. In Symposium on Emotional Development, Oberlin College, Oberlin, OH, US; This chapter represents a lecture by Dr. Rogers given at the aforementioned symposium.. Association Press.
Rogers, C. R. (1959). A theory of therapy, personality, and interpersonal relationships: As developed in the client-centered framework (Vol. 3, pp. 184-256). New York: McGraw-Hill.
Rogers, C. R. (1961). One becoming a person. Houghton Mifflin.
Rogers, C. R. (1970). A Revolutionary Program for Graduate Education. Libr Coll J.
Rogers, C. R. (1985). Encounter groups. Harmondsworth, Middlesex: Penguin.
Rose, C. (2008). The personal development group. London: Karnac.
Ryback, D. (2002). An interview with Carl Rogers. In D. J. Cain (Ed.), Classics in the person-centred approach (p. 369). Ross-on-Wye: PCCS.
Schmid, P. (1998). Face to face’ – The art of encounter. In B. Thorne & E. Lambers (Eds.), Person-centred therapy a european perspective (σελ. 74–90). London: SAGE.
Schmid, P. (2005). Facilitative responsiveness: Non-directiveness from anthropological, epistimological and ethical perspective. In B. Levitt (Ed.), Embracing Non-directivity (σελ. 75–95). Ross-on-Wye: PCCS.
Seeman, J., & Raskin, N. J. (1953). Research perspectives in client-centered therapy. In O. H. Mowrer (Ed.), Psychotherapy theory and research (σελ. 205-234).
Wood, J. K. (1988). Human existence as being-together: groupwork according to person centered approaches. Cologne: Edition Humanistische Psychologie
Λακιώτη, Α. (2011). Η έννοια της ψυχικής ανθεκτικότητας. Στο Α. Σταλίκας και Π. Μυτσκίδου (επιμ.). Εισαγωγή στη θετική ψυχολογία, (σελ.117-136).