Κείμενο: Φανή Αθανασοπούλου
Σύμβουλος ψυχικής υγείας, ψυχοθεραπεύτρια

Επιμέλεια: Κατερίνα Δήμκου
Φιλόλογος

 


Βρήκα τον κύριο Αύγουστο να κάθεται κοντά στο παράθυρο. Ήρθες να μου κάνεις παρέα; Με ρώτησε γελώντας…. Μη φοβάσαι, αντέχω, συμπλήρωσε.

«Αύγουστος» δεν είναι το όνομά του. Είναι το παρατσούκλι του. Γιατί ακόμα και στο καταχείμωνο, βρίσκει μια αφορμή να μιλά για τον Αύγουστο. Γιατί όλα τα καλύτερα, Αύγουστο του έχουν συμβεί. Το παρατσούκλι το δέχθηκε με ευχαρίστηση, τόσο που έχει πια αντικαταστήσει το όνομά του.

Πρόωρα συνταξιοδοτημένος, άρρωστος κι αυτό το καλοκαίρι τον έχει βρει στην πολυθρόνα. Μέσα σε δευτερόλεπτα, άρχισε να μιλά πάλι για τον Αύγουστο, για τα ταξίδια του,  τα μέρη που αγάπησε.

Για μένα είναι οι μυρωδιές, οι στιγμές, τα κουκούτσια του τόπου.

Τα κουκούτσια; Ρώτησα με απορία….

Ναι, τα κουκούτσια. Ας πούμε αυτό στην Τήνο με τους βασιλικούς στο έχω πει;

Μου το έχει πει, ξέρω όμως ότι θέλει να το ξαναπεί, γι’ αυτό κούνησα το κεφάλι αρνητικά. Κάθε φορά τα λέει με λίγο διαφορετικό τρόπο, σαν να τα ανακαλύπτει ξανά. Ας πούμε την έκφραση με τα «κουκούτσια», δεν την έχει ξαναπεί.

Ανέβαινα που λες τα σκαλιά στο χωριό, όχι μέσα στη χώρα, σε χωριό ορεινό λέμε, αρχές Αυγούστου, ο ήλιος έκαιγε.  Δεν ήξερα τι ήταν πάνω από τα σκαλιά. Μόλις έφτασα στο τελευταίο σκαλί, σηκώνω το κεφάλι, τι να δω, ένα σπίτι κι απέξω μια σειρά τενεκέδες βαμμένοι με αχνό γαλανό χρώμα. Είχαν φουντωτούς βασιλικούς κι ο ένας τενεκές έγραφε με πιο έντονο γαλάζιο χρώμα «Μη», ο άλλος δίπλα του έγραφε «πειράζετε», ο άλλος στη σειρά έγραφε «τους» και ο τελευταίος έγραφε «βασιλικούς»!

Ακόμα γελάω, συνέχισε. Μα ήταν τόσο αστείο! Φαντάστηκα τους βασιλικούς να τους μαδάνε οι τουρίστες και οι ιδιοκτήτες να τους αντικρίζουν κάθε μέρα αγανακτισμένοι, μέχρι που βρήκαν τη λύση! Ήταν σαν να μιλάνε οι ίδιοι οι βασιλικοί! Πραγματικά δεν ξέρεις πόσο υπέροχοι ήταν, μα στ’ αλήθεια πόσο φουντωτοί!

Ε, να, αυτό είναι το «κουκούτσι», το άγνωστο που σε αιφνιδιάζει!

Και τότε, στη Νίσυρο θυμάμαι που είχαμε φτάσει κουρασμένοι κι εγώ πήγα να κοιμηθώ. Είχε όμως προλάβει το μάτι μου ν’ αρπάξει τα χρώματα των σπιτιών, κόκκινα, κίτρινα, μπλε, όλα ανάμεικτα. Κι όπως με είχε βρει το απόγευμα να κοιμάμαι, ακούω ένα γλυκό τραγούδισμα έξω από το παράθυρο σε ένα σκοπό που δεν μου ήταν οικείος, σαν χορωδία έμοιαζε. Μέχρι να ξυπνήσω καλά – καλά, σκέφτηκα μα τι, κατέβηκαν οι άγγελοι εδώ ή εγώ βρίσκομαι στον ουρανό;

Γινόταν παραδοσιακός γάμος και τραγουδούσαν τη νύφη. Το έμαθα μετά. Δεν σηκώθηκα να δω. Άφησα το νυσταγμένο πνεύμα μου να δροσίζεται από το γλυκό αεράκι που έμπαινε από το μισάνοιχτο παράθυρο. Το άφησα να απλώνεται  στο σώμα μου γεμίζοντάς το με τα χρώματα των σπιτιών, τον ήχο από τα πατήματα στο σοκάκι, τη μελωδία που μόνο αυτή ακούγονταν λες κι όλα τ’ άλλα είχαν από σεβασμό σωπάσει.

Στη Νίσυρο δεν ήταν που ο κρατήρας Στέφανος σου άρπαξε το καινούριο σου καπέλο;

Ναι, τον μπαγάσα τον Στέφανο. Τέλος Αυγούστου μου το πήραν τα μελτέμια και το πέταξαν μέσα, μόλις είχα ανέβει. Ε, δεν μπορούσα να ξανακατέβω εκεί κάτω.

Λένε άμα αφήνεις κάτι σε έναν τόπο είναι γιατί  θα ξαναπάς… Όταν γίνεις καλύτερα, θα πάμε.

Δύο μικρές σπίθες χαμόγελου άστραψαν στα μάτια του και είπε πονηρά: Τότε θα διαλέξω και το καπέλο που θα του ρίξω…

Στην Άνδρο έχεις κάνει τη διαδρομή από το λιμάνι στην ενδοχώρα νύχτα; Να περάσεις από την Παλαιόπολη από πάνω, τι πέλαγος Θεέ μου! Πόσες νύχτες πηγαινοερχόμουν εκεί, για να βλέπω το φεγγάρι να ανοίγει τον ασημένιο δρόμο του πάνω στο μαύρο άπειρο…..

Λένε ότι έχω εμμονή που τα λέω, τα ξαναλέω…. Ας λένε. Το κάνω σκόπιμα, με συνείδηση. Τα φέρνω στο παρόν, τα κρατάω ζωντανά. Όπως όταν πεθαίνει κάποιος που αγαπάμε, δεν του μιλάμε μετά, δεν λέμε τι θα έλεγε αν ήταν μπροστά;

Η απώλεια έχει και πόνο όμως….. του είπα.

Ποιος σου είπε ότι αυτά δεν έχουν πόνο; Τα κουκούτσια είναι γλυκόπικρα. Αλλά έχουν και θαυμασμό. Όπως όταν πεθαίνει κάποιος, τότε μπορεί να αναδυθεί και ένας θαυμασμός για την ύπαρξη. Ίσως ένας άλλου είδους θαυμασμός από αυτόν της τρέχουσας ζωής. Η τρέχουσα ζωή καμιά φορά σκορπίζει τα πράγματα, μπορεί να χάνεις το κουκούτσι, αν και έχεις βέβαια την γεύση του καρπού.

Δεν μιλάς δηλαδή για τα κουκούτσια για να περνάει η ώρα; Τον ρώτησα για να τον πειράξω.

Όχι βέβαια, απάντησε έντονα. Είναι μέρος της καρδιάς μου. Εσένα η καρδιά σου λειτουργεί για να περνάει η ώρα;  Καταλαβαίνω αυτούς που όταν συνταξιοδοτούνται, μπορεί να αισθάνονται ένα κενό. Βλέπεις η συνήθεια αποκτά δύναμη πάνω στη ζωή. Όμως το να κάνεις πράγματα για να περνάει η ώρα, σημαίνει πασχίζεις να βρεις πράγματα να συνδεθείς μαζί τους. Εγώ είμαι συνδεδεμένος και δεν μου φτάνει η ώρα.

Επειδή μαζεύεις κουκούτσια; Και τι θα τα κάνεις; Ρώτησα.

Πες το κι έτσι, ότι μαζεύω κουκούτσια, είπε. Και θα τα κάνω ποτό να σας κεράσω, συμπλήρωσε γελώντας.

Βλέπεις το πεύκο αυτό του δρόμου που φτάνει στο μπαλκόνι; Δεν μου φτάνει η ώρα να το καλημερίσω κάθε μέρα και να θαυμάσω τις πυκνές του πράσινες βελόνες, να βλέπω το χρώμα του όπως αλλάζει ανάλογα με το φως του ήλιου, να βλέπω πώς κινείται το φύλλωμά του από τον αέρα. Νίωθω τυχερός που ένα πεύκο του δρόμου φτάνει στο μπαλκόνι μου.

Δεν μου έφτανε η ώρα να βάλω την καλαμωτή στο μπαλκόνι. Την έδενα επάνω κι ο Περικλής από δίπλα με βοήθησε για το κάτω δέσιμο, δεν μπορώ να σκύψω βλέπεις. Αλλά ξέρεις τι χαρά είχα; Μου φαινόταν ότι έφτιαχνα μια καλύβα από καλάμια στην εξοχή!

Η παλιά καλαμωτή είχε πια χαλάσει. Δεν μπορώ να βλέπω τα πράγματα να χαλάνε. Λυπάμαι. Θα μου πεις, τα πράγματα δεν έχουν ψυχή, αλλά έχουν ιστορία, έχουν το βλέμμα, έχουν μια συνοδεία. Ξέρεις πόσα μυστικά επιδιόρθωσης έχω μάθει παρακολουθώντας τώρα τον μάστορα που έρχεται να διορθώσει κάτι;  Γι’ αυτό σου λέω, δεν σκέπτομαι καν πώς να περάσει η ώρα, μακάρι να κάθονταν οι ώρες.

Ο Αύγουστος έχει παντού κουκούτσια, μου φαίνεται, ακόμα κι εδώ του είπα. Διάθεση να έχεις….

Γέλασε δυνατά και μ’ έπιασε από το χέρι σκύβοντας προς το μέρος μου και είπε ψιθυριστά:  Όχι διάθεση. Στοργή.

Ετοιμάστηκα να φύγω, γιατί ήρθε ο φυσικοθεραπευτής. Καθώς κατέβαινα τις σκάλες, άκουγα τον κύριο Αύγουστο από μέσα να αρμενίζει μεγαλοφώνως: «….. στη Φολέγανδρο…. στην Τήλο…. στη Θάσο…….»