Κείμενο: Δημήτρης Σούκουλης
Συγγραφέας

Επιμέλεια: Στέλλα Πυρένη
Φιλόλογος


Μαθαίνω να συλλαβίζω όταν όλοι οι άλλοι πια έχουν μάθει γραφή κι ανάγνωση γιατί μου πήρε χρόνο να λύνω και να δένω τα κορδόνια μου κι ακόμα μπερδεύω το ζερβό με το δεξί ● μαθαίνω τα διπλά τις διφθόγγους ενώ άλλοι ανεβασμένοι σε βάθρο σε σκάλα στο τέταρτο σκαλί απαγγέλλουν μακροσκελείς αποστηθίσεις μπροστά στο κοινό τους με τα καλά τους ρούχα και τις ωραίες λέξεις με ένα γύρω κοσμητικά σερπατίνες και με αρώματα ντύνονται στις συνευρέσεις δώρα από εορτές από θειάδες μακρινές που ‘μείναν άκληρες στις Αυστραλίες στις Αμερικές κι έχουν ρόζους στους κόμπους των δαχτύλων από τη λάτρα και χρυσά δόντια καταθέσεις ντουζίνες και δένουν χαϊμαλιά ψεύτικα από πανηγύρια στο λευκό λαιμό τους κουδουνίζουν στο μάτι με πράσινες και κόκκινες και μωβ πέτρες που σου θολώνουν το λογικό να συγκαταβαίνει γράμμα γράμμα λέξη λέξη ● μαθαίνω να συλλαβίζω σέρνοντας στα μεγάλα γράμματα το δάχτυλο να με ακολουθάνε οι λέξεις στην ιστορία μου μα κάπως γλιστράει έξω από τα περιθώρια τα όρια που μπορώ να αντέξω ο Απαίδευτος κι αν καλά κι αν δεξιά κι αν του καιρού δεμένα τα σκυλιά κι αν η γέρικη πορτοκαλιά με τον διπλά ασβεστωμένο της κορμό πάνω κάτω οι τερμίτες πάνω κάτω οι ουρανοί θα κρατά την ασπόνδυλη πλάτη μου να μη γύρω μπρούμυτα πως φοβάμαι το χώμα τη λάσπη τον μέρμηγκα που δαγκάνει τώρα μαθαίνω την τελεία και πότε μπαίνει το κόμμα ενώ πρώτα μου κοβόταν ο αέρας στους πνεύμονες κι έλεγα πράγματα χωρίς ανάσα όπως σε λόξιγκα που πνίγει τη βοήθεια την προσευχή στο μήλο του Αδάμ στέκεται σταυροπόδι κάθεται και κουνά τα κανιά της πάντα στο ενδιάμεσο σαν να με χτυπά πίσω στην πλάτη χέρι πόνος διάτρητος και διαμπερής αναερόβια όπως τα μικρόβια τη δική τους εποποιία μονορούφι όπως το νερό ο διψασμένος μεροκαματιάρης στα χωράφια του λίβα κι άλλη σκέψη στο ασπράδι του ματιού δεν έχει παρεκτός τη δίψα του τον κορεσμό του στομάχου και καταπίνει αμάσητα τα θρύψαλα του πάγου και τη δροσιά του δε γεύεται στη γλώσσα ● μαθαίνω τα διαλυτικά μαθαίνω να ξεχωρίζω και να διακρίνω ό,τι δε σου ανήκει γιατί πρώτα η μία λέξη έσερνε την άλλη από τον φόβο στα γεννητούρια της στο παράξενο κίτρινο φως του κόσμου γέμιζα στις εκθέσεις μου στις διαπιστώσεις μου παραγράφους με ανακολουθίες χρόνων πώς με στρίμωξε ο καιρός έτσι σε ανήλιαγες και σκιερές παρενθέσεις κι όλο να επιμένω κι όλο έλεγα ότι το παρόν κάπως μπερδεύεται με το παρελθόν και ο μέλλοντας διαρκείας έχει κάπως την κατάληξη του υπερσυντέλικου και πως μου το θυμίζει την αρχή το ανατέλλον τέλος μιας νέας αρχής του τέλους πέσε και κοιμήσου πέσε και κοιμήσου μην το σκέφτεσαι δεν ωφελεί έμαθα να συλλαβίζω δύο μονάχα λέξεις η μία το όνομά σου και τώρα πίσω μου τη ζητάς να μην ξαναπροφέρω τα γράμματά της και τα είχα τόσο καλά μάθει να τα προφέρω με σύνταξη με στόμφο με πείνα και με δίψα ένα ένα. Ένα ένα ψέμα.

 

Στη Μάκη. Στις συζητήσεις που είχαμε και σε εκείνες που θα μας βρουν.