Κείμενο: Δημήτρης Βαγενάς
Ψυχολόγος
Επιμέλεια: Μαρία Κουσαντάκη
Ψυχολόγος- Συνθετική Ψυχοθεραπεύτρια
Η αφηγηματική θεραπεία εντάσσεται στο ευρύτερο πλαίσιο των μεταμοντέρνων συστημικών προσεγγίσεων. Σε αντίθεση με τα παλαιότερα μοντέλα οικογενειακής θεραπείας, όπου οι θεραπευτές επικεντρώνονται στο πως τα μέλη της οικογένειας αλληλεπιδρούν, πως δημιουργούνται τα δυσλειτουργικά πρότυπα σχέσεων κι επικοινωνίας και ποια είναι η δομή της οικογένειας (Παπαδιώτη-Αθανασίου & Σοφτά-Nall, 2006), οι θεραπευτές που ακολουθούν τις μεταμοντέρνες προσεγγίσεις δεν επιχειρούν ν’ αλλάξουν άμεσα τη δομή της οικογένειας προτείνοντας λύσεις, αλλά βοηθούν την οικογένεια να ερευνήσει τις επιλογές της. Ο θεραπευτής δεν είναι ένας αποστασιοποιημένος παρατηρητής που δίνει οδηγίες, υποστηρίζοντας πως ως «αυθεντία» και «ειδικός» γνωρίζει όλες τις λύσεις και όλα τα προβλήματα, αλλά ένας συνεργάτης της οικογένειας που αλληλεπιδρά με τα μέλη της, κατασκευάζοντας μαζί τους μια νέα πραγματικότητα (Goldenberg, H., & Goldenberg, I., 2005).
Η ισοτιμία και η συνεργασία αποτελούν, επομένως, τον πυρήνα της αφηγηματικής θεραπείας. Ξεκινώντας τη δεκαετία του ’70 από τον Αυστραλό κοινωνικό λειτουργό Michael White και τον Νεοζηλανδό συνάδελφό του David Epston, η σύγχρονη αυτή προσέγγιση κερδίζει όλο και περισσότερο έδαφος όσο περνούν τα χρόνια. Κεντρική της ιδέα είναι πως δίνουμε νόημα σε όσα βιώνουμε, δημιουργώντας ιστορίες για τη ζωή μας. Συχνά, έχουμε την τάση να δίνουμε έμφαση στα αρνητικά γεγονότα και στις αδυναμίες μας, δημιουργώντας, έτσι, για τους εαυτούς μας ιστορίες εξαιρετικά μονομερείς, ή αλλιώς «ισχνές». Μέσα από την αφηγηματική θεραπεία μπορούμε να «πυκνώσουμε» τις ιστορίες που δεν ενισχύουν και δεν συντηρούν τα προβλήματα, ούτως ώστε να δούμε τα γεγονότα σφαιρικά, ν’ ανακαλύψουμε τις δυνατότητές μας και να σταματήσουμε ν’ αντιμετωπίζουμε τους εαυτούς τους ως ελαττωματικούς.
Αυτό μπορεί να επιτευχθεί διαχωρίζοντας το πρόβλημα από τον εαυτό μας μέσω των «εξωτερικευτικών συζητήσεων». Η εξωτερίκευση δεν αποτελεί μία τεχνική αλλά μία μεταστροφή της γλώσσας: σε περίπτωση, λοιπόν, που ο θεραπευόμενος αποκαλέσει τον εαυτό του «καταθλιπτικό», ο θεραπευτής μπορεί να επισημάνει πως «η Κατάθλιψη δεν τον αφήνει να κοιμηθεί το βράδυ». Στην αφηγηματική θεραπεία το Πρόβλημα αποτελεί ένα αντικείμενο με δική του υπόσταση. Αρχικά, αναφέρεται ως «αυτό» κι εν συνεχεία ο θεραπευόμενος μπορεί να προτείνει ένα δικό του όνομα, αποκαλώντας, για παράδειγμα, την κατάθλιψη «Δαίμονα». Μέσα από ερωτήσεις όπως «πόσες φορές σε άφησε άυπνο ο Δαίμονας την τελευταία εβδομάδα», «τι σου λέει ο Δαίμονας για τις ικανότητές σου» και «πόσο παρών είναι ο Δαίμονας όταν τσακώνεσαι με τη σύζυγό σου», ο θεραπευόμενος βιώνει τον εαυτό του ως ξεχωριστό από την κατάθλιψη και διαχωρίζεται από αυτό που τον απασχολεί. Τα παιδιά, μάλιστα, μπορούν να ζωγραφίσουν το Πρόβλημά τους. Ένα παιδί ενδεχομένως να θεωρεί πως δεν μπορεί να ελέγξει τις σωματικές του ανάγκες, όταν, όμως, η εγκόπριση ονομαστεί «Κακός Λύκος» και μέσω της ζωγραφιάς αποκτήσει τη δική της μορφή, είναι, οπωσδήποτε, πιο εύκολο να καταπολεμηθεί.
Ο θεραπευτής μπορεί, ακόμα, να προτείνει στο θεραπευόμενο να καταγράψει την επίδραση του Προβλήματος με αριθμούς. Μέσα από τις «ερωτήσεις σχετικής επίδρασης», ο θεραπευόμενος μπορεί να σκεφτεί τη ζωή του σαν μια ποσότητα που περιγράφεται με τον αριθμό 100 κι εν συνεχεία να κάνει λίστες με το πόσο τοις εκατό τον επηρεάζει το Πρόβλημα την τελευταία περίοδο. Επίσης, μέσα από «συζητήσεις αποδόμησης» ο θεραπευτής κι ο θεραπευόμενος μπορούν ν’ αναγνωρίσουν τις πολιτισμικές αντιλήψεις και τις πεποιθήσεις που έχουν συνδράμει στην εμφάνιση του Προβλήματος. Η νευρογενής ανορεξία, φερ’ ειπείν, εμφανίζεται σε κοινωνίες με συγκεκριμένα πρότυπα ομορφιάς. Μέσα από ερωτήσεις όπως «ποιες ιδέες κάνουν το Πρόβλημα να λειτουργεί» και «πώς αναπτύχθηκαν αυτές οι ιδέες», οι θεραπευόμενοι μπορούν ν’ αμφισβητήσουν τις οπτικές του Προβλήματος και ν’ απομακρυνθούν από αυτές.
Από τη στιγμή που οι θεραπευόμενοι αρχίζουν να διαχωρίζονται από το Πρόβλημα και την κυρίαρχη προβληματική ιστορία, γίνεται πιο εύκολο να θυμηθούν και να μιλήσουν για τις περιπτώσεις που το Πρόβλημα δεν ήταν παρόν ή βρίσκονταν έξω από τις συνέπειές του. Αυτές οι στιγμές είναι γνωστές ως «μοναδικές εκβάσεις» ή αλλιώς «μοναδικά αποτελέσματα». Οι μοναδικές εκβάσεις παρέχουν ανοίγματα για διαφορετικές ιστορίες και οδηγούν σε πιο πλούσιες περιγραφές. Μέσα, λοιπόν, από ερωτήσεις όπως «μπορείς να θυμηθείς πότε αρνήθηκες ν’ ακολουθήσεις τις εντολές της Κατάθλιψης», ο θεραπευόμενος καλείται να θυμηθεί γεγονότα και περιστατικά που δεν πραγματοποιήθηκαν κάτω από τη σκιά του Προβλήματος και να συγγράψει εναλλακτικές ιστορίες. Σε περίπτωση που ο θεραπευόμενος αδυνατεί ν’ αναφέρει κάποια μοναδική έκβαση, ο θεραπευτής μπορεί να του ζητήσει να περιγράψει τον εαυτό του ή τις ενέργειές του μέσα από τα μάτια ενός άλλου σημαντικού προσώπου. Επομένως, οι μοναδικές εκβάσεις δεν πηγάζουν μόνο από αναμνήσεις, αλλά από πεποιθήσεις, σκέψεις, συναισθήματα, ιδέες κι εν γένει ο,τιδήποτε βρίσκεται έξω από την επίδραση του προβλήματος.
Όταν μια εναλλακτική ιστορία αρχίζει ν’ αναδύεται, είναι σημαντικό ο θεραπευόμενος να μπορέσει να τη διατηρήσει. Όπως αρχικά ονόμασε το Πρόβλημά του, έτσι και τώρα μπορεί να ονομάσει την ιστορία αυτή. Ακόμη, μπορεί μαζί με το θεραπευτή να γράψει ένα εγχειρίδιο για το πώς νίκησε το Άγχος ή ένα ημερολόγιο για την πρόοδό του. Το σημαντικό είναι να χρησιμοποιεί το δικό του λεξιλόγιο και να υιοθετεί το δικό του τρόπο γραφής, χωρίς να κατευθύνεται από το θεραπευτή. Ο θεραπευτής μπορεί να του δώσει μια αυτοσχέδια βεβαίωση ή ένα πιστοποιητικό σχετικά με το πώς ξεπέρασε το Πρόβλημά του ή ακόμη και το πώς μια συγκεκριμένη ημέρα η δυσκολία του δεν ήταν παρούσα. Αυτή η βεβαίωση μπορεί να δοθεί στα πλαίσια μιας ειδικής τελετής, με παρόντες όλους όσους γνωρίζουν τις δυσκολίες του θεραπευόμενου.
Οι αφηγηματικοί θεραπευτές χρησιμοποιούν, επίσης, τις επιστολές. Οι «περιληπτικές επιστολές» στέλνονται στο θεραπευόμενο και περιλαμβάνουν τις σημειώσεις που κράτησαν κατά τη διάρκεια της συνεδρίας σχετικά με την εναλλακτική ιστορία και τις συνέπειές της, ενώ οι «προσκλητήριες επιστολές» σε οικείους του που είναι απρόθυμοι να έρθουν στις συνεδρίες. Σε άλλες περιπτώσεις, ο θεραπευόμενος ζητάει από το θεραπευτή να γράψει «συστατικές επιστολές» σε άτομα του περιβάλλοντός του, ενημερώνοντάς τους για την πρόοδό του και ζητώντας τους συγγνώμη για τις φορές που το Πρόβλημα επηρέασε αρνητικά τη συμπεριφορά του.
Οι αφηγηματικοί θεραπευτές στην προσπάθειά τους να διερευνήσουν την εναλλακτική ιστορία μπορούν να χρησιμοποιήσουν και τους «εξωτερικούς μάρτυρες». Οι εξωτερικοί μάρτυρες μπορεί να είναι άτομα από το στενό περιβάλλον του θεραπευόμενου, άνθρωποι που δεν βρίσκεται πλέον στη ζωή ή ακόμα και παιχνίδια. Σε περίπτωση, για παράδειγμα, που ο θεραπευόμενος εκφράσει σιγουριά για κάποια δεξιότητά του, ο θεραπευτής μπορεί να τον ρωτήσει ποιος άλλος άνθρωπος γνωρίζει για τη δεξιότητα αυτή και πώς θα ένιωθε αν μάθαινε πως μια δεδομένη στιγμή κατάφερε ν’ αντιμετωπίσει αποτελεσματικά ένα γεγονός που τον άγχωνε. Εν συνεχεία, μπορεί να έρθει σ’ επαφή μαζί του και να τού ζητήσει επιπλέον πληροφορίες για το θεραπευόμενο. Σε περίπτωση που ο θεραπευόμενος είναι παιδί, ο θεραπευτής μπορεί να το ρωτήσει ποιο όνομα θα έδινε το αγαπημένο του παιχνίδι στην εναλλακτική ιστορία και πώς γενικότερα θα την αξιολογούσε. Οι εξωτερικοί μάρτυρες μπορεί, τέλος, ν’ αποτελούνται από ανθρώπους που έχουν αντιμετωπίσει παρόμοια προβλήματα με το θεραπευόμενο και είναι πρόθυμοι να συζητήσουν μαζί του για το πώς κατάφεραν να διατηρήσουν ζωντανή την εναλλακτική ιστορία (Morgan, 2011).
Από τη δεκαετία του ’70 μέχρι και σήμερα, η αφηγηματική θεραπεία έχει καταφέρει να κερδίσει το ενδιαφέρον πολλών θεραπευτών, αφενός επειδή εστιάζει στη συνεργασία με το θεραπευόμενο και όχι στο στιγματισμό και στην παθολογικοποίηση, αφετέρου επειδή μπορεί να εφαρμοστεί σ’ ένα σύνολο περιπτώσεων, βοηθώντας τόσο τους ενήλικες όσο και τα παιδιά. Η αφηγηματική θεραπεία είναι δυνατόν να αξιοποιηθεί ακόμα και μέσα στο σχολικό περιβάλλον, βοηθώντας τους μαθητές που έχουν χαμηλή σχολική επίδοση. Στην περίπτωση αυτή, είναι σημαντικό ο δάσκαλος, όπως ο αφηγηματικός θεραπευτής, να εστιάσει στις μοναδικές εκβάσεις, δηλαδή στις περιπτώσεις που τα παιδιά δίνουν σωστές απαντήσεις, και να παρέχει ένα περιβάλλον ασφάλειας και συνεργασίας, ούτως ώστε οι μαθητές να έχουν μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και να μην αφήνουν τις ανασφάλειές τους να επηρεάζουν τη σχολική τους επίδοση (Rahmani, 2011).
Βιβλιογραφικές Αναφορές
Goldenberg, H., & Goldenberg, I. (2005). Οικογενειακή Θεραπεία: Μια επισκόπηση. Αθήνα: Εκδόσεις Ίων.
Morgan, A. (2011). Τι είναι η Αφηγηματική Θεραπεία; Μια ευκολοδιάβαστη εισαγωγή. Θεσσαλονίκη: University Studio Press.
Παπαδιώτη-Αθανασίου, Β., & Σοφτά-Nall, Λ. (2008). Οικογενειακή Συστημική Θεραπεία. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Rahmani, P. (2011). The efficacy of narrative therapy and storytelling in reducing reading errors of dyslexic children. Procedia-Social and Behavioral Sciences. 29: 780-785.