Κείμενο: Δημήτρης Σούκουλης
Συγγραφέας

Επιμέλεια: Στέλλα Πυρένη
Φιλόλογος


Οι σκέψεις ανοιχτού ευήλιου παραθύρου που βλέπει στον δρόμο φεύγουν τρεχάλα με τα αυτοκίνητα˙ σαν τις αδέσποτες λιωμένες σακούλες, που ο αέρας τις σηκώνει από την άσφαλτο, τις στροβιλίζει ξυπόλυτες μπαλαρίνες με καπνισμένους αστραγάλους από τις εξατμίσεις. Οι γειτονιές, οι περιφερειακοί δρόμοι γεμίζουν χορευτές κι η μέρα ένα καρναβάλι. Σερπαντίνες από τη χαρά, κορδόνια από τις σκέψεις διπλώνονται στα πόδια.

Από τα ανοιχτά τζάμια των τροχοφόρων, στα χέρια που εξέχουν από τα κατεβασμένα παράθυρα των οδηγών, μεταβιβάζω άνευ περιοριστικών όρων την επικαρπία των ονείρων, ενώ κρατώ την υψηλή κυριότητα, τον σκελετό των επιθυμιών, των ευχών, το αλουμινένιο τους ελαφρύ «αχ, πώς θα ‘θελα» κινητήρα καύσης και καλάθι από αερόστατο.

Πωλητής του δρόμου, κρεμιέμαι από τα παρμπρίζ, δείχνοντας σε μόστρα την πραμάτεια μου, όπως ένας γύφτος που έστησε τον πάγκο του μέρα Πρωτομαγιάς στην εθνική και πουλάει στεφάνια από μαργαρίτες και κόκκινες αχτένιστες παπαρούνες.

Οι σκέψεις μου, στις φυγόκεντρες στροφές των δρόμων, στο τράνταγμα των γραμμών του τραμ, στον γκρεμό μιας φαρδιάς λακκούβας, τρυπώνουν μέσα στα οχήματα, στριμώχνονται στην κιτρινισμένη οροφή από τα τσιγάρα, καβαλικεύουν αλόγατα τα τραγούδια από το ραδιόφωνο, γδύνουν τους στίχους και τους ντύνονται τη μουσική. Άλλες πέφτουν κάθετα στο πεζοδρόμιο. Κάθονται στον φράχτη και κουνούν τα κανιά τους:

– «Θα βγάλετε κάνα μάτι περαστικού. Ταπεινά και τακτικά να κάθεστε. Θα ξεβουρλίσετε το ωραίο σας γιορτινό φόρεμα στα κλαδιά του γιασεμιού. Να διαβάσετε ένα βιβλίο, ένα παραμύθι. Κοιτάξτε πώς λιάζεται η γάτα, πώς χαίρεται τον ήλιο και του δείχνει τη χορτάτη την κοιλιά της. Μη χτυπάτε με τα πόδια σας το τσίγκινο γραμματοκιβώτιο και σηκώνετε αντάρα μεσημεριάτικα. Μην είστε ανυπόμονες. Όλο και κάποιος περαστικός θα σας πάρει μαζί του».

– «Τώρα που είναι κλεισμένοι όλοι στα σπίτια και τα βήματα στερφεύουν στα πεζοδρόμια, τώρα που οι άνθρωποι σκύβουν και χώνονται στις πλάτες τους οι λαιμοί τους, σαν να κονταίνουν μπροστά στον κίνδυνο και μοιάζουν πως κάτι ψάχνουν κοιτώντας ολοένα χαμηλά, τώρα που αφουγκράζεσαι στην ησυχία την ανάσα σου, τώρα που λες είναι πιο εύκολο να διακρίνεις τα θαύματα, να σταθείς στους φθόγγους των λέξεων, να τις ζυγίσεις, να τις μετρήσεις. Τώρα φαίνονται καλύτερα τα μάτια χωρίς να σε παιδεύουν οι υποσχέσεις, οι κολακείες. Οι προθέσεις σε βρίσκουν γυμνές».

»Τώρα μπορεί να σε βρει ο ταχυδρόμος, που πρώτα χτυπούσε ανώφελα το κουδούνι το χέρι που δίσταζε να σου χτυπήσει την πόρτα, o ξαφνικός μουσαφίρης. Η ζωή τρέχει και δρόμο παίρνει και δρόμο αφήνει».

»Η γη δε σταματά. Άσε μας τώρα να κουνάμε τα κανιά μας, να λικνίζουμε τον φόβο να αποκοιμηθεί στην κούνια που πλέκουν τα χέρια μας. Να, η τύχη μας αλλάζει».