Άρθρο: Ηλιάνα Αναγνώστου
Φοιτήτρια Προσωποκεντρικής Ψυχοθεραπείας


Η ανθρωπιστική ψυχολογία, ως τρίτη δύναμη μετά την ψυχανάλυση και τον συμπεριφορισμό, αναπτύσσεται τις δεκαετίες ‘40 και ‘50 στην Αμερική με βασικούς εκπροσώπους τους Maslow και Rogers, διάστημα στο οποίο ο τελευταίος ανέπτυξε, τόσο τη θεωρία θεραπείας, όσο και τη θεωρία προσωπικότητας της προσωποκεντρικής προσέγγισης (Rubin & Humphreys, 2014). Η υπαρξιακή ψυχοθεραπεία, τόσο ως όρος, όσο και ως προσέγγιση, φαίνεται να εδραιώνεται σε μια πιο αναγνωρισμένη και διαφοροποιημένη πρακτική μετά την έκδοση του βιβλίου «Existence» του Rollo May το 1958 στην Αμερική (Schneider & Krug, 2014). Ωστόσο, νωρίτερα στην Ευρώπη, μετά την ανάδειξη του φιλοσοφικού ρεύματος του υπαρξισμού με πρωτεργάτη τον Kierkegaard ήδη από τον 19ο αιώνα, έχει αρχίσει να διαμορφώνεται μια πιο φαινομενολογική ανθρωπολογική προσέγγιση στην ψυχοθεραπεία με σαφείς υπαρξιστικές επιρροές, (Yalom, 1980).

Η υπαρξιακή προσέγγιση, καθώς διαμορφώνεται, εστιάζει στο προσωπικό νόημα, ενώ αναδεικνύει θέματα όπως η ελευθερία, η επιλογή και η αυθεντικότητα, θέματα που κατέχουν εξίσου εξέχουσα θέση στην προσωποκεντρική προσέγγιση (Winston, 2015). Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η μεταξύ τους σύγκριση σε μια προσπάθεια να αναδειχθούν σε βάθος, τόσο οι ομοιότητες, όσο και οι διαφορές ανάμεσα σε δύο προσεγγίσεις με υψηλή συνάφεια, αφού προηγουμένως γίνει μια σύντομη αναφορά στις διαφορετικές σχολές της υπαρξιακής ψυχοθεραπείας, όπως αυτές διαμορφώθηκαν ιστορικά, αλλά και η παρουσίαση των βασικών θέσεων της κάθε μίας.

Υπαρξιακές Σχολές Ψυχοθεραπείας

Η υπαρξιακή ψυχοθεραπεία παρουσιάζει ιδιαίτερη ποικιλομορφία, καθώς αναπτύχθηκε ανεξάρτητα και αυθόρμητα σε διάφορες περιοχές του κόσμου και ανάλογα με τον εκπρόσωπο και τις φιλοσοφικές αναφορές του, υιοθετεί και διαφοροποιημένη πρακτική στη θεραπεία (Cooper, 2017).

Στην Ευρώπη, αρχικά ο ψυχίατρος Binswanger στις αρχές του 1930 και αργότερα ο Boss, διαμορφώνουν την Daseinanalysis, υπαρξιστική σχολή με επιρροές από τον Γερμανό φιλόσοφο Heidegger, στην οποία ο θεραπευτής προάγει τη σύνδεση του ανθρώπου αναπόδραστα σε σχέση με το περιβάλλον και τα άλλα όντα, με την ψυχοπαθολογία να ανακύπτει από την αποτυχία της σύνδεσης αυτής, (Γεωργαντά, 2001). Παράλληλα, ο ψυχίατρος Frankle, δημιουργεί τη σχολή της λογοθεραπείας, υπογραμμίζοντας την ανάγκη του ανθρώπου να νοηματοδοτήσει την ύπαρξή του ως βασική διαφοροποίησή του από τα ζώα, αλλά και ως κύρια πηγή της ψυχοπαθολογίας (Cervon & Pervin, 2013).

Η υπαρξιακή-ανθρωπιστική σχολή, η οποία συστήνεται στην Αμερική μετά το 1958, ακολουθεί δύο τάσεις: μια με ψυχοδυναμικές επιρροές και πιο ερμηνευτικό χαρακτήρα, τονίζοντας τα συναισθηματικά στοιχεία των διαπροσωπικών συναντήσεων και κύριο εκπρόσωπο τον Yalom και μια που εστιάζει σε πιο βιωματικές-σωματικές εμπειρίες, υπογραμμίζοντας τα κιναισθητικά στοιχεία των συναντήσεων, με βασικούς εκπροσώπους τους Bugental και Schneider(Cooper, 2017).

Παράλληλα, στη Βρετανία ο ψυχίατρος, Laing και η σχολή που διαμόρφωσε επικεντρώνοντας στη σχιζοφρένεια, αμφισβήτησε το απρόσωπο ψυχιατρικό σύστημα και την απαράμιλλη εξουσία που ασκεί στους ασθενείς, επισημαίνοντας την αποτυχία αυτού να εστιάσει στο βίωμα πίσω από το σύμπτωμα και αποτέλεσε προπομπό της υπαρξιακής-φαινομενολογικής σχολής (Cooper, 2017). Βασικοί εκπρόσωποι της τελευταίας είναι η Van Deurzen, που διαφοροποιείται στο βαθμό που εστιάζει κυρίως στα καθημερινά προβλήματα, έναντι των βασικών υπαρξιακών ανησυχιών κατά τη θεραπεία, αντλώντας στοιχεία από τη φιλοσοφία κατά το θεραπευτικό διάλογο και ο Spinelli, που περιγράφει την ψυχολογική ένταση ως αποτέλεσμα της αβεβαιότητας του σχετίζεσθαι, που ενέχει το να είναι κανείς ανοικτός στην εμπειρία, ενσωματώνοντας τη διαρκώς μεταβαλλόμενη φύση του (Cooper, 2017).

Η ανάλυση εδώ επικεντρώνεται σε μία έκφραση της υπαρξιακής ψυχοθεραπείας, ως πιο σύγχρονη και πιο διαδεδομένη, αυτή της υπαρξιακής-ανθρωπιστικής (Schneider & Krug, 2014).

Θέσεις Υπαρξιακής[1] Προσέγγισης 

Βασικοί πυλώνες της υπαρξιακής προσέγγισης στην ψυχοθεραπεία αποτελούν τα δεδομένα της ύπαρξης, όπως είναι το αναπόφευκτο του θανάτου, η ελευθερία της επιλογής και η ευθύνη που αυτή ενέχει, η υπαρξιακή μοναξιά του ανθρώπου και η ανάγκη για εύρεση νοήματος, τα οποία αναγνωρίζονται ως ο πυρήνας της ψυχολογικής έντασης (άγχος) και οδηγούν στην δημιουργία αμυντικών μηχανισμών (άρνηση, μετάθεση & αποφυγή ευθύνης), επισημαίνοντας την ανάγκη του ανθρώπου να έρθει αντιμέτωπος με αυτά (Γεωργαντά, 2001).

Το αναπόφευκτο του θανάτου αποτελεί τον μεγαλύτερο φόβο των ανθρώπων που συχνά εμποδίζει την ίδια τη ζωή, άλλοτε μέσα από την άρνηση του θανάτου και άλλοτε με μια εμμονική προσκόλληση στην επίγνωση αυτού (Schneider & Krug, 2014).

Για τους υπαρξιστές η ελευθερία ορίζεται ως «η δυνατότητα της επιλογής μέσα στα φυσικά όρια και στα όρια που θέτει ο καθένας στον εαυτό του για τη ζωή του» (Schneider & Krug, 2014 σελ.23). Ωστόσο, πολλοί υπαρξιστές φιλόσοφοι θεωρούν το προσωπικό όριο συνυφασμένο με την έννοια του κοινωνικού περιορισμού (Cooper, 2017). Η ελευθερία εμφορείται από μια αντίφαση και φέρνει τον άνθρωπο αντιμέτωπο με την ευθύνη και την ένταση που αυτή επιφέρει, με αποτέλεσμα οι άνθρωποι από τη μια να αποτυγχάνουν να αναγνωρίσουν την ελευθερία τους και να θέτουν καταπιεστικά όρια για τον εαυτό τους και από την άλλη να κάνουν υπέρμετρη χρήση αυτής, αποτυγχάνοντας να τα αναγνωρίσουν (Schneider & Krug, 2014).

Η απομόνωση άλλοτε μπορεί να έχει διαπροσωπική χροιά, αναφερόμενοι στην αδυναμία του ανθρώπου να σχετιστεί με τους άλλους, και άλλοτε ενδοπροσωπική, αναφερόμενοι στη δυσκολία να σχετισθεί με τον εαυτό (Γεωργαντά, 2001). Όμως σε μια βαθύτερη ανάγνωση, η επώδυνη συνειδητοποίηση ότι όσο αληθινά και ουσιαστικά και αν σχετιστεί κανείς με τον άλλο υπάρχει πάντα ο οντολογικός διαχωρισμός, που δημιουργεί ένα «υπαρξιακό» κενό, μας υπενθυμίζει το μοναχικό δρόμο προς την ολοκλήρωση (Γεωργαντά, 2001). Η ανάγκη για επιβεβαίωση της ύπαρξής μας μέσα από τους άλλους στην προσπάθεια να γεφυρωθεί αυτό το κενό, άλλοτε κάνει τον άνθρωπο να καταφεύγει σε απεγνωσμένες προσπάθειες να σχετιστεί και άλλοτε σε απομόνωση προκειμένου να μην απορριφθεί (Schneider & Krug, 2014).

Η διερώτηση αναφορικά με το νόημα της ζωής μπορεί να οδηγήσει ακόμη και στη διαπραγμάτευση της ίδιας της ζωής, ανακαλύπτοντας την παντελή έλλειψη νοήματος όπως ο Camus, αλλά και στη εύρεση νοήματος ακόμα και στις πιο επώδυνες εμπειρίες, όπως υποστηρίζει ο Frankl (Γεωργαντά, 2001). Η ανάγκη για νοηματοδότηση, συχνά καλλιεργεί τάσεις εμμονής, είτε προς ενεργητικές στάσεις, όπως υπέρμετρα διαισθητική ή ορθολογική σκέψη, προσκόλληση σε θρησκείες, αφοσίωση σε ένα σκοπό, ηδονισμός, είτε προς παθητικές στάσεις, όπως μηδενισμός, κατάθλιψη, ναρκωτικά (Schneider & Krug, 2014).

Βασική έννοια για τους υπαρξιακούς θεωρητικούς αποτελεί η επίγνωση της ύπαρξης μέσα από την οποία το άτομο αποκτά αίσθηση του εαυτού του (Schneider & Krug, 2014). Μια επίγνωση που γεννάται από το βίωμα του υπαρξιακού άγχους, το οποίο δημιουργεί ένα συνεχή «εσωτερικό διάλογο» ανάμεσα στο ίδιο το άτομο (υποκείμενο) και την αλληλεπίδρασή του με τον έξω κόσμο (αντικείμενο) στην προσπάθειά του προσδώσει προσωπικά νοήματα, διαδικασία που ο May ονομάζει «πάθος για τη μορφή» (1975). Δίνει έμφαση στη βιωματική συνάντηση, αναγνωρίζοντάς τη ως το μόνο δρόμο προς την αλλαγή, μέσα από την οποία, τόσο ο θεραπευτής, όσο και ο θεραπευόμενος εξελίσσονται (Schneider & Krug, 2014).

Η αντίσταση κατέχει σημαντική θέση στην υπαρξιακή προσέγγιση, λειτουργεί ως ένας προστατευτικός μηχανισμός για τον θεραπευόμενο και είναι σημαντικό να έχει εδραιωθεί μια σχέση αποδοχής και εμπιστοσύνης πριν ο θεραπευτής κατά τη θεραπευτική διαδικασία την προκαλέσει, προχωρώντας ακόμη και σε ευθεία αντιπαράθεση, όταν εκείνος κρίνει ότι εμπεριέχεται η δυνατότητα αλλαγής,  (Schneider & Krug, 2014).

Στόχοι της υπαρξιακής ψυχοθεραπείας είναι να καλλιεργήσει στον θεραπευόμενο την αίσθηση του να είναι παρών σε αυτό που του συμβαίνει, βοηθώντας τον παράλληλα στην παρατήρηση, τόσο των αντιστάσεων που προβάλλει, όσο και των μηχανισμών ενεργοποίησής τους, έτσι ώστε να αποκτήσει υψηλότερα επίπεδα επίγνωσης, να αναλάβει την ευθύνη του εαυτού του, αναγνωρίζοντας τα όρια, να αρχίσει να δημιουργεί προσωπικά νοήματα, έχοντας την πρόθεση να σχετιστεί πιο αυθεντικά με τους άλλους, με μια πιο διευρυμένη αίσθηση του εαυτού (Schneider & Krug, 2014).

Ακόμα και αν υπάρχει διαφορά στη θεωρητική τοποθέτηση του κάθε εκπρόσωπου, o θεραπευτής είναι ολοκληρωτικά παρών και συντονισμένος με τον θεραπευόμενο ακούγοντας με ευαισθησία, σχετιζόμενος αυθεντικά, αλλά ως διακριτό πρόσωπο, προσπαθώντας να αντιληφθεί τον υποκειμενικό κόσμο του θεραπευόμενου, δημιουργώντας παράλληλα ένα κλίμα ασφάλειας και αποδοχής (Cooper, 2017).

Είναι σημαντικό να αναφερθεί ο τρόπος που ο θεραπευτής καλλιεργεί, τόσο την αυτό-επίγνωση, όσο και την επίγνωση μέσω της δυναμικής σχέσης «εγώ –εσύ», που ανέλυσε διεξοδικά ο Buber (Schneider & Krug, 2014). Στο πλαίσιο της ενδοπροσωπικής παρουσίας, ο θεραπευτής κυρίως είναι ενεργός ακροατής, αλλά μπορεί και να καθοδηγεί, ενώ σε εξαιρετικές περιπτώσεις μπορεί ακόμη και να συμβουλεύσει ή να ζητήσει κάτι από τον θεραπευόμενο (Bugental, 1987). Η καθοδήγηση δύναται να περιλαμβάνει διάφορες τεχνικές, όπως παιχνίδια ρόλων, καθοδηγούμενο διαλογισμό, βιωματική αναπαράσταση, μέθοδο EMDR[2], αλλά και προτροπή για μια δραστηριότητα ή μια θεραπευτική δέσμευση (Schneider & Krug, 2014). Χρήσιμο εργαλείο αποτελεί και η ενασχόληση με τα όνειρα που σύμφωνα με τον Yalom(2002) μπορεί να επιταχύνει τη θεραπευτική διαδικασία.

Αναφορικά με τη διαπροσωπική παρουσία σημαντική θέση κατέχει η έννοια της θεραπευτικής συμμαχίας κατά την οποία ο θεραπευτής προκαλεί ευθέως την αφύπνιση της παρουσίας του θεραπευόμενου, με ό,τι συμβαίνει εκείνη τη στιγμή στη σχέση, ζητώντας τη συμμετοχή του και κυρίως ζητώντας να μοιραστεί το πώς αισθάνεται για τον θεραπευτή (Schneider & Krug, 2014). Παράλληλα, αναγνωρίζει τη μεταβίβαση και αντιμεταβίβαση των προβολών του θεραπευόμενου, ως μέσο μετάθεσης της ευθύνης, πάντα εστιάζοντας στη σχέση στο «εδώ και τώρα», χωρίς να παραγκωνίζει την σημασία που έχει το παρελθόν (Schneider & Krug, 2014). Σε αυτή τη ζωντανή αλληλεπίδραση ο θεραπευτής οφείλει να λειτουργεί με διαφάνεια αναφορικά με θέματα σχετικά με τη θεραπευτική διαδικασία, με τυχόν έντονα και επίμονα συναισθήματα που μπορεί να αναδυθούν στον θεραπευτή κατά τη διάρκεια της συνέντευξης, καθώς και να προβαίνει σε αυτό-αποκάλυψη στοιχείων της ζωής του, αν κρίνει ότι θα συμβάλουν στην ενεργοποίηση της παρουσίας (Cooper, 2017).

Θέσεις Προσωποκεντρικής Προσέγγισης 

Η προσωποκεντρική είναι μια μη-κατευθυντική προσέγγιση που αναπτύχθηκε από τον Rogers (1980), με επίκεντρο τον ίδιο το θεραπευόμενο, που ονομάζει πελάτη. Μέσα από την κλινική πρακτική διαμόρφωσε αρχικά τη θεωρία θεραπείας, διατυπώνοντας τις βασικές θεραπευτικές συνθήκες, ενσυναίσθηση, άνευ όρων αποδοχή και αυθεντικότητα ή συμφωνία του θεραπευτή, που αν προσφερθούν από το θεραπευτή διευκολύνουν την ενεργοποίηση του δυναμικού που έχει μέσα του κάθε οργανισμός, προκειμένου να πραγματώσει τον εαυτό του (Merry, 1995). Εστιάζει στο υποκειμενικό βίωμα του οργανισμού και πως απομακρύνεται από αυτό κατά τη διάρκεια της ανάπτυξής του, προκειμένου να λάβει θετική αποδοχή από τους σημαντικούς άλλους, ενσωματώνοντας στην αυτο-εικόνα του και εμπειρίες που δεν είναι δικές του, ενώ για να διατηρήσει τη συνοχή του εαυτού του, αναπτύσσει άμυνες (άρνηση και διαστρέβλωση) (Rogers, 1951).

Ο θεραπευτής αποφεύγει να λειτουργεί ως αυθεντία, που εγκρίνει ή απορρίπτει, καθησυχάζει, συμβουλεύει, ερμηνεύει ή προσπαθεί να πείσει, καλλιεργεί ένα κλίμα οικειότητας που επιτρέπει στον πελάτη να εκφράσει και τις πιο μύχιες εμπειρίες του, και να βιώσει τον εαυτό του ως ένα πλήρως αποδεκτό πρόσωπο (Rogers, 1961). Μέσα από τη θεραπευτική σχέση ο πελάτης εξοικειώνεται με την ιδέα ότι βρίσκεται σε μια συνεχή ροή διαμόρφωσης, αρχίζει να αντιλαμβάνεται τα πράγματα πιο πολύ ως μεταβαλλόμενα παρά ως προκαθορισμένα, αποκτά υψηλότερα επίπεδα επίγνωσης και αυτονομίας, μια αυτονομία που ακριβώς επειδή ενέχει την διαφοροποίηση και την ανάπτυξη μέσα από την ελεύθερη επιλογή, οδηγεί σε μια πιο υγιή μορφή κοινωνικοποίησης (Ιωσηφίδη & Ιωσηφίδης, 2002).

Σύγκριση των δύο προσεγγίσεων και Κριτική

Όπως προδίδει το όνομα της υπαρξιακής-ανθρωπιστικής ψυχοθεραπείας, η περίοδος που και οι δύο αναπτύχθηκαν, αλλά και όσα παρατέθηκαν στην εισαγωγή, πρόκειται για συγγενείς προσεγγίσεις. Άλλωστε όπως διακηρύσσει ο Sartre (1945) ο «Υπαρξισμός είναι Ανθρωπισμός». Όμως παρά τις ομοιότητες, παρατηρώντας πιο προσεκτικά διαφαίνονται αρκετές διαφοροποιήσεις, τόσο σε θεωρητικό, όσο και σε θεραπευτικό πλαίσιο, οι οποίες υπογραμμίζουν τη μοναδικότητα κάθε μίας, αλλά αναδεικνύουν και τη συμπληρωματικότητα αυτών (Winston, 2015)[3].

Σε επίπεδο θεωρίας και οι δύο προσεγγίσεις αντλούν από την φαινομενολογία και εστιάζουν στο υποκειμενικό βίωμα της εμπειρίας, με τον Rogers (1980) να περιλαμβάνει στις βασικές του έννοιες την οργανισμική διαδικασία αξιολόγησης[4] (Cooper, 2017). Ωστόσο, στους υπαρξιστές θεωρητικούς, ενώ υπογραμμίζεται σε ευρεία βάση η μοναδικότητα του κάθε ατόμου, έχει ασκηθεί κριτική ότι την ίδια στιγμή γενικεύουν, καταλήγοντας να περιγράφουν κοινές υπαρξιακές ανησυχίες για όλους, και αυτό αντανακλά και τη διάστασή τους σε φιλοσοφικό επίπεδο, διακρίνοντας σε εκείνους, που όπως ο Heidegger, βλέπουν τον άνθρωπο ως αναπόφευκτα συνδεδεμένο με τον κόσμο και εκείνους που εστιάζουν στον οντολογικό διαχωρισμό του από τους άλλους, όπως ο Sartre (Cooper, 2017).

Συνεχίζοντας αναφορικά με το θεωρητικό τους υπόβαθρο, και οι δύο υποστηρίζουν μια ολιστική προσέγγιση της ύπαρξης, καθώς υποθέτουν ότι το άτομο δρα ως όλον, με τη συμπεριφορά να είναι αποτέλεσμα της επίδρασης του συνόλου των βιολογικών, διανοητικών και ψυχικών παραγόντων (Winston, 2015). Τόσο η υπαρξιακή, όσο και η προσωποκεντρική έχουν δεχθεί κριτική ότι απορρίπτουν το συστηματικό τρόπο σκέψης και έρευνας, υπό την έννοια ότι και οι δύο προτείνουν μια πιο ανοικτή στάση σε αυτά που συμβαίνουν πέρα από τη στείρα επίκληση στη λογική, όπως είναι σε μια ζωντανή σχέση και την υιοθέτηση μιας πιο βιωματικά τεκμηριωμένης θεραπευτικής πρακτικής (Cooper, 2017; Winston, 2015). Επιπρόσθετα, και οι δύο αμφισβητούν το ιατρικό μοντέλο και την τάση του να ανάγει τις αιτίες της ψυχοπαθολογίας αποκλειστικά στους βιολογικούς παράγοντες, ενώ αποφεύγουν διαγνώσεις και «ταμπέλες», καθώς «αντικειμενικοποιούν» την ανθρώπινη εμπειρία (Winston, 2015).

Η έννοια της επίγνωσης είναι κυρίαρχη και στις δύο προσεγγίσεις, καθώς μέσα από την καλλιέργεια αυτής το άτομο οδηγείται σε μια πιο αυθεντική σχέση με τον εαυτό (Rogers, 1961; Schneider & Krug, 2014). Στην προσωποκεντρική, η θεραπευτική σχέση γεφυρώνει την απόσταση, ανάμεσα στο υποκειμενικό βίωμα του οργανισμού και τις εννοιολογικές κατασκευές του «Εαυτού» προκειμένου να αναδειχθεί το πρόσωπο που πραγματικά είναι ο πελάτης (Bohart, 2007), ενώ στη υπαρξιακή, οδηγεί στην απελευθέρωση του εαυτού, υπό την έννοια της ανάληψης της ευθύνης και της προσωπικής νοηματοδότησης, μια εμπειρία διαμόρφωσης ταυτότητας (Schneider & Krug, 2014).

Για τον Rogers (1963) ωστόσο, στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος είναι ο εαυτός, με τη θεραπευτική σχέση να συμβάλει προς την ανάδειξη του πραγματικού προσώπου, χωρίς προσωπείο, που ευθυγραμμίζεται με την τάση πραγμάτωσής[5] του, ενώ για τους υπαρξιστές είναι η ύπαρξη, που μέσα από την επίγνωση και την αντιμετώπιση των δεδομένων της ευθέως κατά τη θεραπευτική συνάντηση αναπτύσσεται, σύμφωνα με τους Schneider και Krug (όπως αναφέρεται στο May, 1969, 2014) μια «προθετικότητα»[6].

Επιπλέον, διαφαίνεται ότι ο Rogers (1963) τοποθετεί στην κορυφή των κινήτρων ανάπτυξης, την τάση πραγμάτωσης, ενώ οι υπαρξιακοί την σφυρηλάτηση νοήματος, ιδίως στη σχολή της λογοθεραπείας (Cooper, 2017). Ωστόσο, οι υπαρξιακές σχολές ανεξαρτήτως φιλοσοφικών επιρροών, αντιμετωπίζουν το υπαρξιακό άγχος συνολικά ως παράγοντα ενεργοποίησης του ανθρώπου προς το δρόμο της ολοκλήρωσης (Cooper, 2017).

Κι ενώ οι υπαρξιστές θεωρητικοί και κλινικοί εστιάζουν σε πιο σκοτεινές και επώδυνες πτυχές της ανθρώπινης ύπαρξης, όπως οι υπαρξιακές αγωνίες, άλλη μια διαφοροποίηση συγκριτικά με τον Rogers που εστιάζει σε πιο αισιόδοξες πτυχές αυτής, όπως η ικανότητα του ατόμου για συνεχή διεύρυνση και η αυτοπραγμάτωση, το κάνουν με διάθεση να αντιταχθούν στην τάση του πολιτισμού μας να αρνείται και να αποφεύγει τις πιο επίπονες και τρομαχτικές πλευρές της ζωής, στον αντίποδα των κριτικών που μιλούν για μια σχεδόν μακάβρια οπτική της ύπαρξης (Cooper, 2017; Rogers, 1951).

Πηγή της εσωτερικής σύγκρουσης του ανθρώπου, που ενδεχομένως να οδηγήσει σε ψυχοπαθολογία, στην μεν υπαρξιστική είναι η αδυναμία του ανθρώπου να ξεφύγει από τα δεδομένα της ύπαρξής του, στη δε προσωποκεντρική είναι η ασυμφωνία ανάμεσα στη βιωμένη εμπειρία του οργανισμού και την αυτό-εικόνα (Rogers, 1951; Yalom, 1980). Γεγονός που σε επίπεδο οντολογίας σκιαγραφεί μια ακόμη διαφοροποίηση, καθώς η αδυναμία του οργανισμού να ανταποκριθεί στο πλήρες δυναμικό του[7], για τον Rogers υποδηλώνει ότι συντάσσεται με την άποψη ότι η ουσία προηγείται της ύπαρξης. Για τους υπαρξιστές, η ύπαρξη προηγείται των ουσιαστικών ιδιοτήτων του ανθρώπου, υπό την έννοια, όπως υπογραμμίζει ο Sartre, ότι «ο άνθρωπος πρώτα υπάρχει, έπειτα αναπτύσσεται μέσα στον κόσμο, για να χαρακτηριστεί μετέπειτα από όσα, ως φύση ελεύθερος, επιλέγει, τα οποία τον απαρτιώνουν» (1945, σελ.1). Οι υπαρξιακοί θεωρητικοί αποδίδουν ένα ειδικό βάρος στην ελεύθερη, αλλά υπεύθυνη επιλογή του ανθρώπου, ανεξαρτήτως δυναμικού, που όμως σε ένα περιβάλλον που προάγει την προσωπική ανάπτυξη, αναμένεται να ταυτιστεί με την επιλογή αυτού που κανείς είναι, σε συμφωνία με το δυναμικό του, συγκλίνοντας στην θέση της προσωποκεντρικής (Winston, 2015).

Η ελευθερία, ως βαθύτερη αποδοχή των δεδομένων της ύπαρξης, για τους υπαρξιστές, φέρει το βάρος της ευθύνης των συνεπειών κάθε επιλογής, ενώ για την Προσωποκεντρική, αυτό που απελευθερώνει είναι η βαθύτερη αποδοχή του εαυτού, ιδωμένου ως ένα σύνολο συνεχώς μεταβαλλόμενων εμπειριών που ενσωματώνονται με εμπιστοσύνη ότι οι επιλογές του είναι οι καλύτερες για εκείνον τη δεδομένη στιγμή, όποιες και αν είναι  (Cooper, 2017;Hjelle & Ziegler, 1992; Winston, 2015).

Σε επίπεδο θεραπευτικής διαδικασίας, και οι δύο ανάγουν τη σχέση, ως ολοκληρωτική συνάντηση, στην κορωνίδα της αποτελεσματικότητας της θεραπείας σε αντίθεση με θεωρίες και τεχνικές (Lietaer, 1993; Rogers, 1961; Schneider & Krug, 2014). Επικεντρώνονται στο «εδώ και τώρα» της σχέσης, γεγονός που καλλιεργεί την οικειότητα και την εμπιστοσύνη, αποφεύγοντας δογματισμούς και ερμηνείες (Rogers, 1946; Yalom, 1980). Η υπαρξιακή προσέγγιση ενστερνίζεται και εφαρμόζει τις βασικές θεραπευτικές συνθήκες που διατυπώνει στη θεωρία του ο Rogers, βάζει στην άκρη προκατασκευασμένες υποθέσεις, ενώ ο θεραπευτής συντονίζεται μέσω της ενεργητικής παρουσίας του, τόσο με τις φανερές, όσο και με τις αφανείς πλευρές των βιωμάτων του θεραπευόμενου (Rogers, 1946; Schneider & Krug, 2014). Και στις δύο προσεγγίσεις κύριο εργαλείο του θεραπευτή αποτελεί ο εαυτός του (Ιωσηφίδη & Ιωσηφίδης, 2002; Schneider & Krug, 2014).

Ωστόσο, η υπαρξιακή – ανθρωπιστική σχολή, όπως ήδη αναφέρθηκε, έχει μια ελευθερία να μετέρχεται και άλλα μέσα, όπως είναι οι τεχνικές, ανάλογα με την ανάγκη κάθε θεραπευόμενου σε δεδομένη χρονική στιγμή, πολλώ δε μάλλον η νοηματοκεντρική[8], η οποία βασίζεται ιδιαίτερα σε τεχνικές CBT[9] και ο θεραπευτής ενίοτε λειτουργεί ως αυθεντία, ενώ έχει δεχθεί σφοδρή κριτική ότι είναι κατευθυντική ακόμη και ότι δεν έχει θέση ανάμεσα στην υπαρξιακή ψυχοθεραπεία (Cooper, 2017; Yalom, 1980). Σε αντίθεση με την μη-κατευθυντική προσέγγιση του Rogers, o Yalom στέκεται ιδιαίτερα στην έννοια της αντίστασης και χρησιμοποιεί την πειθώ, την καθοδήγηση και τη συμβουλή, προκαλώντας τον θεραπευόμενο να είναι πιο αυθεντικός και να αναγνωρίσει τι αποφεύγει, γεγονός που ο Schneider το προσεγγίζει πιο μαλακά, προσκαλώντας τον θεραπευόμενο (Merry, 1995; Schneider & Krug, 2014; Yalom, 1980).

Ολοκληρώνοντας, μια σημαντική διαφορά εντοπίζεται σε σχέση με το ερευνητικό έργο των δύο προσεγγίσεων. Ο Rogers και οι συνεργάτες του προχώρησαν στον έλεγχο της αποτελεσματικότητας της προσωποκεντρικής προσέγγισης, «εισάγοντας την τεκμηρίωση με ποιοτική έρευνα και στατιστική ανάλυση στο χώρο της ψυχοθεραπείας» (Ιωσηφίδη & Ιωσηφίδης, 2002 σελ.198), ενώ η εγκυρότητά της θεωρίας του υποστηρίζεται επαρκώς από τις έρευνες που έχουν διεξαχθεί από το 1949 έως σήμερα (Rogers, 1980). Αντιθέτως, η υπαρξιακή προσέγγιση υστερεί σε συστηματική διερεύνηση, κριτική που έχει ασκηθεί σε όλες τις επιμέρους ψυχοθεραπευτικές εκφράσεις της, ενώ συχνά κυρίαρχες υποθέσεις και συμπεράσματα άλλων προσεγγίσεων, εξαιτίας της ύπαρξης εμπειρικών δεδομένων, υπονομεύουν τον υπαρξιστικό τρόπο σκέψης (Cooper, 2017).

Σύνοψη

Ανακεφαλαιώνοντας, η υπαρξιακή προσέγγιση καταπιάνεται με το ίδιο το άτομο και την υποκειμενική του εμπειρία, εστιάζοντας στην ελευθερία της συνειδητής επιλογής ως παράγοντα διαφοροποίησης του από τα υπόλοιπο όντα, λαμβάνοντας υπόψη τους περιορισμούς που γεννά αυτή η επίγνωση, όπως είναι η μοναξιά ως οντολογικός διαχωρισμός και το παράλογο της δυνατότητας για ζωή μέσα στο πεπερασμένο της ύπαρξης, θέματα που άπτονται του ενδιαφέροντος του Rogers (Cervone & Pervin, 2013).

Ο Rogers εστίασε στην αποξένωση του ατόμου από τον εαυτό του κατά την κοινωνικοποίησή του, γεγονός που αντανακλά μια κοινωνία που έχει στρέψει την προσοχή της προς το εφήμερο, το επιφανειακό, το άμεσο αποτέλεσμα και μια τάση για τυποποίηση που καταπατά την ελευθερία του ανθρώπου να σχετίζεται αληθινά, τόσο με τον ίδιο, όσο και με τους άλλους (Cervone & Pervin, 2013) .

Ο βαθμός της συμπληρωματικότητας των δύο προσεγγίσεων θα μπορούσε να συνοψίζεται στην έμφαση που δίνεται στο υποκειμενικό βίωμα της εμπειρίας με φόντο κοινές ανησυχίες για όλους, με τον υπαρξισμό να εφορμάται από το δυναμικό της κοινωνίας, ιδωμένο ως κοινά υπαρξιακά δεδομένα, να απελευθερώσει τον υποκειμενικό εαυτό, και τον Rogers να εφορμάται από το δυναμικό του Εαυτού που απελευθερώνοντάς το, δύναται να διαμορφώσει την κοινωνία (Wyatt & Seid, 2007).


Βιβλιογραφικές Αναφορές

Bohart, A. C. (2007).  The actualizing person. Στο Cooper, M., O’Hara, M., Schmid, P. & Wyatt, G (Eκδ). The Handbook of Person-Centred Psychotherapy and Counselling. (σελ. 47-63). New York: Palgrave Mc Millan.

Bugental, J. F. T. (1987).  The art of the psychotherapist.  New York: Norton.

Γεωργαντά, Ε. (2001).  Υπαρξιστική Ψυχοθεραπεία.  Στο Ασημάκης Π. Σύγχρονες Ψυχοθεραπείες στην Ελλάδα: Από τη Θεωρία στην Εφαρμογή.  Αθήνα: Ασημάκης.

Cervone D., & Pervin. L. Α., (2013).  Θεωρίες Προσωπικότητας: Έρευνα και εφαρμογές.  Αθήνα: Εκδόσεις Gutenberg.

Cooper, M. (2017).  Existential Therapies. London,  UK: Sage Publications.

Hjelle, L. A. & Ziegler, D. J. (1992). The phenomenological perspective in personality theory: Carl Rogers. Personality theories: Basic assumptions, research, and applications, 3rd edition (pp 487-531). New York, England: Mcgraw-Hill Book Company.

Ιωσηφίδη, Π. & Ιωσηφίδης, Ι., (2002).  Η προσωποκεντρική προσέγγιση του C. Rogers.  Στον Ποταμιάνος, Γρ. & Συν. (Επιμ.), Θεωρίες προσωπικότητας και κλινική πρακτική, 5η έκδοση-αναθεωρημένη (σελ. 197-245).  Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Lietaer, G. (1993). Authenticity, congruence and transparency. Beyond Carl Rogers, 17-46. London: Constable.

Merry, T. (1995). Invitation to person centred psychology. London: Whurr.

May, R. (1975).  The courage to create. New York: Norton.

Rogers, C. R. (1946). Significant Aspects of Client-Centered Therapy. American Psychologist . Vol.1, No.10, σελ. 414-423.

Rogers, C. A. (1951). Client-Centered Therapy. Its current practice, implications and theory. London: Constable.

Rogers, C. (1959).  A theory of therapy, personality, and interpersonal relationships, as developed in the client-centered framework.  Στους Kirschenbaum, H. & Henderson V.L. (Επιμ.). The Carl Rogers Reader (σελ. 236 – 257).  London: Constable.

Rogers, C. (1961).  On becoming a person: A therapist’s view of psychotherapy.  Boston, MA: Houghton Mifflin.

Rogers, C. R. (1963).  The actualizing tendency in relation to “motives” and to consciousness.  Στον M. R. Jones (Επιμ.), Nebraska symposium on motivation (σελ. 1-24).  Oxford, England: U. Nebraska Press.

Rogers, C. R. (1980). A way of being. Boston: Houghton Mifflin.

Rubin, S., & Humphreys, C. (2014, in press). Humanistic psychotherapy. In Encyclopedia of Mental Health (2nd ed.). Waltham, MA: Academic Press (Elsevier)

Sartre, J. (1945). Existentialism is a humanism. [PDF document]. Ανακτήθηκε 7 Φεβρουαρίου 2019 από ιστοσελίδα http://www.public.asu.edu/~jmlynch/273/documents/sartre-existentialism-quashed.pdf

Schneider, J. K., & Krug T. O. (2014).  Υπαρξιακή – Ανθρωπιστική Ψυχοθεραπεία.  Πήλιο: Εκδόσεις Κοντύλι.

Winston, C. N. (2015). Points of convergence and divergence between existential and humanistic psychology: A few observations. The Humanistic Psychologist, 43(1), 40-53.

Wyatt, R. C., & Seid, E. L. (2007). Instructor’s manual: Rollo May on existential psychotherapy.  Ανακτήθηκε 10 Φεβρουαρίου 2019, από ιστοσελίδα www.psychotherapy.net/data/uploads/5113e3f2469c0.pdf

Yalom, I. (1980).  Existential Psychotherapies.  New York: Basic Books.

Yalom, I. (2002).  The gift of therapy.  New York: HarperCollins.


[1] Σημειώνεται ότι όπου αναφέρεται ο όρος «υπαρξιακή προσέγγιση» από αυτό το σημείο του κειμένου και έπειτα εννοείται η υπαρξιακή-ανθρωπιστική προσέγγιση εκτός εάν διευκρινίζεται εντός του κειμένου ότι πρόκειται για άλλη ή άλλες σχολές της υπαρξιακής προσέγγισης.

[2] Τα αρχικά EMDR σημαίνουν στην Αγγλική Eye Movement Desensitization and Reprocessing, όρος που αποδίδεται στα ελληνικά ως «απευαισθητοποίηση και επαναπροσαρμογή μέσω οφθαλμικών κινήσεων», και ως μέθοδος θεμελιώθηκε από την Francine Shapiro το 1987.

[3] Σημειώνεται δε πως οι ομοιότητες και οι διαφορές επισημαίνονται κάθε φορά συγκριτικά με την θέση του αντίστοιχου υπαρξιακού θεωρητικού, δεδομένης της πολυφωνίας στην εν λόγω προσέγγιση.

[4] Όλες οι εμπειρίες του οργανισμού συντελούνται από τη συνεχή αλληλεπίδρασή του, τόσο με εσωτερικά, όσο και με εξωτερικά ερεθίσματα (περιβάλλον) και αξιολογούνται ανάλογα με το βαθμό ικανοποίησης των αναγκών του (Ιωσηφίδη & Ιωσηφίδης, 2002).

[5] η έμφυτη τάση του οργανισμού για διατήρηση, ενίσχυση, διαφοροποίηση και διεύρυνση, αναφέρεται με τον όρο «τάση πραγμάτωσης» (actualizing tendency) Rogers (1963).

[6] «πλήρως ενσώματος προσανατολισμός προς ένα συγκεκριμένο στόχο ή μια κατεύθυνση» (Schneider & Krug, 2014, σελ.78)

[7] την τάση πραγμάτωσης

[8] Ο όρος νοηματοκεντρική απαντάται κυρίως αναφορικά με τη σχολή της λογοθεραπείας που ανέπτυξε ο Viktor Frankle (Cooper, 2017).

[9] Cognitive Behavioral Therapy